Η Μεγάλη
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή
Εκτύπωση
Ο Εποικισμός τούς έδωσε ένα βόδι και οι γονείς μου αγόρασαν ένα θηλυκό γαϊδουράκι που τη λέγαμε «η Μεγάλη».
     Το ζώο αυτό είχε τη δική του ιστορία.
     Μια ημέρα, ο πατέρας μου την πήρε μαζί του στο χωράφι μας που βρισκόταν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή κι ενώ αυτή έβοσκε αμέριμνη, εκείνος με ένα κλαδευτήρι έκοβε κάτι λυγαριές που είχαν φυτρώσει εκεί κοντά. Ήταν άνοιξη. Ο αέρας μοσχοβολούσε από τα αρώματα των λουλουδιών, ο χώρος, σπαρμένος με σιτάρια, απλωνόταν γύρω τους καταπράσινος και όλα έδειχναν ότι θα ήταν μια θαυμάσια ημέρα.
     Σε μια στιγμή, βλέπει τη Μεγάλη να τρώει το σιτάρι του διπλανού μας και, χωρίς να σκεφθεί, ρίχνει εναντίον της το εργαλείο που κρατούσε στα χέρια του. Και, ω, της απερισκεψίας! Το κλαδευτήρι χτυπά με δύναμη την κοιλιά του νεαρού ζώου και του ανοίγει μια μεγάλη πληγή, από την οποία άρχισε να τρέχει αίμα και σε λίγο ακαθαρσίες.
     Ο πατέρας μου πολύ στενοχωρημένος δεν ήξερε πώς να τη βοηθήσει.
     Γυρίζει γρήγορα στο χωριό και διηγείται τα συμβάντα στη μητέρα μου και από κοινού αποφασίζουν να σώσουν τη Μεγάλη ή έστω να προσπαθήσουν γι’ αυτό. Πηγαίνουν στο χωράφι, δένουν πρόχειρα την πληγή του ζώου και σιγά-σιγά την οδήγησαν στην αυλή του σπιτιού μας.
     Εκεί, με μεταξωτές κλωστές, η μητέρα μου έραψε γρήγορα την εσωτερική πληγή, την καυτηρίασε με λάδι και εν συνεχεία πήγε να ράψει και το δέρμα. Αυτό όμως ήταν τόσο σκληρό, γι’ αυτό και αναγκάσθηκαν να δανειστούν τσαγκαροσούβλι από τον τσαγκάρη. Στο τέλος, αφού καυτηρίασαν και αυτή την πληγή, τη σκέπασαν με καθαρά κομμάτια βαμβακερού υφάσματος και εν συνεχεία, αφού έδεσαν επάνω και μια σανίδα, μετέφεραν το πληγωμένο ζώο στο στάβλο.
     Αρκετοί συγχωριανοί παρακολουθούσαν από περιέργεια την όλη διαδικασία αμφιβάλλοντας για το καλό αποτέλεσμα.
     Ένα εικοσιτετράωρο το άτυχο ζώο δεν έτρωγε ούτε έπινε και ξαφνικά άρχισε να σιτίζεται, σηκώθηκε στα πόδια του και σε λίγες ημέρες έγινε εντελώς καλά! Άρχισαν τότε να λένε στο χωριό ότι πέτυχε η εγχείριση και ο πατέρας μου ευχαριστημένος να απαλλάσσεται από τις τύψεις. Μόνον αργότερα, το καλοκαίρι, όταν τη φόρτωσαν για να μεταφέρει καπνά, έπαθε στο σημείο της πληγής κήλη, στο μέγεθος ενός κεφαλιού μικρού παιδιού. Αυτό, βέβαια, δεν την εμπόδισε να ζήσει είκοσι πέντε χρόνια και να μας γεννήσει πολλά μεγαλόσωμα πουλάρια.
     Θα πω ακόμη ότι ήταν ένα πανέξυπνο ζώο που γνώριζε πού ακριβώς βρίσκεται το κάθε χωράφι μας και το πιο αγαπημένο της ήταν στις «μυγδαλιές», εκεί που βάζαμε μποστάνι. Όταν περνούσαμε το εικονοστάσι και φθάναμε στο σημείο που ο δρόμος έστριβε για εκεί, πάντα όλες τις εποχές του έτους, αυτή πήγαινε βιαστικά προς εκείνη την κατεύθυνση.
     Μια φορά, θυμάμαι, χρειάστηκε κάποιος από εμάς να πάει στη «Μπηγμένη Πέτρα», ένα χωράφι που βρίσκεται αρκετά μακριά από το χωριό μας και εγώ μικρή ούσα, δε γνώριζα πού ακριβώς βρισκόταν.
     Μου λέει, λοιπόν, ο πατέρας μου. Όταν φθάσεις στην «Γκαλάμιτζια», η Μεγάλη θα σε πάει στο εκεί χωράφι μας. Εσύ θα τη χτυπήσεις από πίσω για να συνεχίσει και αυτή θα σε φέρει στη «Μπηγμένη Πέτρα», όπου θα σε περιμένω, να μου φέρεις το σπόρο. Έτσι κι έγινε. Πρέπει εδώ ν’ αναφέρω ότι η περιοχή ονομάζεται έτσι, εξ αιτίας της εκεί παρουσίας ενός μενίρ, που η ύπαρξή του ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Ένδειξη ότι ο τόπος αυτός της Ελάτειας κατοικήθηκε από τη νεολιθική εποχή, είναι και τα διάφορα χαρακτηριστικά ευρήματα (αγγεία κλπ.) που βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρισας.
     Επανερχόμενη στη δική μου εποχή, επισημαίνω ότι οι πάντες κυκλοφορούσαμε μέρα-νύχτα χωρίς κανέναν απολύτως φόβο. Τα καλοκαίρια, μάλιστα, πιο πολλούς ανθρώπους έβρισκες στα χωράφια παρά μέσα στο χωριό!
     Ίσως φανεί απίστευτο, αλλά η Μεγάλη αντιλαμβανόταν και τι λέγαμε μεταξύ μας!
     Όταν μια ημέρα είχαμε έλθει από το χωράφι και ο πατέρας μου είπε:
     – Δώστε λίγο κιθάρι στη Μεγάλη να φάει. Και η μητέρα μου που βρισκόταν εκεί κοντά της:
     – Τι το θέλει το κριθάρι. Τώρα μόλις γύρισε από τη βοσκή. Θυμώνει εκείνη που την άκουσε, κάνει τ’ αυτιά της προς τα πίσω και χραπ δίνει μια και δαγκώνει τη μητέρα μου στο πόδι, πράγμα που δεν έκανε ποτέ της. Πολλές φορές, όταν είχε κάποιο πουλάρι της μικρό, την έπαιρνε ο πατέρας μου στο χωράφι, συνήθως για να μεταφέρει το αλέτρι, το σπόρο ή τη σβάρνα κι όταν έφθαναν εκεί την ξεφόρτωνε, την άφηνε ελεύθερη κι εκείνη ερχόταν βιαστικά κατευθείαν στο σπίτι μας. Αφού θήλαζε το «μωρό» της, την παίρναμε και πηγαίναμε σε άλλη δουλειά.
     Χάθηκε κατά τη διάρκεια του εκπατρισμού μας από την Ελάτεια, αφήνοντάς μας ένα δικό της αρσενικό γαϊδούρι που το λέγαμε «Ανδρούτσο»!

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)