Γερμανοί στην Ελάτεια
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή
Εκτύπωση
Μεγάλη Παρασκευή του 1941 και ενώ η μάχη στα Τέμπη μεταξύ Γερμανών και Άγγλων μαινόταν, βλέπαμε κάθε λίγο τα γερμανικά στούκας (αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως) να κατευθύνονται προς τη Λάρισα και να βομβαρδίζουν την πόλη. Ένα τμήμα των Άγγλων βρισκόταν ακροβολισμένο κάτω από το χωριό μας, κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή και στη θέση «Αμπέλια». Κανείς δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους του χωριού. Φόβος και ερημιά παντού.
     Ελάχιστοι οι εναπομείναντες κάτοικοι, αφού σχεδόν όλοι έφυγαν για το βουνό, και μεταξύ αυτών εμείς και η οικογένεια της νουνάς μου· η τελευταία έμεινε λόγω του ότι είχε κατάκοιτη τη μητέρα της, εξ αιτίας ενός τραγικού γεγονότος. Η κυρά Κατίγκω, όπως και ο άνδρας της ο Κώστας, καταγόταν από τα γειτονικά Αμπελάκια. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια, αφ’ ότου εκείνη είχε έλθει νύφη στην Ελάτεια, και ενώ είχε μικρά ακόμη τα παιδιά της, το Νίκο και την Ελένη, μια ημέρα, αναπάντεχα, την ειδοποίησαν ότι πέθανε ξαφνικά ο μονάκριβος αδελφός της. Με την καρδιά φαρμακωμένη, πήρε βιαστικά τον ανήφορο μέσα στο καταμεσήμερο, για να πάει στη γενέτειρά της και να πει το ύστατο χαίρε στον αδελφό της, όταν σε κάποια στιγμή, στα μισά το δρόμου, ζαλίστηκε, έπεσε κάτω και από τότε, ποτέ πια δεν ξανασηκώθηκε.
     Επί είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια, στην αρχή ο άνδρας της και αργότερα τα παιδιά της, την περιέθαλψαν με αγάπη, σεβασμό και αυταπάρνηση.
     Εμείς, βέβαια, δεν είχαμε πρόβλημα δυνατότητας φυγής, αλλά ο πατέρας μου αντιδρούσε, επειδή είχε δει τόσα πολλά στη ζωή του, που τίποτε πια δεν τον φόβιζε.
     Ακόμη, από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, είχε μείνει και η οικογένεια του Χρήστου Ι. Ζάρρα, αφού ο ίδιος ήταν βαριά άρρωστος.
     Ξαφνικά, μαθαίνουμε ότι ο ασθενής είχε πεθάνει από την προηγούμενη και έπρεπε οπωσδήποτε να ταφεί εκείνη την ημέρα. Φέρετρο δεν υπήρχε, αλλά ούτε και παπάς.
     Τότε, ο αδελφός της νουνάς μου Νίκος και ο εξάδελφός του Αντώνης, φτιάχνουν ένα υποτυπώδες φέρετρο, αφού δεν ήξεραν καν πώς κατασκευάζεται, βάζουν μέσα το νεκρό και μαζί με τους δυο-τρεις συγγενείς του, καθώς και τους γονείς μου, τον συνόδευσαν στην εκκλησία.
     Καθ’ οδόν, αναγκάσθηκαν πολλές φορές ν’ αφήσουν το φέρετρο καταμεσής του δρόμου, για να κρυφθούν, γιατί τα αεροπλάνα περνούσαν πολύ κοντά από πάνω τους και φοβόντουσαν μην τυχόν γίνουν στόχος και τους χτυπήσουν.
     Με τα πολλά, έφθασαν στην εκκλησία και αφού έψαλαν τη νεκρώσιμο ακολουθία δίχως παπά –ο πατέρας της νουνάς μου ήταν ψάλτης– θεώρησαν φρόνιμο, αντί να τον πάνε στο νεκροταφείο, αφού αυτό ήταν επικίνδυνο λόγω και της απόστασης, να τον θάψουν εκεί, στην αυλή της εκκλησίας, πίσω από το ιερό, δίπλα στους τάφους των δύο πρώτων ιερέων του ναού.
     Έτσι, αφού εναπόθεσαν το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, πήραν το δρόμο του γυρισμού.
     Δεν είχαν προχωρήσει λίγα βήματα και βλέπουν το μικρό μας βόδι, τον Καστάνη, να περνά βιαστικά από μπροστά τους, πηγαίνοντας προς τα κάτω και κατά πάσα πιθανότητα στο αρκετά μακρινό χωριό του!
     Είχε ξεφύγει από την επίβλεψη του βοσκού και χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση, πήρε τον κατήφορο, διανύοντας μια πολύ μεγάλη απόσταση, με τη σκέψη του σφηνωμένη στη μάνα του, στους Γόννους.
     Είχαν περάσει επτά μήνες από τότε που τον φέραμε στο σπίτι μας και ενώ λόγω της καθόδου των Γερμανών είχαν ανεβάσει στο βουνό πριν της ώρας τους όλα τα μεγάλα ζώα, ο Καστάνης δεν είχε ξεχάσει την πατρίδα του. Σταθήκαμε, ευτυχώς, όλοι μας τυχεροί. Εμείς, γιατί θα μέναμε χωρίς ζευγάρι και εκείνος γιατί έμεινε ζωντανός, αφού ήταν σίγουρο ότι, πριν φθάσει στο χωριό του, ή θα τον έτρωγαν οι λύκοι ή θα κατέληγε σε κανένα καζάνι του στρατού Κατοχής.
     Ήταν Κυριακή του Πάσχα, θυμάμαι, 20 Απριλίου 1941, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελάτεια, αφού οι Άγγλοι δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την προέλασή τους. Αμέσως στρατοπέδευσαν στο σχολείο και στην αυλή του Βασίλη Ρωμάνου, όπου είχαν και τα μαγειρεία τους. Οι πιο πολλοί συγχωριανοί μας, κυρίως γυναίκες, γέροντες και παιδιά, εκτός από τους νέους άνδρες, κατεβήκαμε στο χωριό. Είχαμε καταφέρει και εμείς τελικά να πείσουμε τον πατέρα μου και το σούρουπο της Μεγάλης Παρασκευής, μέσα από καταιγισμό σφαιρών, ανεβήκαμε προς το βουνό, φθάνοντας στην «Κεραμίδα» και καταλήγοντας σε μια καλύβα.
     Έκανε αρκετό κρύο, αλλ’ αυτό δεν εμπόδιζε τους Γερμανούς να ξεγυμνώνονται από τη μέση και πάνω και να πλένονται στη «σουρβάλα» που υπήρχε απέναντι από το σπίτι του Αλέξ. Πάλλη. Το νερό σ’ αυτό το σημείο, περνώντας από το σπίτι του Χρόνη Ξύτσα, έπεφτε από ψηλά μέσα σε μια μεγάλη λαξεμένη πέτρα που χρησίμευε για ποτίστρα των ζώων. Εμείς τους βλέπαμε κι ανατριχιάζαμε.
     Γύριζαν μέσα στο χωριό με τον αέρα του κατακτητή και μερικές φορές έδιναν σε μας τα παιδιά κύβους από ζάχαρη. Κάτι που εντυπωσίασε τότε τους συγχωριανούς μας, ήταν ένα αυτοκίνητο που μετέφερε μια μηχανή, η οποία έκοβε χαρτονομίσματα!
     Όπως κάθε χρόνο, η μητέρα μου είχε φυτέψει κατά μήκος των βραγιών του καπνοφυτού πολλά μαρούλια. Όταν ζητούσαν και τους δίναμε, αυτοί τα έτρωγαν, αφού προηγουμένως τα έβραζαν, όπως είχαν παρατηρήσει οι περίεργοι και ακόμη ότι, σχεδόν σε όλα τους τα φαγητά, έβαζαν λίγο αλεύρι.
     Τους άρεσε πάρα πολύ το χωριό μας, έτσι έλεγαν, αλλά σε λίγες ημέρες έφυγαν, οπότε αρχίσαμε να κυκλοφορούμε ελεύθερα, αφού είχαμε μάθει τουλάχιστον τρεις γερμανικές λέξεις: νιξ, γκουτ και καπούτ.
     Πηγαίνοντας στα χωράφια τους τις επόμενες ημέρες οι χωριανοί διαπίστωσαν ότι φεύγοντας οι Άγγλοι είχαν εγκαταλείψει πολεμοφόδια, είδη ιματισμού, κουβέρτες, μέχρι και τζιπ. Όπως ήταν φυσικό, άρχισε το πλιάτσικο και, βέβαια, πολλές φορές οι άνθρωποι κουβαλούσαν στα σπίτια τους αντικείμενα, που δε γνώριζαν πώς και πού χρησιμοποιούνται. Όπως η Τηγούλαινα που προσπαθούσε να στουμπίσει αλάτι με μια χειροβομβίδα τύπου «μιλς»!
     – Τι κάνεις αυτού θεια; Τη ρώτησε κάποιος γείτονάς της.
     – Στουμπάου λίγου αλάτ πιδάκιμ για του φαΐ! Ευτυχώς που την πρόλαβε γιατί θα έπαιρνε και άλλους στο λαιμό της, δεδομένου ότι το σπίτι της βρισκόταν στην πιο πυκνοκατοικημένη συνοικία του χωριού μας.
     Πολλά παιδιά, εξ άλλου, έβρισκαν κι έπαιζαν με μπαρούτη που έμοιαζε με μακαρόνια τύπου σπαγγέτι, και κάνανε χάζι καίγοντάς τα ή ανάβοντας φωτιές. Ο Κίτσιος ο Ζαρκαδής, όμως, παρ’ ολίγο να την πάθει και να γίνει παρανάλωμα του πυρός· σώθηκε τελικά, ωστόσο, πέφτοντας μέσα σε παρακείμενο νεραύλακο. Όπως έλεγε ο ίδιος, ενώ κρατούσε στα χέρια του την αναμμένη μπαρούτη, ξαφνικά πήρε το μανίκι του φωτιά. Γυρίζει αυτόματα το χέρι του πίσω για να τη σβήσει, αλλά στην κωλότσεπη του παντελονιού του είχε άλλο ένα μάτσο από αυτή που άναψε αμέσως κι έτσι τον τύλιξαν οι φλόγες.
     Δε στάθηκε όμως τόσο τυχερή αργότερα μια χαρούμενη ομάδα παιδιών στο Πουρνάρι και πλήρωσε ακριβά την περιέργειά της να μάθει τι ακριβώς είχε μέσα του το σκουριασμένο, σα σιδερένιο αβγό, αντικείμενο, που βρήκαν παίζοντας στο καπνοτόπι της συμπεθέρας μου, Χριστίνας Σαβούρη.
     Μαζί τους ήταν και ο ανηψιός μου ο Θανάσης, αλλά την τελευταία στιγμή τον φώναξε ο πατέρας του, για να τον στείλει σε κάποια δουλειά.
     Δυστυχώς, ο Γιώργος ο Μπαλογιάννης έχασε το χέρι του, στην προσπάθειά του να σπάσει τη χειροβομβίδα με μια πέτρα, ο Γιάννης ο Κρητικός το ένα του μάτι, ενώ ο αδελφός του Γιώργου, ο Νίκος, σώθηκε γιατί εκείνη τη στιγμή είχε λίγο απομακρυνθεί λόγω φυσικής του ανάγκης.
     Μήπως ακόμη και σήμερα, ύστερα από πενήντα και πλέον χρόνια, δε βρίσκονται ξεχασμένες χειροβομβίδες και νάρκες από την Κατοχή ή τον Εμφύλιο; Από νάρκη, αυτόν τον ύπουλο εχθρό χωρίς πρόσωπο, έχασε τη ζωή του και ο συγχωριανός μου Στέργιος Τριαντάφυλλος κατά την Κατοχή, ενώ ο Δημήτριος Ζ. Καραΐσκος το πόδι του στον Εμφύλιο.
     Κάποιος άλλος από το χωριό μας βρήκε, είπαν, μια μικρή βαλίτσα, ασήκωτη, βαριά σα μολύβι, μέσα σ’ ένα τζιπ. Την ανοίγει και τι να δει. Γεμάτη χρυσές λίρες! Τα ’χασε ο άνθρωπος, θαμπώθηκε από τη λάμψη του χρυσού, αλλά πριν προλάβει να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, αισθάνθηκε στην πλάτη του τη σκληρή κάννη ενός όπλου να τον πιέζει. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Δύο Γερμανοί είχαν πλησιάσει αθόρυβα. Κάτι του έλεγαν στη δική τους ακατάληπτη γλώσσα και από το αγριεμένο τους ύφος κατάλαβε ότι, για να σώσει τη ζωή του, έπρεπε να φύγει από εκεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Τρομοκρατημένος, άφησε τη βαλίτσα και άρχισε να τρέχει προς το χωριό με όλη του τη δύναμη.
     Αφού απομακρύνθηκε αρκετά, στάθηκε κι έριξε μια ματιά πίσω του. Οι δυο άνδρες είχαν πάρει τη βαλίτσα και με μεγάλες δρασκελιές, χάθηκαν μέσα στην παρακείμενη ρεματιά.
     Διαδόθηκε ότι μετά τον πόλεμο ήλθαν κάποιο σκοτεινό βράδυ δυο άνδρες, ξεπαραχώσανε τη βαλίτσα με το χρυσάφι, την πήραν κι εξαφανίσθηκαν σαν σκιές μέσα στη νύχτα.

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)