Η Μαρίκα και ο τσέλιγκας
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή
Εκτύπωση
Πάσχα του 1943 και μας έφεραν στο σπίτι για μανάρι ένα όμορφο θηλυκό αρνάκι με μαύρο μαλλί και με δυο σκουλαρίκια να κρέμονται από το λαιμό του.
     – Θα το φωνάζουμε Μαρίκα, είπα αμέσως και αφού ήμουν η μικρότερη της οικογένειας, ανέλαβα την προστασία του. Τι περιποίηση, τι αγάπη, είχε αυτό το ήμερο ζωάκι. Όπου και να πήγαινα ερχόταν το κατόπι μου. Μερικές φορές, όταν φυσούσε δυνατός αέρας κι έκανε κρύο, την τύλιγα μ’ ένα παλιό παλτό, παρά τις διαμαρτυρίες της μητέρας μου, που μου εξηγούσε ότι η Μαρίκα δεν είχε ανάγκη από σκεπάσματα, αφού είχε τη γούνα της που την προστάτευε από αυτό.
     Μπήκε ο Δεκέμβριος και η Μαρίκα είχε γίνει ένα υπέροχο μεγάλο «ζυγούρι» και όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα που θα τη σφάζαμε, σκεπτόμουν ότι αυτή η ημέρα δεν έπρεπε να ξημερώσει ποτέ! Έκανα πολλές προσπάθειες να τη γλυτώσω από το θάνατο, αφού, λέγε-λέγε, κατάφερα στο τέλος να πάρω και τη μητέρα μου με το μέρος μου. Έτσι την άκουσα μια μέρα να λέει στον πατέρα μου:
     – Δεν κρατάμε, Θανάση, το μανάρι να το δώσουμε για πολλαπλασιασμό; Όπως βλέπεις και η Αγαθή στενοχωριέται πολύ που θα το σφάξουμε.
     – Όχι! Απάντησε εκείνος. Ξέχασες τι πάθαμε με τα κατσίκια μας; Καλύτερα να το φάμε εμείς παρά οι άλλοι.
     Πράγματι, όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελάτεια, αγόρασαν μια κατσίκα, για να έχουν γάλα στο σπίτι. Η κατσίκα γέννησε τέσσερα κατσικάκια, λυπήθηκαν να τα σφάξουν, τον άλλο χρόνο ξαναγέννησε άλλα τέσσερα κι έτσι αποφάσισαν να τα δώσουν να τα φυλάει επί πληρωμή ένας κτηνοτρόφος από το χωριό μας, ο Ι.Ζ., ο οποίος είχε πολλά γίδια. Όμως τα χρόνια περνούσαν και τα ζώα αντί να αυξηθούν, ο αριθμός τους έμενε διαρκώς στάσιμος. Λύκος έπεφτε στο κοπάδι, έπρεπε να φάει τα δικά μας κατσίκια. Αρρώστια τα έπιανε, τα δικά μας ψοφούσαν και αν κανένα ζώο ξέφευγε από το κοπάδι και χανόταν, αυτό σίγουρα ήταν το δικό μας… Ώσπου ο πατέρας μου έχασε την υπομονή του, πήγε στο σπίτι του κτηνοτρόφου και αφού πλήρωσε το μαξούλι, δηλαδή τα φυλακτικά, του είπε ότι την άλλη ημέρα θα πήγαινε στο μαντρί του, για να παραλάβει τα γίδια μας. Από βραδύς, είχε πληρώσει για οκτώ γίδια και αυτός κατά την παραλαβή τους, του έδωσε μόνον επτά, με τη δικαιολογία ότι δήθεν το όγδοο χάθηκε τη νύχτα! Αυτός ισχυρίσθηκε ότι χάθηκε, όμως το κατσίκι ήταν εκεί, γνώριζε φυσικά τη μάνα του, γιατί, όταν ο πατέρας μου αγανακτισμένος παρέλαβε τη μικρή ομάδα των ζώων και ενώ είχε απομακρυνθεί από το μαντρί, ένα κατσίκι ξέφυγε από το μεγάλο κοπάδι, έτρεξε, πρόλαβε και πήγε στη μητέρα του. Τότε ο Ι.Ζ., πολύ θυμωμένος, κάλεσε τα μαντρόσκυλά του και ξαναπήρε διά της βίας το μικρό μας ζώο.
     Η πρώτη σκέψη του πατέρα μου ήταν να τα πουλήσει αμέσως. Όμως τα λυπήθηκε πάλι και θέλησε να ξαναδοκιμάσει με άλλον κτηνοτρόφο, τον Σ.Μ. Δυστυχώς, και με το δεύτερο αντιμετώπισε τα ίδια περίπου προβλήματα κι έτσι αναγκάσθηκε στο τέλος να απαλλαγεί οριστικά από αυτά.
     Μια ημέρα, βρισκόταν στην «ξηρόβρυση», όπου είχε καπνοτόπι και ο Κωστάκης Δ. Σολωμός και ο πατέρας μου του διηγήθηκε το πάθημά του με τα ερίφια κι εκείνος του είπε για τη δική του περίπτωση: – Μια χρονιά είχε δώσει για φύλαξη ένα άσπρο αρνί σε κάποιον κτηνοτρόφο και όταν του το ζήτησε την επόμενη, αυτός του έφερε πίσω ένα μαύρο! Αναγκάσθηκα να το δεχθώ, γιατί φοβήθηκα μη μου πει ότι το άσπρο χάθηκε! κατέληξε.
     Προφανώς το πρόβατο είχε «μαυρίσει», επειδή το άσπρο μαλλί πουλιέται πάντα ακριβότερα στην αγορά.

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)