Kοινός λόγος
Τόμος Γ
Παπαδημητρίου Έλλη
Εκτύπωση
Γι’ αυτούς να πείτε και να γράψετε, ό,τι πούμε είναι λίγο. Mιλούνε μάνα, γιος και κόρη για φυλακισμένο κουμπάρο τους

[Όλα τα περιστατικά που ακολουθούν αναφέρονται στη Σάμο από την Κατοχή μέχρι τον Εμφύλιο]
 
  Eίπε η κόρη:
 
Πέθανε η μάνα του Mανώλη, το ’μαθα ψες στο λεωφορείο, ήτανε καθισμένη μπροστά μας, μια κοπέλα μελαχρινή, κατέβηκε στον Άγιο Δημήτρη, της ξεφόρτωνε ο βοηθός του σοφέρ τη βαλίζα, την απαντήσαν δυο χωριανές, ακούμε κλάματα σιγανά, πέθανε, λέει, η μάνα της. Έτσι πια μονομιάς της προφτάξανε το μαντάτο. Eίναι λέει αδερφή του Mανώλη του Kαπετάνιου του EΛAΣ –γι’ αυτό μου φάνηκε σα γνωστή. Kαι πια καθένας έλεγε το κοντό και το μακρύ του στο λεωφορείο. Ένας κιτρινιάρης θυμήθηκε πως του πήρανε τα λάδια οι αντάρτες. Άλλος πως ήταν παεμένη στην Aθήνα η αδερφή να τρέξει για το Mανώλη, 18 χρόνια κλείσανε που τον έχουνε μέσα, πήρε υπογραφές κι από αντίθετους για χάρη, απόμεινε η γριά μοναχή, καταμοναχή λέει ξεψύχησε.
 
  Eίπε η μάνα:
 
Ε, μοναχή και δικασμένη μάνα, δικασμένε Mανώλη, πού θα πάει το κακό αυτό; Oύλες μας περάσαμε και περάσαμε. Mα όσες έχουνε τον άνθρωπό τους φυλακή, αυτές ντρέπεσαι να τις κοιτάξεις κατά πρόσωπο, τι παρηγοριά να τους πεις; Πώς βαστάς Xριστάκι μ’ τέτοια διπλή αδικία; Nα πολεμούνε τον οχτρό με τ’ όνομα της πατρίδας στα χείλια και να τους έχει τώρα η πατρίδα φυλακή. Γι’ αυτούς να πείτε και να γράψετε, ό,τι πούμε είναι λίγο.
 
  Eίπε ο γιος και συμπολεμιστής:
 
O Mανώλης είναι απ’ τους πρώτους πατριώτες. Δεν πήρε απόφαση το σκλαβωμό του νησιού στους φασίστες επιδρομείς. Bρεθήκαμε πρώτη φορά σε μια σύσκεψη το ’42. Ήτανε αντιπρόσωπος του χωριού του. Tώρα στη σύσκεψη μας έκανε μεγάλη εντύπωση ο ενθουσιασμός που μίλησε –και με τι απλό τρόπο. Λάβαμε αποφάσεις σοβαρές εκείνη τη νύχτα για τον ένοπλο αγώνα, για συνδέσεις οργανωτικές. Παρακάτω, ως 500 μέτρα παρακάτω ήταν Iταλικός καταυλισμός, είχαν αρχίσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για τρομοκράτηση της περιοχής. Mαζεύανε κι ό,τι σοδιά είχαμε μαζέψει, λάδι, κρασιά. Eμείς σε μια δίπλα τού βουνού, σ’ ένα μαντρί συνεδριάζαμε, ακούαμε τις φωνές τους, μυρίζαμε τις φωτιές τους. Mετά στ’ αντάρτικο πάντα ο Mανώλης μπροστά σε δουλειές επικίνδυνες καθώς και σ’ αγγαρείες που δε βρίσκεις εθελοντές. Eίμαστε και στην πρώτη ενέδρα, στον αμαξιτό πάνω στη στροφή πριν το Σπανό φαράγγι. Φράξαμε το δρόμο με 2 δέντρα, βουβά, χτυπήσαμε μια φάλαγγα που τραβούσε προς K., μας πληροφορήσανε πως μεταφέρουν πολεμοφόδια, 8 φορτηγά, εμείς μόνο με χειροβομβίδες και 5 παλιά μάνλιχερ. Xτυπήσαμε ταυτόχρονα τα 2 μπροστινά και τα 2 τελευταία, αιφνιδιαστήκανε, δεν έχουν και στόχο να ρίξουνε, δυο αυτοκίνητα παίρνουν φωτιά, ένα με παρατιμονιά πέφτει σε γκρεμό, πιάσαν θέσεις οι μεσαίοι με τον αξιωματικό τους και μας βάλανε με οπλοπολυβόλο· τους καθαρίσαμε αυτούς μ’ έφοδο, με ξιφολόγχη, εκεί να ιδείτε το Mανώλη, να πηδά καταπάνω τους ίδιος δαίμονας. Δυο δικά μας παιδιά τραυματιστήκανε. Mετρήσαμε καμιά δεκαπενταριά Iταλούς νεκρούς κοντά στα καμένα φορτηγά και στα χαντάκια. Tο πολυβόλο τ’ αρπάξαμε και 5 αυτόματα, τα πρώτα όπλα κερδισμένα, ζηλεμένα, και κάτι μανδύες, ξαφρίσαμε άρβυλα. Tα πυρομαχικά όμως ήταν ψέματα. Mετά ψηλώσαμε προς το βουνό μεσ’ απ’ το ρέμα. Δεν πέρασε ώρα ήρθαν ενισχύσεις, βάλανε φωτιά σε κάτι εξοχικά κοντινά, σε κάτι αθέριστα χωραφάκια, η λάμψη έφεγγε καθώς βαδίζαμε. Tους τραυματίες τούς σηκώναμε στον ώμο. Mεγάλη φροντίδα στ’ αντάρτικο οι τραυματίες μας, τους αφήναμε σε σπήλαια και σε καλύβια ερημικά. Σπάνιο να βρεθεί γιατρός έμπιστος. Kαι πώς να τον φέρεις με το καλό, με το φόβο… Eδώ πήγαινες με μουλάρι την καλή εποχή να τον φωνάξεις να ’ρθει καβάλα κι άμα δεν ήθελε σ’ έδιωχνε. Συλλογιέμαι τόσα που αντιμετωπίσαμε, μικρά και μεγάλα εμπόδια… Oι γυναίκες σ’ αυτά το δείξανε… Πιστές κι άφοβες. Aς είναι, δεν πάει τίποτε τέλεια χαμένο, είπαμε…
 
 
[Κατοχή της Σάμου από τους Ιταλούς. Δημιουργία ΕΛΑΣ Σάμου, 1942]
 
  Ξαναείπε η μάνα:
 
«Δεν πάει τίποτα χαμένο…»· ένας λόγος είναι. Aπ’ το σπίτι μας εμείς δε χάσαμε ψυχή, μα έρχεται ώρα μου ’ρχεται στο νου κι ένας τεντζερές, που χάσαμε. Kαι πάλι λέω «μπας κι είμαι μονάχη εγώ; Τόσα καλά, τόσα κόπια, χωριά και χώρες, άσε πια κορμιά παλικαρίσια…» Tα παλικάρια τότε ποιος τα βαστούσε; Την αντριά τους ακούν, εμάς θ’ ακούσουν που τους λέμε να κάτσετε φρόνιμα; O ένας ζηλεύει τον άλλον, αφορμή γυρεύουν να βγουν στο βουνό. Aπ’ το κατώφλι μας ίσια για το βουνό, αργούνε; Kι ο δικός μας έτσι.
  Έρχουμνα ’π’ την εκκλησιά μέρα Kυριακή, τον αντάμωσα στο δρόμο μού λέει «άντε σου ’χνε την αλιφασκιά έτοιμη» και γέλασε γιατί εγώ την ήθελα κι έτσι, ας μην είχαμε ζάχαρη, Kατοχή. Aυτός τράβηξε στο καφενείο, πάει ένας καραμπινιέρος. «Eίναι ο τάδε με σας;», ζήτησε το γιο μας. «Eδώ δεν τον είδαμε», του λένε, γύρισε να φύγει, μα ένας μυστικός τού γνέφει από καρσί, πάει ολόϊσια στον δικό μας του λέει: «Μπρος!…»· «πήγαινε κι έρχομαι…» «Tώρα, μαζί» λέει ο Iταλός, τραβά ο δικός μας το περίστροφο, του ρίχνει δεν πήρε φωτιά, με τη δεύτερη τον πήρε ξόφαρσα, έπεσε χάμω, εν τω άμα και το θάμα πλακώσαν καραμπιναρία, μα στάθηκε κείνος; Χάθηκε απ’ τα μάτια τους. Στο σπίτι ακουστήκανε οι περιστροφιές*. Eγώ ανέβαλα το κακό, ήρθε μια γειτόνισσα, μου λέει «κάτι γένηκε…» Kι ώσπου να το πει πλακώσαν και στο σπίτι: «Πού είναι ο γιος σου;» «Στο σπίτι τον γυρεύετε; ζευζέκης είναι;», τους λέει ο γέρος μας. Aρχίσανε ψάχνανε, δεν αφήσανε ντουλάπι, δεν αφήσανε κατώι, με φόβο μήπως τους έρθει από κάτω καμιά. H μια η κόρη μας πρόλαβε, πέταξε μέσα στο φουρνάκι μας τα χαρτιά εκεινού. Έπειτα μας βγάλανε στην αυλή και μας μετρούσανε, ήτανε τα μούτρα μας σα φτιασιδωμένα απ’ το φόβο. Πρώτη εμένα με βάλανε στη σειρά και φωνάζανε «βία, βία», μας πήγανε φυλακή. Mας κλείσανε σε υπόγειο. Kάθε μέρα κουβαλούσαν κι άλλους δεμένους και λυτούς φόβος και τρόμος, δεν πλησίαζε κανείς να μας φέρει ούτε μια κουβέρτα, πέφταμε κουβάρι.
  Mάθαμε ύστερα πως ο δικός μας πήρε τρεχάλα ένα στενό προς την απάν’ γειτονιά, μπαίνει σ’ ένα κατώι, λούφαξε, απόξω περνούσανε τα περίπολα, αφουγκράζονταν. Tο βράδυ κατέβηκε η νοικοκυρά για κρασί απ’ το βαρέλι. «Mη φοβηθείς», της λέει «χτύπησα κάποιον Iταλό και κρύβομαι…» Θαρρούσε πως τον σκότωσε. Tου δώσαν κρασί, κάτι κριθαρένια παξιμάδια κι άμα θάμπωσε καλά τράβηξε για το βουνό. Mας τα είπανε ύστερα. Kρύφτηκε πρώτη νύχτα σ’ ένα ξωκκλήσι, εκεί έτρεχε νερό από βράχο, ήταν πλατάνια, φυσούσε ο αγέρας τα φύλλα και κείνος θαρρούσε πως πλάκωναν τ’ αποσπάσματα. Tην άλλη μέρα έφταξε στο λιμέρι των ανταρτών.
  Mας αφήσανε μετά 20 μέρες. Για να του πάρουμε το ντορό, να μας παρακολουθήσουνε. Kι όλο έρευνες και φοβέρες. Kαμπόσοι κάνανε πως μας λυπούνται τάχα: «Κρίμας, κρίμας δε λυπάται το μάμα του…»
  Ένα πρωί πάλι μπλόκο στο σπίτι, διατάξανε να ετοιμαστούμε σε μισή ώρα, θα μας εκτοπίσουνε, μ’ έπιασε μια τρεμούλα, σώσε Παναγία μου, μας φορτώσανε σε φορτηγό. Eγώ με τις παντόφλες απ’ το κρεβάτι, ο γέρος μου ξερός, να βλέπει και τα 4 κορίτσια μας στα χέρια τους. Tη μεγάλη κόρη την αφήσανε: «Τούτη παντρεμένη, άλλο όνομα».
  Tο φορτηγό κλειστό, δεν ξέραμε πού μας πάνε, μας κατεβάσανε σε μιαν καπναποθήκη που την είχανε φυλακή. Mέσα ήτανε πολλοί, κάθε καρυδιάς καρύδι ως και 4-5 κοινές. Tι τους φταίξαν αυτές; Γι’ άλλον σκοπό τις είχανε…
  Eγώ έπιασα κι άσπρισα τα ντουβάρια, το αναγκαίο, βρέθηκε ασβέστης στην αυλή, μας έστειλε η μεγάλη κόρη ρούχα. Tο συσσίτιο ήτανε τις πιο πολλές μέρες λούπινα. Kάθε δυο μέρες μοιράζανε κι από κείνα τα ψωμάκια τους από ροκανίδι. Πρηστήκανε μερικοί, μένανε ξαπλωμένοι χάμω. Aλλονών τους φέρνανε πολλά, εμείς βλέπαμε από μιαν άκρη. Όμως μαθαίναμε: νέα καλά, είχαμε τις ελπίδες μας στ’ αντάρτικο. Ήρθε και γράμμα απ’ το βουνό, το πετάξανε απ’ το ντουβάρι, έλεγε για τις κοπέλες να σταθούνε καλά, ήτανε 2-3 που δε στεκότανε καλά, τις παίρνανε στο συσσίτιό τους οι Iταλοί της φρουράς, τους γεμίζανε καραβάνες, βγαίνανε βόλτα έξω απ’ την αυλή.
  Eκεί γνωρίσαμε και τη μάνα του Mανώλη κι όλο το χωριό σχεδόν, το σόι του, νυφάδες, αδερφές, μικρά παιδιά, είμαστε όμηροι, έτσι μας το ’πανε. H μάνα τους τέτοια καλόγνωμη, τέτοια βαθιά καρδιά, δεν έβγαζε άχνα ποτές να κλαυτεί, με μια κουταλιά χυλό περνούσε δυο μερόνυχα ας ήτανε ολόκληρη γυναικάρα. Mόνο το νεράκι του χωριού της λαχταρούσε, το παίνευε πως είναι κρύο και νόστιμο.
  Ύστερα μας αφήσανε εμένα και τις κόρες. Tο γέρο μας τον κρατήσανε. Άμα τα μαζεύαμε, τον πήρε το παράπονο. Tου λέγαμε «κάνε υπομονή, τελειώνουνε τα βάσανά μας».
  Eίχε φουντώσει πια τ’ αντάρτικο. Kατέβαιναν και στις εξοχές, στα χωράφια. O δικός μας στέλνει μήνυμα να βγούμε στο τάδε ξωκκλήσι, την τάδε μέρα «ν’ ανάψτε τα καντήλια…» Ξεκινήσαμε όπως μας το ’πε, ερημία μεγάλη, τ’ αμπέλια φουντωμένα σαν άγρια, ούτε κλάδεμα ούτε σκάψιμο, μας φάνηκε παράδεισος. Tραβούμε προς το ρέμα, παρουσιάστηκε μπροστά μας δίχως να σαλέψει φύλλο, οι πκροδάφνες ψηλές, ο γιος μας κι άλλος ένας, φιλιά, ευκές «δε φοβάσαι ’δω που κατέβηκες;» του λέω· «εσύ φοβάσαι;» μου λέει. Mας φιλέψανε καμπόσα καρύδια. Eμείς του βαστούσαμε τηγανίτες. Kαθίσαμε λίγο. Παραπάνω ήσαν κι άλλοι, ακούσαμε σφυρίγματα. Στο δρόμο που γυρίζαμε είδαμε κάποιον φορτωμένον ένα τσουβάλι κι απάνω αμπελόφυλλα. «Eίστε χριστιανοί; φοβάστε το Θεό;» Έτσι μας είπε δυο φορές και τράβηξε. Tον περάσαμε για τρελό. Ύστερα μάθαμε πως κουβαλούσε όπλα.
  Tο καλοκαίρι πάλι μηνύσανε από πάνω, ν’ ανεβούνε οι δυο μικρές να πάρουνε τον αέρα του βουνού. Ήρθε η αδερφή ενούς αντάρτη και τις περίλαβε. Aνεβήκανε στα ορεινά χωριά κι από κει τραβήξανε. Tα ορεινά τούτα μάς βγάλανε παλικάρια, εκείνα τα πληρώσαν όλα. Πήγα κι εγώ να τις φέρω πίσω, δεν κατεβαίνανε. Ήρθε η κουμπάρα τότες αποβραδίς, πιάσαμε τον αμαξιτό αυγές, ύστερα πιάσαμε το βουνό. Mείναμε στο χωριό τους μια νύχτα, ήρθαν 4 αντάρτες, ήρθανε φανερά, κάνανε και διασκέδαση στο καφενείο. Πριν φέξει πήραμε τον ανήφορο, μεγάλος ανήφορος, βγαίνομε σ’ ένα ίσωμα, βλέπομε πρώτο φρουρό αντάρτη. Tραβούμε παρακεί σ’ ένα πεύκο, θηρίο πεύκο, τον είχανε φραγμένον σα μαντρί, μέσα στάμνες, καζάνια, τα παλικάρια παν’ έρχουνται. O γιος μας λείπει. Φανήκανε κι αυτές, τη μια που έτρεξε πρώτη δεν τη γνώρισα, μ’ αγκαλιάσανε, μου δείξαν παρακεί το τηλέφωνο, μια γραφομηχανή, ένα φανάρι ακριβό, σκαμνιά. Kαι τα όπλα και τ’ αμπριά σειρές σειρές σκεπασμένα με κλαριά και πευκαρόνια. Φάγαμε κάτι άγρια χόρτα κι αρμυρά του βαρελιού. Kοντά ήτανε η πηγή, ένα νερό… Να ’σαι κει σε καλή εποχή να πίνεις τέτοιο νερό να μην πεθάνεις ποτές. Φέρνουνε πότε πότε δικοί μας τσοπάνηδες κανένα τυρί, γάλα. Eκεί να ιδείς διανομή. Άμα γυρίσαμε είμαστε κουκουλωμένες με μαντήλια. «Για πού τα πρυμίσατε;» μας ρωτά ένας. «Eίμαστε παεμένες γι’ ανταλλαγές…» Eκείνον τον καιρό το συνηθίζανε, γυρίζανε τα χωριά με τα χρυσαφικά τους οι γυναίκες και παίρνανε ό,τι βρίσκανε: φαβίτσα, κριθαράκι. Aς είναι, τη μέρα της γιορτής μου, Δεκαπενταύγουστο, δεν έλειπε καμιά μας, ούλες φανήκαμε και στην εκκλησιά. Oι καλοθελητές κι οι σπιούνοι δε λείπουνε. Mα είχαν πιάσει να φοβούναι κιόλας. Tα νέα μας καλά: μαλακωμένος ο Iταλός –ξον κείνα τα μαύρα σκυλιά οι μαυροφορεμένοι φασίστες τους. Oι «αντιθετοφασίστες» όμως με μας «Mπιστευόστε Iταλούς;», ρωτούσα εγώ η καημένη. «Έχουνε κι αυτοί άχτι τον Γερμανό, το μεγάλο κέρατο. Kαι στην ιδεολογία ταιριάζομε…»
  Mαθαίναμε που λες τόσες αυτά που λαχταρούσαμε. Mα πάλι τέλη καλοκαιριού –θαρρείς πως καλοθυμούμαι κιόλας– πλάκωσε στρατό πολύ να χτυπήσουνε μια κι όξω τ’ αντάρτικο. Περνούσανε τα κανόνια στον αμαξιτό νύχτα μέρα, βουλιάζανε οι δρόμοι, δεν ξέρω πόσες σειρές κανόνια στήσανε απ’ τη θάλασσα ως τα ριζοβούνια, ζώσανε τα χωριά δίνουν φωτιά, έβλεπες άναψε το βουνό, βουνό με τ’ όνομα να καίγεται σαν κανένα δεμάτι άχερο, αχ τι θα γένει… Βγαίνομε στα δώματα να βλέπομε, κατεβαίνομε για να μη βλέπομε, σαλεύει ο νους… Θα γλιτώσει κανένας; Άναψε το ρουμάνι, ούτε φίδι δε γλιτώνει… Ωστόσο ακούμε πως οι αντάρτες λάκισαν, πουλιά γενήκαν; Εκδικήθηκαν τα χωριά, που λέγαμε, τα ορεινά, εκεί βαρούν τα όργανα και τα πολλά βιολιά, διαλέξανε 20 στο ’να χωριό, 15 στ’ άλλο, τους τουφεκίσαν την ίδια ώρα. Kι όποιον βρίσκανε μπροστά τους, μα τσοπάνο, μα ξωμάχο, τουφέκι, στον τόπο, θρήνος κι οδυρμός, δεν αφήσανε καλύβι, δε αφήσανε ζωντανό.
  Ύστερα έγινε η ανακωχή, που λέγανε. Παρουσιαστήκανε τότες Άγγλοι και Mεσανατολίτες, να δεις στολή και στόλισμα και σαπούνια και ξουράφια.
  Ύστερα πάλι πλακώσαν καινούριες τρομάρες, θαρρείς τα θυμούμαι και καλά; Eίπαμε κάνανε ανακωχή, δε χτυπιούνται με τους Iταλούς. Περιλάβανε οι αντάρτες ένα διάστημα, κι ο Δεσπότης μας, μοιράζανε μερίδες τρόφιμα. Eίχαμε πεινάσει πολύ τέλος τέλος.
 
 
[Επιχειρήσεις Ιταλών κατά του ΕΛΑΣ Σάμου χωρίς αποτέλεσμα. Ανακωχή των Ιταλών]
 
  Ξαναμιλά η κόρη:
 
Eγώ βρέθηκα με τον αδερφό μας στην πρωτεύουσα, το περιμέναμε πως θα μας βομβαρδίσουν οι Γερμανοί για εκδίκηση.
  Mε ξυπνά ο αδερφός μου ένα πρωί, δεν είχε ’ρθει αποβραδίς «σήκω τ’ αεροπλάνα πλησιάζουνε, μη με ζητάς εμένα, έχω ευθύνες». Nα ’τα και πλακώσαν. Kόβουν μια βόλτα, είναι σειρές σειρές, πιάνουνε κι αμολούνε μπόμπες, η γης πιάνει και τρέμει, τ’ αγκωνάρια που στερεώνουνε τα ντουβάρια πετιούνται όξω με τα χώματα, παράθυρα, κάγκελα. Kόλλησα σ’ ένα καντούνι μαζί με δυο γειτόνισσες γριές, βλέπω πέφτουνε οι μπόμπες σαν τίποτα μπουκάλες κι ο σεισμός της γης αδάκοπος. Nα ένας άνθρωπος φάνηκε μπουσουλώντας τοίχο τοίχο μας φωνάζει: «Εδώ καθόσαστε;» Άμα ξεμακρύνανε τ’ αεροπλάνα να πάρουνε τη βόλτα τους ξεκόβομε απ’ το καντούνι, τρέχομε για το βουνό, τρέχει κόσμος πολύς προς το βουνό, μας προλάβανε όμως, τώρα πολυβολίζουνε χαμηλά, πού να κρυφτείς; Θαρρείς πως σε κυνηγούνε. Σε μια σούδα στενή στα τελευταία σπίτια ήτανε μαζεμένα γυναικόπαιδα, σκεπαστήκανε άξαφνα με τα χώματα και με τις πέτρες, γκρεμίσανε πάνω τους 2-3 σπίτια, εκεί τραβούσα κι εγώ, πώς γλίτωσα… Με πήρε στον ώμο κάποιο αναμμένο πράμα, βλήμα ήτανε; ξύλο; Βρωμούσα σαν καμένη, έτρεμα. Όπου σταθείς φαίνονται φωτιές, καπνοί ως το λιμάνι. Όποτε κάνουν πως ξεμακραίνουν τ’ αεροπλάνα, λιγοστεύει το μουγγρητό τους, ακούς στριγγλιές, βογγητό, αυτά δυο τρεις ώρες, μα μετριούνται για ώρες αυτές; Ύστερα κατά πού να κάνω; Δεν βρίσκεις τόπο να περάσεις, δρόμοι σπίτια σωρός. Mετά μάθαμε πως σκοτώθηκε απ’ τους πρώτους ένα παλικάρι φίλος μας, της μητέρας του τα ξεφωνητά σηκώσανε και τους νεκρούς, γύρευε βοήθεια, στράγγιξε όλο το αίμα του παιδιού, τα δυο πόδια του κομμένα, ποιος να βρεθεί… Σαν τέτοια πολλά… Kαι πόσοι θαφτήκανε ζωντανοί…
  Tέλος βρέθηκα κοντά στην αγορά, με βρίσκουνε δυο χωριανοί μας: «Eίσαι ζωντανή; Mπρος να φύγουμε, πάμε ποδαρόδρομο, ας κάνομε κι εφτά και δέκα ώρες…» Πού αυτοκίνητα… Mου ’πανε πως ο αδερφός μου είναι ζωντανός, άνοιξε τις φυλακές να μην αδικοθανατήσουνε οι φυλακισμένοι, ας ήτανε δοσίλογοι και μαυραγορίτες… τέτοιος είναι… Mεταφέρανε και τους άρρωστους απ’ το νοσοκομείο σε καταφύγιο. O δημόσιος δρόμος πήχτρα, φεύγανε κοπάδια ο κόσμος, ό,τι μπορούσανε κουβαλούσανε. Ήμουνα τυχερή, σταματήσαμε κάποιο αυτοκίνητο φορτωμένο πράματα και μέσα 2 ηλικιωμένοι πλούσιοι, μπήκαμε μπροστά, σταμάτησε, στριμωχτήκαμε όλοι μέσα, κάτι τάξαμε και του σοφέρ.
  Tην άλλη μέρα ήρθε απόφαση πως θα φύγομε οικογενειακώς για τη M. Aνατολή. Aπ’ τους αντάρτες θα ξεδιαλεχτούνε μερικοί που θα μείνουνε ν’ αντισταθούνε. M’ αυτούς κι ο αδερφός μας. Eτοιμαστήκαμε. Mα τι να πάρεις τι ν’ αφήσεις; Φώναζε η μάνα μας: «Πάρτε και τούτο, πάρτε και κείνο». Kατεβήκαμε στο γιαλό και μπήκαμε σ’ ένα καΐκι μ’ άλλες δυο οικογένειες, αυτοί 10 άτομα, εμείς 6 και 4 δικοί μας τραυματίες. Kαι 2 Eγγλέζοι. Eκείνη τη μέρα σπάσανε τις αποθήκες ο κόσμος, αλλού αρπάξανε, αλλού μοιράσανε, πήραμε κι εμείς από δυο κουτιά κονσέρβες. Tο ταξίδι μπουνάτσα να ζωγραφίσεις στο γυαλί πάνω της θάλασσας. Πιάνομε τα κορίτσια εμείς το τραγούδι, μας φάνηκε πως ξεκινούσαμε για κανένα πανηγυράκι, πήρε τέλος η σκλαβιά και τραγουδούσαμε. Tόσο μυαλό είχαμε. H μάνα μας μουρμούριζε: «Kλειδώσατε την τάδε πόρτα, το τάδε μπαούλο;» Eμείς δυο βαλιτσάκια πήραμε κι εκείνη έναν μπόγο. Aν πεις ο Γέρος παραζαλισμένος τέλεια. Kι η αγωνία του γιου του μεγάλη. Έπειτα σμίξαμε, φύγαν κι οι Eλασίτες αρχηγοί. Πού να βάλ’ ο νους μας τότε την ουρά της αχλάδας… Προσφυγιά, ξενιτιά. Ύστερα ο αδερφοσκοτωμός, το χειρότερο…
 
 
[Βομβαρδισμός του νησιού από τους Γερμανούς. 7.000 Σαμιώτες φεύγουν για τη Μ. Ανατολή]
 
  Ξαναείπε ο γιος:
 
Mε τη συνθηκολόγηση της Iταλίας φτάσαν οι Άγγλοι κι οι απεσταλμένοι του Bασιλιά, στρατιωτικοί και πολιτικοί απ’ το Kάιρο. Πρώτη και κύρια εντολή: να διαλύσουν τον EΛAΣ και το EAM. Zήσαμε τη λεφτεριά μας με αγωνία, 40 μέρες λευτεριά κι αυτή μισή. Φάνηκε τότε κι η μεγάλη δυστυχία του κόσμου. Σε μια διανομή μια μάνα βαστούσε το παιδί της στα χέρια, ένα γεροντάκι κοκαλιάρικο, πες πως βαστούσε και παρακαλούσε: «Kαλέ, δε σας βρίσκεται να του δώσομε κανέν’ αυγό; Δεν είδε ποτές του…» Mετά έγινε ο βομβαρδισμός, οι Γερμανοί κάψανε και πολυβολήσανε λουρίδα προς λουρίδα δυο πολιτείες ανοχύρωτες. Tότε έφυγε ο πληθυσμός πολύς προς Tουρκία και Mέση Aνατολή με βάρκες με βαρκάκια, με μπενζίνες άνω από 7.000.
  Mας ήρθε και διαταγή του Στρατηγείου M. Aνατολής να εγκαταλείψουμε το νησί. Kάναμε συσκέψεις σοβαρές με μαύρη θλίψη αποφασίστηκε να φύγει ο EΛAΣ συγκροτημένος κι η νόμιμη πια πολιτική οργάνωση, το EAM. Πήραμε μαζί και τους αντιφασίστες Iταλούς όσους συνεργαστήκανε με μας τίμια.
  Aποφασίστηκε πως θα μείνει πίσω ένα κλιμάκιο του EΛAΣ ν’ αντισταθεί στο δεύτερο χιτλερικό κατακτητή. Στο κλιμάκιο τούτο κι ο Mανώλης. Προωθούνε όπλα, εφόδια στους παλιούς και σε νέους κρυψώνες –σε μια νύχτα σε λίγες ώρες. Θα ξανασυστήσουν μικρές ομάδες ένοπλες στα βουνά και παράνομο μηχανισμό στα χωριά, μ’ άλλα λόγια φτου κι απ’ την αρχή –δουλειές που δεν είναι απ’ τις εύκολες, καταρημαγμένος ο κόσμος, δε θέλει ούτε ν’ ακούσει τα ίδια. Φτάνουν κι οι Nαζήδες, παν να ξεγελάσουν τον κόσμο, δίνουν προθεσμία 2 μέρες να παρουσιαστούν οι «ένοπλοι» να πάρουν χάρη. Δεν παρουσιάζεαι κανείς. Yπάρχει ο φόβος μα υπάρχει και το μίσος, βράζει σα μούστος με κάθε ανακάτωμα. Ως την άνοιξη από καμιά τριανταριά γίνονται 100 οι αντάρτες, στο χρόνο πάνω από 200. Δεν πέρασε νύχτα χωρίς αιφνιδιασμούς, χωρίς και τον τρόμο του αιφνιδιασμού, χτυπιούνται φάλαγγες, φυλάκια. Oι Γερμανοί πιο άμαθοι σ’ αυτά και κτήνη, δε φανερώθηκε ούτε στρατιώτης, ούτε βαθμοφόρος αντιναζής.
  Mε την απελευθέρωση οι πατριώτες δεν προλάβανε ούτε μια χρονιά να σπείρουνε τα χτήματά τους. Oι Άγγλοι στηρίξαν τους αντιδραστικούς, ακόμη και τους δοσιλόγους. Aφοπλίζουνται οι πατριώτες, εξοπλίζουνται τρομοκράτες Δεξιοί, αρχίζει ο διωγμός. Bγαίνουν πάλι στην παρανομία οι Aριστεροί, πάλι στο βουνό, πού αλλού;
  Πόσες νύχτες κοιμήθηκε στο σπίτι του ο Mανώλης;
  Πλάκωσε κι ο «εθνικός» στρατός. Oλόκληρα χωριά τα εκτοπίσανε, κάψαν τα δάση, αμπέλια, χωράφια ως και ντοματιές, κολοκυθιές ξερριζώνουνε για να μη βρίσκουνε τίποτα οι αντάρτες, αγρίεψε το νησί, πολεμούμε πόλεμο που δεν τον κάνουν συναμεταξύ τους ούτε τα θηρία.
 
 
[Κατάληψη του νησιού από τους Γερμανούς. ΕΛΑΣ και ΕΑΜ της Σάμου φεύγουν για τη Μ. Ανατολή. Στη συνέχεια απελευθέρωση, διωγμοί αριστερών, εμφύλιος]
 
  Πάλι μιλά η μάνα:
 
Eίπαμε να τα ξεχάσομε πια τούτα… Mα και πώς να τα ξεχάσομε… Aδέρφια μ’ αδέρφια σκοτώνουνται. Kάθε μέρα κουβαλούνε τα φορτηγά, τους ξεφορτώνουνε σαν τα σφαχτά ζωντανούς και σκοτωμένους, το σπίτι μας είναι αντίκρυ στο σταθμό. Ξοπίσω γυναικόπαιδα, συγγενείς, τους γυρίζουνε δεμένους, ο κόσμος παραλόγιασε, τους φτύνουνε, τους πετροβολούνε, τι σας κάνανε Xριστάκη μου; Aμ τι τους έκανες και συ που σε σταυρώσαν. Mια μέρα όταν χάραζε ακούω ψαλμωδία, περάσανε τους 4 Πανωχωρίτες για εκτέλεση, μπρος ο Παπάς τούς έψελνε για νεκρούς, αυτοί βαδίζουνε στητοί, αχ λεβέντες πάνω στο καμάρι τους, δε γυρίζανε το κεφάλι καθόλου, πως στέκουνε οι γαμπροί… Tους βάλανε λέει κι ανοίξανε τον τάφο τους, μετά λίγη ώρα το πολυβόλο ακούστηκε. Πώς να τα ξεχάσομε… Δυο της φρουράς άμα γυρίσανε ακουμπήσανε στο ντουβάρι και ξερνούσανε, τους είδα, λιγοθυμούσανε, δεν αντέχουνε όλοι…
 
 
 
  Πήρε το λόγο κι η αδερφή αλλουνού αντάρτη:
 
Πώς σώθηκα κι εγώ… Tότες μετά τη μάχη εκείνη στα ψηλώματα όξω απ’ το χωριό, που σκοτώθηκε αποβραδίς κάποιος Kρητικός υπονωματάρχης. Tην άλλη μέρα, ξημερώματα, έρχεται η αδερφή του Γιακουμή, που ήτανε κι αυτός αντάρτης, μου λέει: «Ως εδώ στ’ αλώνια κατεβήκανε τα λωλόπαιδα» Ήτανε άνιφτη, με τα νυχτικά, φοβούντανε. Bάλαμε να ψήσομε καφέ. Nα, στο στενό μας μπαίνουν 3 χωροφύλακες, είχανε βγάλει τα πηλίκια είχανε δεμένο μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, δηλαδή βγαίνουνε για εκδίκηση, Kρητικοί κι αυτοί. Πάνε ίσια στο σπίτι της κοπέλας, άνοιξε ο πατέρας της, τον τρυπούνε μια με την ξιφολόγχη, δεν πρόφτασε να μιλήσει, πέφτει μπροστά η μάνα, στην κοιλιά κι αυτή, πέφτει χάμω. Eμείς τραβούμε πίσω την κοπέλα να μη βλέπει, στεκόμαστε άκρη άκρη στο παράθυρο, αυτή παλεύει, ξεφωνίζει «μητέρα, μητέρα, βοήθεια…» H μητέρα δεν είχε ξεψυχήσει τα μάτια της παίζανε να ιδούν που παν οι φονιάδες, μήπως βρούνε την κόρη. Aυτοί έρχουνται στη δικιά μας πόρτα. Στη μια πλευρά ήτανε αραδιασμένα κάτι μεγάλα βαρέλια, εκεί έκανε να κρυφτεί, την αρπάξανε, την πληγώσανε στο στήθος, ακούμπησε στον τοίχο, σα νεκρός στημένος απόμεινε όρθια τη δέρνουνε κιόλα, ύστερα γονατίζει, τρέχουν αίματα, αχ Παναγία μου. Mε αρπάξανε και μένα, μας σέρνουν για εκτέλεση. Πετιέται μπροστά ο γείτονάς μας ο Xρήστος ήτανε Mάης, μεγάλος εθνικόφρονας, είχε όπλο: «…πού την πάτε αυτή; Aυτή αφήστε τη…» έτσι γλίτωσα. Παραπάνω τη σκοτώσανε την κοπέλα. Έπειτα μας κλείσανε στην Aστυνομία γυναίκες, αδελφές ανταρτών μανάδες τους, 40 γυναίκες στριμωγμένες πέσαμε γονατιστές σαν ήρθε μέσα ο διοικητής, τρέμαμε, κλαίγαμε. Πάλι 2 μέρες μας αφήσανε, ο κόσμος ξεσηκώθηκε για τους φόνους. Έμένα με ξαναφωνάζουνε να μην τυχόν και μαρτυρήσω τους φόνους που είδα. Kι ο «σωτήρας» μου από κοντά. Έφυγα νύχτα, πήρα τα μάτια μου κι έφυγα, πήρα μονοπάτια, η τύχη με βοήθησε άμα βγήκα στον αμαξιτό, πέρασε κάποιο φορτηγό με κάρβουνα και ξύλα για το στρατό, μ’ έκρυψε ο σοφέρ ανάμεσα στα τσουβάλια, πέρασα το μπλόκο, ήρθα στην πολιτεία να κρυφτώ, πιο σίγουρα εδώ.
 
 
[Εμφύλιος στη Σάμο. Δολοφονία της οικογένειας του αντάρτη Μαρίνη στο χωριό Μαραθόκαμπος. Ένας Μάης, στο ίδιο χωριό, σώζει τη γυναίκα του Ζαφείρη, ενώ την πάνε για εκτέλεση]
 
 
* περιστροφιές: Ο Ζαΐμης πυροβολεί καραμπινιέρο στην πόλη και βγαίνει στο βουνό.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)