Στον Εισαγγελέα
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή
Εκτύπωση
Οι δικοί μου ζούσαν πια μόνιμα στην Ελάτεια, όμως τα βάσανά τους δεν είχαν τελειώσει ακόμη.
     Το σπίτι που έμεναν ήταν μεν μεγάλο, αλλά όχι τόσο ώστε να μπορεί να στεγάζει δυο νοικοκυριά.
     Παρ’ όλα αυτά ο πρόεδρος της Κοινότητας, επειδή είχε γνωρίσει μια οικογένεια κτιστών που του είχαν φτιάξει τον αυλόγυρο του σπιτιού του, τους υποσχέθηκε ότι θα τους συστέγαζε με τους δικούς μου.
     Επρόκειτο για πρόσφυγες από τη Θράκη που είχαν έλθει στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
     Έτσι, ειδοποίησε τους γονείς μου ότι μια Τετάρτη, λίγο πριν από το Πάσχα, θα έρχονταν οι ενδιαφερόμενοι μαζί και ο αστυνόμος Συκουρίου, για να εγκαταστήσουν στο σπίτι μας τη συγκεκριμένη οικογένεια, που την αποτελούσαν ο πατέρας, που ήταν χήρος, και οι τέσσερεις γιοι του.
     Επειδή η μητέρα μου φοβόταν μήπως ο πατέρας μου δημιουργήσει από το θυμό του εκείνη την ημέρα κανένα επεισόδιο, του είπε:
     – Θανάση! Εσύ φύγε σήμερα από το σπίτι και άφησε εμένα να βγάλω τα κάστανα από τη φωτιά!
     Την ίδια ημέρα κατά το μεσημέρι, έκαναν την εμφάνισή τους στην εσωτερική αυλή του σπιτιού μας, ο πρόεδρος της Κοινότητας, Γιάννης Χρ. Ζάρρας, ο αστυνόμος με δυο χωροφύλακες, οι επίδοξοι συγκάτοικοι και μερικοί περίεργοι συγχωριανοί.
     Μάλιστα, ο αρχηγός της οικογένειας μετέφερε στην πλάτη του και ένα μεγάλο μπόγο, με είδη πρώτης ανάγκης. Μόλις τον βλέπει η μητέρα μου, τον πλησιάζει και καθώς ήταν πολύ πιο κοντός από εκείνη και μη βρίσκοντας αντίσταση, τον βγάζει έξω μαζί με τον μπόγο του, χωρίς ο ίδιος αλλά και κανείς από τους παρισταμένους να αντιδράσει και κλείνει πίσω του την πόρτα με το μάνταλο.
     Στη συνέχεια αποτάθηκε στον αστυνόμο και του είπε:
     – Κύριε αστυνόμε! Όπως βλέπετε κι εσείς, στο σπίτι αυτό είναι αδύνατο να κατοικήσουμε τόσα πολλά άτομα. Ύστερα, αυτός ο άνθρωπος είναι χήρος, έχει τέσσερα μεγάλα αγόρια κι εγώ είμαι μια νέα γυναίκα. Αύριο ο άνδρας μου θα πάει στο χωράφι και θα μείνω μόνη μου. Το θεωρείτε σωστό και πρέπον να μείνουμε μαζί;
     – Μην την ακούς αστυνόμε, επενέβη ο πρόεδρος. Αυτοί σε λίγο καιρό θα γίνουν σαν αδέλφια!
     Ο αστυνόμος φαίνεται ότι ήταν ένας άνθρωπος λογικός και καταλάβαινε το αδύνατο της υποθέσεως. Και γι’ αυτό είπε:
     – Νομίζω ότι η γυναίκα έχει δίκαιο· τους μάζεψε όλους και φύγανε. Άλλωστε, υπήρχε εναλλακτική λύση για τους συγκεκριμένους πρόσφυγες. Όπως είχαν πληροφορηθεί οι γονείς μου, ο εποικισμός τούς παραχωρούσε στον κάμπο διακόσια στρέμματα χωράφια.
     Όμως η υπόθεση αυτή δεν έμεινε εδώ.
     Ήταν 23 Ιουνίου του 1925, όταν, χωρίς προειδοποίηση, έκανε πάλι την εμφάνισή της όλη η προηγούμενη ομάδα με τους απαραίτητους συγχωριανούς.
     Αυτή τη φορά θα έβαζαν τους Θρακιώτες να μείνουν στο μισαφίρ οντά (ξενώνα) του σπιτιού, που ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με τζάκι, το οποίο εμείς χρησιμοποιούσαμε αργότερα για αχυρώνα.
     Δικαιωματικά ο κήπος, που υπήρχε στην εξωτερική αυλή μας, θα ανήκε πλέον στους νέους ιδιοκτήτες. Όμως οι γονείς μου είχαν φυτέψει εκεί διάφορα λαχανικά, ντοματιές, κολοκυθιές, φασουλιές και άλλα φυτά που είχαν μεγαλώσει, οπότε ο αστυνόμος διέταξε να ξεριζωθούν αμέσως όλα!
     Μόλις ο πατέρας μου είδε να καταστρέφεται ο λαχανόκηπος, που με τόσους κόπους μαζί με τη μητέρα μου είχαν δημιουργήσει, αρπάζει ένα ξύλο από αυτά που είχαν βάλει για την αναρρίχηση των φασουλιών και ορμά κατά του αστυνόμου!
     Εκείνος, για να αμυνθεί, βγάζει το πιστόλι του έτοιμος να πυροβολήσει και η μητέρα μου μπαίνει ανάμεσά τους φωνάζοντας στον άνδρα της:
     – Μη, Θανάση, στάσου θα σε σκοτώσει!
     Αμέσως, ένας χωροφύλακας του περνά τις χειροπέδες και, με την κατηγορία της αντίστασης κατά της αρχής, τον συλλαμβάνουν και τον παίρνουν, συνοδεία αστυνόμου και χωροφυλάκων, για τον Αστυνομικό Σταθμό Συκουρίου.
     Η μητέρα μου, μένοντας πίσω, άρχισε να κλαίει και να οδύρεται λέγοντας:
     – Αχ, τι ήταν αυτό που πάθαμε! Γλυτώσαμε από τους Τούρκους και τώρα κινδυνεύουμε από τους δικούς μας!
     Τότε την πλησίασε ένας καλός, γνωστικός άνθρωπος, ο Γιάννης ο Γιακωβής και της είπε:
     – Μη στεναχωριέσαι, κυρά Θανάσαινα. Δεν πρόκειται να τον σκοτώσουν το Θανάση. Μόνον, επειδή φοβάμαι μήπως φάει πολύ ξύλο στην Αστυνομία, σήκω και πήγαινε κι εσύ κοντά του.
     Τότε εκείνη βρήκε αμέσως τη θεία τους, τη Σ. Φίγγου, και την παρακάλεσε να έρθει στο σπίτι και να μείνει ένα βράδυ με το Γιάννη.
     Η θεία δέχθηκε κι έτσι η μητέρα μου πήρε το δρόμο για το Συκούριο.
     Είχε τέτοια αγωνία, που σχεδόν έτρεχε για να προλάβει το κακό, και ούτε κατάλαβε για πότε έφθασε εκεί.
     Αμέσως πήγε στην Αστυνομία και ζήτησε να δει τον πατέρα μου. Όταν την πήγαν στο κρατητήριο και τον συνάντησε, κανείς δεν μπορεί να περιγράψει με λόγια τη συγκίνηση που αισθάνθηκαν αυτοί οι δυο βασανισμένοι άνθρωποι, που οι περιστάσεις τους ανάγκασαν να δρασκελίσουν ακόμη και το κατώφλι της φυλακής, ύστερα από τόσους και τόσους κατατρεγμούς.
     Ξύλο δεν είχε φάει ο πατέρας μου και από κοινού αποφάσισαν να πάει και η μητέρα μου στη Λάρισα, όπου θα τον μετέφεραν την άλλη ημέρα στον Εισαγγελέα, προκειμένου να του συμπαρασταθεί.
     Τον άφησε λοιπόν εκεί, ενώ η ίδια ανέβηκε σε ένα αμάξι κι έφυγε για τη Λάρισα πηγαίνοντας στο σπίτι μιας γνωστής τους συμπατριώτισσας, για να μείνει το βράδυ.
     Σε κάποια στιγμή βγήκε στην αυλή του σπιτιού κι εκεί άφησε τον εαυτό της να ξεσπάσει τη θλίψη της κλαίγοντας με αναφιλητά.
     Τότε, μια άγνωστη γυναίκα που έμενε, όπως είπε, στο διπλανό σπίτι, ήλθε κοντά της και τη ρώτησε με ενδιαφέρον:
     – Τι έχεις κυρά μου και θλίβεσαι; Σε παρακολουθώ τόση ώρα από το παράθυρό μου και βλέπω ότι τα δάκρυά σου δεν έχουν τελειωμό!
     – Πώς να μην κλαίω, που έχουν τον άνδρα μου στο κρατητήριο και αύριο θα τον φέρουν στον εισαγγελέα.
     – Γιατί, τι έκανε ο άνδρας σου; Σκότωσε κανέναν;
     – Όχι, είπε η μητέρα μου και της διηγήθηκε όλη την ιστορία, και φοβάμαι, κατέληξε, ότι θα τον κλείσουν στη φυλακή!
     – Αυτό ήταν; είπε η γυναίκα. Μη φοβάσαι τίποτα. Εμένα που με βλέπεις γνωρίζω πολύ καλά τον Εισαγγελέα, γιατί εργάζομαι στο σπίτι του και ξέρω ότι είναι δίκαιος άνθρωπος. Άλλωστε, θα τον παρακαλέσω κι εγώ για σένα!
     – Θεέ μου, είπε η μητέρα. Είναι αλήθεια αυτά που λες; Μου φαίνονται απίστευτα.
     – Πήγαινε τώρα να κοιμηθείς, συνέχισε η γυναίκα, και ο Θεός, να ξέρεις, δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο.
     Το άλλο πρωί έφεραν τον πατέρα μου στη Λάρισα. Ο Εισαγγελέας, αφού τον ανέκρινε, διέταξε την άρση της κρατήσεως και όρισε δικάσιμο ύστερα από λίγους μήνες.
     Οι μάρτυρες που κλήθηκαν για να εξετασθούν, κατέθεσαν ότι όχι μόνον είχε επιτεθεί ο πατέρας μου κατά του αστυνόμου με πρόθεση να τον σκοτώσει, αλλά και ότι τον έβρισε κι από πάνω με τη φράση «χαπές, χουπές»! Στην πραγματικότητα ο πατέρας μου δεν τον είχε βρίσει, αλλά του φώναξε τουρκικά: «Χακσούζ, χακσούζ», που σημαίνει άδικο, άδικο.

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)