Στρατός κατοχής
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή
Εκτύπωση
Πότε πότε έρχονταν στην Ελάτεια και Ιταλοί από τα Τέμπη, όπου φύλαγαν την ομώνυμη γέφυρα επί του Πηνειού ποταμού. Οπλισμένοι και φορώντας τα μαύρα μπερέ τους ο Πιπίνο και ο Λιόλιο, συνήθως, μας είχαν γίνει πια με τον καιρό γνωστοί, ψάχνανε για κοτόπουλα, αυγά και όμορφες γυναίκες… Κοτόπουλα και αυγά βρίσκανε. Όσο για τις τελευταίες, υπήρχαν, αλλά δεν ήταν για τα δόντια τους. Όταν αλωνίζαμε τα σιτάρια, έρχονταν κι έπαιρναν «παρακράτημα» μια ποσότητα ανάλογη με τη σοδειά του κάθε παραγωγού.
     Μια ημέρα είχε έλθει μια άλλη ομάδα από περαστικούς Ιταλούς που, ως συνήθως, κατέληξαν στο σχολείο μας. Έσερναν μαζί τους ένα μικρό γαϊδουράκι κι εμείς τα παιδιά αναρωτηθήκαμε τι να το ήθελαν άραγε;
     Αλίμονο, δεν αργήσαμε να δούμε με τα μάτια μας τη θυσία και την κατάληξη του άτυχου ζωντανού. Το σφάξανε, το μαγείρεψαν μέσα σ’ ένα μεγάλο καζάνι και το έφαγαν γλείφοντας τα δάχτυλά τους. Για μας κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο και αμέσως η είδηση διαδόθηκε σε όλο το χωριό.
     Τους Ιταλούς, γενικά, κανένας δεν τους πολυλογάριαζε κι εκείνοι έδειχναν σα να μην έχουν ισχύ και μάλιστα ρώτησαν μια φορά τον αδελφό μου:
     – Καλά, τι έγινε όλος εκείνος ο στρατός σας που γύρισε από την Αλβανία;
     Φοβούνταν, φαίνεται, μήπως προβάλουν από καμιά μεριά οι φαντάροι μας κι ακούσουν πάλι την ιαχή «αέρααα», που τους είχε κατατρομάξει στον πόλεμο.
     Οι Γερμανοί, οπωσδήποτε, ήταν επικίνδυνοι και συνήθως η έλευσή τους προμήνυε κάτι κακό. Γι’ αυτό, το χωριό μας άδειαζε από τους νέους άνδρες, που έπαιρναν τα βουνά και τα λαγκάδια. Όταν κάποια ημέρα διαδόθηκε ότι έρχεται το τάγμα θανάτου, ο κόσμος φοβήθηκε περισσότερο. Αυτοί οι άνδρες ήταν όλοι διαλεγμένοι, ψηλοί, ξανθοί, πολύ νέοι, κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα και ερευνούσαν τα σπίτια εν ριπή οφθαλμού.
     Μια άλλη φορά, που οι Γερμανοί μάς είχαν συγκεντρώσει στην πλατεία του χωριού, είδαμε δυο απ’ αυτούς να έρχονται φέρνοντας μαζί τους και κάποιον νέο άνδρα πολίτη, άγνωστο σε μας. Τον οδήγησαν μπροστά στον επί κεφαλής αξιωματικό. Αυτός κάτι του έλεγε, κάτι τον ρωτούσε μέσω διερμηνέως, αλλά ο κρατούμενος έδειχνε να μην καταλαβαίνει τίποτα και με νοήματα προσπαθούσε να τους κάνει να καταλάβουν ότι ήταν κωφάλαλος.
     Οι Γερμανοί τότε έκαναν πως τον πίστεψαν και τον άφησαν ελεύθερο.
     Δεν είχε προχωρήσει πολύ, κι ενώ βρισκόταν μπροστά στο σταύλο των Ξυτσαίων, άρχισαν να ρίχνουν στον αέρα κι εκείνος ακούγοντας τους πυροβολισμούς, έπεσε στην παγίδα και άρχισε να τρέχει προς τα Γαλαναίικα, για να σωθεί. Αυτό ήταν. Τον έπιασαν πάλι τον άμοιρο, του έδεσαν τα χέρια και φεύγοντας τον πήραν μαζί τους, χωρίς ποτέ να μάθουμε τι απέγινε.
     Διαρκούσης της Κατοχής και λίγο αργότερα, υπήρχε κάποια αναρχία στο χωριό, παρ’ όλο ότι λειτουργούσαν τα λαϊκά δικαστήρια. Για παράδειγμα, ενώ υπήρχε μικρός αγροτικός δρόμος που περνούσε από την άκρη της αυλαγά μας –έτσι ονομάζουν στην Ελάτεια τα κτήματα, συνήθως καπνοτόπια, που βρίσκονται κοντά στο σπίτι– οι κάτοικοι του χωριού διέσχιζαν την εξωτερική αυλή μας και εν συνεχεία το καπνοτόπι μας. Το ίδιο επιχείρησαν να κάνουν και στο αμέσως επόμενο κτήμα των Χαϊντουταίων. Όμως εκείνοι αποφάσισαν να λύσουν το πρόβλημα, εφαρμόζοντας δυναμικές λύσεις.
     Γέμισαν ένα γκαζοτενεκέ από το περιεχόμενο του αποχωρητηρίου τους και περιέλουσαν μ’ αυτό κρυφά το σημείο πρόσβασης στον τοίχο. Ο Ηλίας ο Χαλίτσιος ή Κλεφτάκης, δεν κατάλαβε ή μάλλον δε «μυρίστηκε» την παγίδα και… πλατς πέφτει μέσα στην… πίτα. Από τότε κανείς πια δεν ξαναεπιχείρησε να περάσει από εκεί.
     Έλεγαν ότι ο προαναφερθείς κτηνοτρόφος, όταν κάποτε η κόρη του, η Αγλαΐα, έκλαιγε γιατί την κακολογούσαν, της είπε για να την παρηγορήσει:
     – Μη στινουχουριέσαι Αγλάιουμ. Τσ’ καλέσες τσ’ πρατίνις, κριμάν τα γκδούνια!

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)