Το μεγάλο δίλημμα
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή
Εκτύπωση
Το σπίτι που έτυχε στους γονείς μου ήταν εντελώς άδειο, αφού οι Τούρκοι είχαν πουλήσει ή πήραν μαζί τους φεύγοντας τα πάντα, εκτός από δυο μεγάλα πιθάρια, εν αντιθέσει προς τους δικούς μου που είχαν εγκαταλείψει στην Πάφρα όλα τα πλούτη τους.
     Τον πρώτο καιρό, επειδή όλα τα αδέλφια της μητέρας μου μαζί με τη γιαγιά μου είχαν εγκατασταθεί στο Δύσβατο Καβάλας, η μητέρα μου επιθυμούσε να βρίσκονται κοντά τους και προς στιγμή σκέφθηκαν να εγκαταλείψουν την Ελάτεια και να πάνε να εγκατασταθούν εκεί.
     Ο πατέρας μου βρισκόταν σε δίλημμα. Τον βασάνιζε διαρκώς η σκέψη μήπως αυτή ήταν μια λανθασμένη επιλογή και εξακολουθούσε να προβληματίζεται, όταν η μητέρα μου με τον αδελφό μου έφυγαν για το Δύσβατο, για να δουν το μέρος από κοντά.
     Πέρασε ένας μήνας, οι δικοί μου συνέχιζαν την παραμονή τους στη Μακεδονία και ο πατέρας μου είχε πάρει σχεδόν την απόφαση να πάει κοντά τους, όταν ένα βράδυ βλέπει ένα τρομακτικό όνειρο.
     Βάδιζε, λέει, σε ένα ξέφωτο, όταν, μπαίνοντας στο κοντινό δάσος, βλέπει με φρίκη να είναι σκορπισμένα στο έδαφος πολλά ματωμένα ανθρώπινα κεφάλια. Όταν ξημέρωσε κοίταξε από περιέργεια στον ονειροκρίτη και εκεί μέσα διάβασε τα εξής: «Αυτό που σκέπτεσαι να κάνεις, θα είναι όχι μόνον η δική σου καταστροφή, αλλά και ολόκληρης της οικογένειάς σου».
     Αν και δεν πολυπίστευε στα όνειρα και στους ονειροκρίτες, επηρεάστηκε από αυτά και αποφάσισε να εγκατασταθούν οπωσδήποτε και οριστικά στην Ελάτεια της Λάρισας.
     Η απόφασή του αυτή στάθηκε σταθμός της ζωής μας και, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ήταν και η σωστή.
     Όταν εγκαταστάθηκαν οι δικοί μου στην Ελάτεια, αυτή εκατοικείτο από Σαρακατσαναίους και Αμπελακιώτες, εκτός από λίγες οικογένειες που είχαν έλθει από το Νεζερό (Καλλιπεύκη) Ολύμπου και άλλα χωριά.
     Οι Σαρακατσαναίοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία και ήταν βοσκοί, που παλαιότερα οι νομαδικές μετακινήσεις τους έφθαναν μέχρι και τις πλησιέστερες βαλκανικές χώρες, τη Βλαχία, Σερβία και Βουλγαρία. Μιλούσαν τα ελληνικά με συρρικνωμένες τις λέξεις π.χ. χλιάρι (κοχλιάριο) = κουτάλι, σιαπάν = προς τα επάνω, σιακάτ = προς τα κάτω και έβαζαν θηλυκά άρθρα στα αρσενικά ονόματα, η Νάσιους, η Γιώργους. Ενδεχομένως οι Τούρκοι τους ονόμασαν έτσι γιατί στην πλειοψηφία τους φαίνεται ότι ήταν ξανθοί. Στα τουρκικά, σαρού = ξανθός, κατσιάκ = φυγάς, Σαρουκατσιάν = ο ξανθός που φεύγει· όπως Κατσαντώνης = ο φυγάς Αντώνης.
     Οι Αμπελακιώτες θεωρούνταν πιο πολιτισμένοι και για πολλά χρόνια απέφευγαν να παντρεύουν τα παιδιά τους με Σαρακατσαναίους και το αντίστροφο.

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)