Στο δρόμο του μαρτυρίου
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή
Εκτύπωση
Οι Τούρκοι τούς περιέφεραν από το ένα μέρος στο άλλο, με κύριο σκοπό αυτόν της εξόντωσης, ενώ οι υπεύθυνοι της συνοδείας, τους παρώτρυναν να πηγαίνουν γρήγορα (τσιαμπούκ-τσιαμπούκ).
     Έπρεπε να προσέχουν να μη ξεμένουν πολύ πίσω, γιατί αυτούς τους απομόνωναν και «τους έτρωγε το σκοτάδι». Το θλιβερό καραβάνι όλο και ξεμάκραινε από τα αγαπημένα μέρη και συνεχώς λιγόστευε αποδεκατισμένο, σε κάθε νέα του πορεία. Πέρασαν από δρόμους δυσπρόσιτους και κακοτρόχαλα μονοπάτια, είδαν πτώματα και άλλα κορμιά ακέφαλα, πεταγμένα στους δρόμους, τις χαράδρες και τις ρεματιές, όταν έφθασαν έξω από τη Σεβάστεια κι εκεί τους στοίβαξαν σε ένα χάνι. Η Σεβάστεια, όπως και το Καγκάλ, ήταν τα κέντρα απ’ όπου διοχετεύονταν οι εξόριστοι σε διάφορες κατευθύνσεις.
     Αφού κάθησαν μια μέρα εκεί, συνέχισαν το δρόμο του μαρτυρίου και όσο πλησίαζαν προς το απαίσιο Δελίκ Τας (Τρύπια πέτρα) τόσο ο παγωμένος αέρας λυσσομανούσε και η χαμηλή θερμοκρασία τούς έκοβε την αναπνοή.
     Κατά τη διαδρομή, έβλεπαν παγωμένους ανθρώπους πάνω σε πέτρες στημένους σαν αγάλματα. Είχαν καθίσει εκεί οι άτυχοι, θέλοντας να ξεκουράσουν τα βασανισμένα τους κορμιά και δεν ξανασηκώθηκαν πια ποτέ, με τα μάτια ανοιχτά και το βλέμμα τους καρφωμένο στο πουθενά. Αφού πέρασαν το Δελίκ Τας, τους ανάγκασαν να στρατοπεδεύσουν σε κάτι ασκεπή χαλάσματα, όπου στη μια πλευρά είχαν στοιβάξει τα κατεψυγμένα πτώματα, αυτών που είχαν πεθάνει από την προηγούμενη αποστολή. Εκείνο το βράδυ πάγωσαν και από τη δική τους ομάδα τριακόσια άτομα και η λευκή σφαγή συνεχιζόταν χωρίς σταματημό.
     Δεν ήταν μόνον οι άσχημες καιρικές συνθήκες που αποδεκάτιζαν τους εξόριστους. Η έλλειψη τροφής, στέγης και στοιχειώδους υγιεινής, άρχισε να θερίζει κυρίως τα παιδιά και τους ηλικιωμένους.
     Άνθρωποι που ήταν μαθημένοι στην καλοπέραση, κατάντησαν από την αδυναμία φαντάσματα του εαυτού τους. Τραγικές φιγούρες που μόνον ο θάνατος θα ήταν λύτρωση γι’ αυτούς.
     Και σα να μην έφθαναν όλα αυτά, σε λίγο έκαναν την εμφάνισή τους και οι επιδημίες, με κυριότερο τον εξανθηματικό τύφο.
     Οι δικοί μου είχαν αγοράσει ένα αντίσκηνο και, όταν στρατοπέδευαν σε κάποιο μέρος – οι Τούρκοι φρόντιζαν πάντα να είναι το σημείο αυτό μακριά από κατοικημένους χώρους–, το έστηναν αμέσως και σε ένα καζανάκι που είχε φθάσει μέχρι την Ελάτεια, η μητέρα μου ζεματούσε τα ρούχα τους και τα έπλενε γιατί και η ψείρα είχε κάνει απειλητική την παρουσία της.
     Κόντευε να μπει ο Δεκέμβριος του 1921 και ο δρόμος του μαρτυρίου συνεχιζόταν για τους ξεριζωμένους από τα σπίτια τους μέσα στον άγριο χειμώνα, μαζί με το ξεκλήρισμα των οικογενειών των Παφραίων, όταν έφθασαν αποκαμωμένοι στο Χεκίμ Χαν. Αφού τους άφησαν να μείνουν εκεί λίγες ημέρες, εξακολούθησαν την πορεία τους με νέο σταθμό το Χασάν Τζελεπί και ξαφνικά προέκυψε θέμα στρατολόγησης του πατέρα μου.
     Ως εκεί είχαν φθάσει όλοι οι εναπομείναντες λίγοι ηλικιωμένοι άνδρες, ανενόχλητοι, χωρίς να τους ζητήσουν έγγραφες αποδείξεις για την επιβεβαίωση της ηλικίας τους και για την απαλλαγή της στρατεύσεως. Ο πατέρας μου, αν και στρατεύσιμος, ήταν τότε σαράντα ετών, έχοντας το προνόμιο για εκείνες τις τραγικές περιστάσεις να έχει γκρίζα τα μαλλιά του –είχαν αρχίσει να ασπρίζουν από τα τριάντα του– μη κινώντας ως τότε την προσοχή των Τούρκων. Απελπισμένοι οι γονείς μου, δεν ήξεραν τι να πράξουν. Η μητέρα μου ήταν λεχώνα, μόλις είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι, αλλά η κατάσταση ήταν πάλι τόσο κρίσιμη, που έπρεπε αμέσως να δραστηριοποιηθεί.
     Ρωτώντας, έμαθε ότι κάποια ηλικιωμένη γυναίκα είχε στην κατοχή της ένα πιστοποιητικό απαλλαγής από το στρατό του πενηντάχρονου γιου της που είχε πεθάνει.
     Πήγε λοιπόν αμέσως, τη βρήκε και τη θερμοπαρακάλεσε να της το δώσει κι εκείνη δέχθηκε. Στη συνέχεια παίρνει δύο δικά της αφόρετα μεταξωτά πουκάμισα κεντημένα στο χέρι και πηγαίνει στο σπίτι του Διοικητού, που η γυναίκα του ψιθυριζόταν ότι ήταν Ελληνίδα, χωρίς αυτό να είναι και εντελώς σίγουρο. Χτυπά την πόρτα, της ανοίγουν και βρίσκεται μπροστά σε μια πολύ ωραία χανούμισσα, που τη δέχθηκε ευγενικά, και η μητέρα μου της εξέθεσε αμέσως την τραγική τους κατάσταση, δίνοντάς της τα δώρα. Εκείνη είχε αντιρρήσεις, όμως η μητέρα μου της είπε μεταξύ άλλων:
     – «Σας παρακαλώ πολύ, κυρία, βοηθείστε μας και δεχθείτε τα. Αυτά εμείς, όπως φαίνεται, δεν πρόκειται ποτέ να τα φορέσουμε. Αν μας πάρουν όμως τον προστάτη μας, χανόμαστε όλοι μας. Τα παιδιά μου, η μητέρα μου, οι αδελφές μου. Λυπηθείτε μας». Η γυναίκα φάνηκε να συγκινήθηκε από τα λόγια της και υποσχέθηκε στη μητέρα μου να τους βοηθήσει!
     – «Όταν έλθει το βράδυ ο καϊμακάμης, της είπε, θα του μιλήσω και κάτι θα κάνουμε για σας». Και κράτησε την υπόσχεσή της.
     Την άλλη μέρα, όταν πήγε ο πατέρας μου μαζί και η μάνα μου με το απαλλακτικό χαρτί και ο Διοικητής το πήρε στα χέρια του, το διάβασε μεγαλοφώνως, παρουσία και άλλων Τούρκων, ρωτώντας τον:
     – Το επίθετό σου είναι Παπάζογλου; – Ναι, απάντησε ο πατέρας μου.
     – Τον πατέρα σου τον έλεγαν Σωκράτη; – Ναι. – Την μητέρα σου Αναστασία;
     – Ναι, επανέλαβε εκείνος. Σε ό,τι τον ρωτούσε ο Τούρκος Διοικητής, ο πατέρας μου απαντούσε καταφατικά και ούτε αυτός, όπως και η γυναίκα, που τους έδωσε το πιστοποιητικό, γνώριζαν το ακριβές περιεχόμενό του, δεδομένου ότι δεν ήξεραν τουρκική γραφή και ανάγνωση. Διάβαζαν τα τουρκικά γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες (Καραμανλίδικη γραφή).
     Στο τέλος. – Εντάξει, του είπε. Είσαι ελεύθερος. Να πάρεις την οικογένειά σου και να φύγετε αύριο το πρωί για τη Μαλάτια μαζί με τους άλλους εξόριστους που θα συγκεντρωθούν στην πλατεία.
     Γεμάτοι ευγνωμοσύνη απεχώρησαν από το Διοικητήριο έχοντας στα πόδια τους φτερά και την άλλη μέρα ξεκίνησαν για τον προορισμό τους.
     Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ, όταν άρχισε η βροχή να πέφτει με το τουλούμι. Τότε οι επί κεφαλής Τούρκοι τους διέταξαν να σταματήσουν. Αμέσως ο πατέρας μου έστησε τη σκηνή και η γιαγιά μου η Αγαθή, για να χωρέσουν μέσα και άλλοι ομοιοπαθείς, έρραψε γύρω-γύρω σεντόνια και τη μεγάλωσε. Πενήντα άνθρωποι, πολλοί όρθιοι και άλλοι καθιστοί, στριμώχθηκαν εκεί μέσα για να προφυλαχθούν από τη νεροποντή. Όταν πέρασε η βροχή, συνέχισαν να προχωρούν μέσα στο κρύο και στη λάσπη.
     Καθ’ οδόν τα πόδια της γιαγιάς μου πρήστηκαν και δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Τότε ο πατέρας μου αναγκάσθηκε να την πάρει στην πλάτη του. Σε λίγο και η θεία μου η Δέσποινα πήγαινε τρικλίζοντας και δεν άργησε να πέσει κάτω από την εξάντληση. Τη σήκωσαν, αλλά δεν άντεχε άλλο. Αν έμενε όμως στο δρόμο, ήταν χαμένη από χέρι. Δεν ήξεραν πια τι να την κάνουν. Εκείνη την ώρα περνούσε ένας Τούρκος καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο. Και τότε, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να σωθεί, τον παρακάλεσαν να την πάρει μαζί του και να την μεταφέρει στον καταυλισμό των εξορίστων στη Μαλάτια, χωρίς να είναι σίγουροι ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά η ελπίδα ποτέ δε σβήνει από τις καρδιές. Ο καβαλάρης δεν έφερε αντίρρηση. Πήρε τη θεία μου πάνω στο άλογό του και, όταν την άλλη μέρα έφθασαν στη Μαλάτια, διαπίστωσαν ότι σε όλες τις φυλές, όπως και σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης, υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν το καλό, χωρίς να περιμένουν ανταπόδοση. Η θεία μου η Δέσποινα ήταν εκεί και τους περίμενε.

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)