Στη Λάρισα
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή
Εκτύπωση
Από το Βόλο τους μετέφεραν στη Λάρισα και τους εγκατέστησαν προσωρινά σ’ έναν καταυλισμό προσφύγων στο χώρο του στρατώνα.
     Εδώ δεν πρόλαβαν να χαρούν την ελευθερία τους. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες, ο χειμώνας βαρύς, η υγρασία φοβερή, τους τρυπούσε τα κόκκαλα και ο παγωμένος αέρας, που νόμιζες πως ερχόταν κατ’ ευθείαν από τον Κίσσαβο, μαστίγωνε τα ταλαιπωρημένα κορμιά τους.
     Έτσι, αρρώστησαν βαριά και οι δυο γονείς μου από πνευμονία.
     Τους μετέφεραν στο νοσοκομείο και τους βάλανε σε ξεχωριστά δωμάτια. Τον αδελφό μου τον άφησαν στη φροντίδα της θείας του πατέρα μου, της Σαββάτως Φίγγου.
     Πήρε να βραδιάζει και η μητέρα μου, που είχε διαρκώς την έννοια του μπαμπά μου, επειδή και η κατάστασή του ήτανε πιο σοβαρή, σηκώθηκε κάποια στιγμή για να πάει στο δωμάτιό του, αλλά μόλις άνοιξε την πόρτα της, τι να δει! Ο πατέρας μου έφευγε από το νοσοκομείο και μόλις τον πρόλαβε στις σκάλες!
     – Θανάση πού πας; του φώναξε. Κι εκείνος αλαφιασμένος εκτός εαυτού:
     – Δε βλέπεις ότι το νοσοκομείο έπιασε φωτιά; Έλα πάμε να φύγουμε, καιγόμαστε!
     Εκείνη φώναξε αμέσως τις νοσοκόμες και με πολλά βάσανα κατάφεραν να τον συνεφέρουν και να τον γυρίσουν πίσω στο κρεβάτι του.
     Όλα ήταν αποτέλεσμα του υψηλού πυρετού που τον έκαιγε και του δημιουργούσε παραισθήσεις.
     Τις επόμενες ημέρες, με τις φροντίδες των γιατρών, συνήλθε κάπως και τότε αντιλήφθηκε ότι στο διπλανό κρεβάτι υπήρχε και άλλος ασθενής.
     Ο άνθρωπος εκείνος λεγόταν Τσάκωνας, ήτανε μηχανικός και, πριν ακόμη αρχίσουν τα αιματηρά γεγονότα στον Πόντο, είχε πάει στην Πάφρα για να εγκαταστήσει στο δάσος τη μεγάλη πριονοκορδέλλα του Παντελάκη Αρζόγλου του οποίου το σπίτι βρισκόταν απέναντι από το σπίτι των δικών μου.
     Στου Αρζόγλου είχε φιλοξενηθεί για πολλές ημέρες και διατηρούσε από εκεί τις πιο καλές αναμνήσεις.
     Ο πατέρας μου χάρηκε πολύ που είχε δίπλα του κάποιον να του θυμίζει τις παλιές ευχάριστες στιγμές της ζωής του, εκεί στην αγαπημένη του Πάφρα, πριν την καταστροφή.
     Είπαν πολλά και μεταξύ άλλων ο Τσάκωνας του εμπιστεύθηκε ότι στο Κιουτσούκ ή Μικρό Κισερλί, δηλαδή τη σημερινή Ελάτεια, ζούσε ένας Τούρκος Αγάς ονόματι Οσμάν και μερικοί συγγενείς του, που είχαν στην ιδιοκτησία τους κάπου πεντακόσια στρέμματα χωράφια. Αυτός ο Αγάς –ο γιος του, Μπαράν, ήξερε άπταιστα ελληνικά, αφού είχε αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο της Λάρισας– προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μείνει στο χωριό.
     – Κάνε κι εσύ μια αίτηση στο γραφείο εποικισμού της Λάρισας, συμβούλεψε τον πατέρα μου, και αν έχεις και τίποτα συγγενείς, πες και σε κείνους να κάνουν το ίδιο.
     Οι ημέρες περνούσαν και σιγά-σιγά η κατάσταση της υγείας τους βελτιωνόταν. Πρώτη ανάρρωσε η μητέρα μου και βγήκε από το νοσοκομείο, αλλά όταν γύρισε στον καταυλισμό, την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.
     Ο μικρός Γιάννης είχε αρρωστήσει και αυτός. Είχε υψηλό πυρετό και πονούσε φοβερά, όπως έλεγε, το αυτί του. Η μητέρα μου τον πήγε αμέσως στο γιατρό κι εκείνος την καθησύχασε.
     – Δεν είναι τίποτα σοβαρό, θα του περάσει.
     Σε λίγες ημέρες, όμως, άρχισε να τρέχει πύον από το αυτί του παιδιού, από ένα απόστημα κάτω από αυτό που φαινόταν διά γυμνού οφθαλμού.
     Η μητέρα μου φοβισμένη τον ξαναπήγε στο γιατρό και τον παρακάλεσε ν’ ανοίξει το απόστημα, αλλά εκείνος αρνήθηκε να κάνει την επέμβαση και εξέφρασε την άποψη ότι, κατά πάσαν πιθανότητα, το παιδί, θα έμενε διά βίου κουφό!
     Τότε ο πατέρας μου, που ήταν πλέον πολύ καλύτερα, πήρε την παράτολμη απόφαση. Θα αναλάμβανε ο ίδιος το επικίνδυνο αυτό έργο.
     Παίρνει τη λεπίδα που είχε για ξύρισμα, την απολυμαίνει και με μια γρήγορη κίνηση άνοιξε το απόστημα, το πίεσε για να χυθεί όλο το περιεχόμενο και, αφού έβαλε πάνω του αποστειρωμένες γάζες, έδεσε την πληγή με επιδέσμους. Ήταν το μοναδικό παιδί που τους είχε απομείνει και τρέμανε μην τους πάθει κανένα κακό.
     Όμως η πληγή αργούσε να κλείσει και η μητέρα μου, στην απελπισία της, του έβαζε διαρκώς ζεστές κομπρέσες από βρασμένες μολόχες, αλλά και βδέλλες που ήτανε της μόδας.
     Επιτέλους, ο Θεός τούς λυπήθηκε και ύστερα από ένα μήνα ο Γιάννης έγινε τελείως καλά, χωρίς το παραμικρό ελάττωμα στην ακοή του. Ειδάλλως, πώς θα γινόταν γιατρός!
     Η μητέρα μου μας έλεγε ότι όταν γεννήθηκε ο αδελφός μου και ήταν μόλις δύο ημερών, είχαν έλθει από το Σαχλί, συνοικία της Πάφρας, όπου έμεναν οι δύο αδελφές της, για να δουν το νεογέννητο παιδί.
     Ο πατέρας μου όταν τις είδε, πολύ περήφανος για το γιο του, τις συνέστησε:
     – Προσέξτε τον καλά. Θα τον σπουδάσω γιατρό! Όλες γέλασαν με τα λόγια του.
     – Σιγά, Θανάση, μια σταλιά μωρό! Άφησέ τον πρώτα να μεγαλώσει!
     Ναι, εκεί στην Πάφρα μπορούσε να πραγματοποιήσει όλα του τα όνειρα. Ήταν ένας πλούσιος καπνέμπορος που, εκτός από το μεγάλο σπίτι στην πόλη, είχε και τσιφλίκι στο χωριό.
     Εδώ όμως; Φύσει αισιόδοξος, δεν απελπιζόταν ποτέ και είχε μάθει ότι όλα στη ζωή είναι πιθανά, αρκεί να βάζει κανείς στόχους.
     Ήλθε η άνοιξη, τα χρήματα που είχαν άρχισαν να τελειώνουν και η Λάρισα εκείνη την εποχή ήταν μια μικρή πόλη παραχωμένη στη λάσπη.
     Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από λίγα χρόνια ο ποιητής Σπύρος Ματσούκας, περαστικός από τη Λάρισα και φιλοξενηθείς από το Δήμαρχό της, του είχε στείλει κατόπιν το εξής τηλεγράφημα: «Λασποδήμαρχον Λασπολάρισας Λασποχαιρετώ»!
     Ήταν κι αυτός ένας πατριώτης οραματιστής, που πίστευε στη Μεγάλη Ιδέα και γύριζε παντού, αφού είχε φθάσει μέχρι την Αμερική, μαζεύοντας χρήματα γι’ αυτό το σκοπό.
     Κάποια ημέρα μάλιστα, όπως μας διηγόταν η Λίτσα Δασκαλοπούλου, αδελφή του πεθερού μου και συγγενής του ποιητή από την Υπάτη, πήγε σε κάποιο πλούσιο σπίτι, χτύπησε την πόρτα και όταν του άνοιξε ο γιος του οικοδεσπότη, εκείνος τον ρώτησε:
     – Πού είναι ο πατέρας σου, παιδί μου;
     – Πήγε να μετρήσει κάτι οικόπεδα.
     Κι ο ποιητής:
     – Πες στον πατέρα σου ότι, όσα οικόπεδα και αν μετρήσει, ένα κι ογδόντα θα κρατήσει!
     Δουλειές εδώ στην πόλη δεν ήταν εύκολο να βρουν, το εμπόριο καπνών χωρίς να διαθέτεις κεφάλαια ανήκε στη σφαίρα της φαντασίας, τη γλώσσα δεν τη μιλούσαν καλά, παρόλο ότι είχαν τελειώσει το Δημοτικό, και το μόνο που τους έμενε να κάνουν ήταν να καλλιεργήσουν καπνά, χωρίς ποτέ στο παρελθόν να έχουνε ασχοληθεί με αυτή την εργασία.

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)