Τοπικός μάγος και Αποκριές στο Πουρνάρι
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή
Εκτύπωση
Το Πουρνάρι διέθετε για πολλά χρόνια το δικό του… μάγο, ονόματι Τζιτζινίκο, που… έλυνε ή έφτιαχνε ο ίδιος μάγια! Και επειδή ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι, όπως λέγεται, όταν οι δικοί μας έβρισκαν στην πόρτα τους κούκλες ή σαπούνια με καρφίτσες, αντί να καταφύγουν στον ειδικό του χωριού τους, ακολουθούσαν μια άλλη μέθοδο πιο αποτελεσματική, όπως έλεγε η γιαγιά Γραμματή. Όλα τα μάγια τα έριχνε μέσα στο… βόθρο τους, γιατί λέει έφευγαν από εκεί και χανόντουσαν, επειδή δεν άντεχαν το περιβάλλον! Να είχαν καταφύγει στο Τζιτζινίκο ή σε άλλο μάγο οι εξ Ελατείας κάτοικοι που έζωσαν ένα βράδυ το χωριό μας με μαύρη κλωστή; Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω.
     Επίσης, στο χωριό της νύφης μου γιόρταζαν κάθε χρόνο τις Απόκριες με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Με σατυρικά τραγούδια και χορούς το βράδυ της Κυριακής και με μαυρίσματα και μπουρανί την Καθαρή Δευτέρα. Όλοι οι κάτοικοι συμμετείχαν σ’ αυτό και όποιος περνούσε από την πλατεία, όπου γινόταν το γλέντι, ενώ έβραζαν στο καζάνι το μπουρανί, συνήθως φασουλάδα, τον υποχρέωναν να το… κλάσει, όπερ μεθερμηνευόμενο, σημαίνει να δώσει χρήματα.
     Κάποιοι άλλοι, νέοι άνδρες, γύριζαν στο χωριό και μάζευαν ό,τι φαγώσιμο τους έδιναν οι νοικοκυρές.
     Θυμάμαι μια χρονιά δυο μουντζουρωμένους, που είχαν έλθει στο σπίτι του αδελφού μου. Ο ένας είχε καβαλήσει το γαϊδούρι ανάποδα και ο φίλος του, που έσερνε το ζώο, είχε βάλει στο στόμα του ένα μεγάλο κομμάτι από κρεμμύδι, που πάνω του είχε χαράξει κάθετα μεγάλα δόντια και ζητούσε ψευδά: – Πθωμί, πθωμί (ψωμί)…
     Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου που παντρεύτηκαν, ο αδελφός μου με τη νύφη μου πήγαν για παραθέριση πάνω στο βουνό και συγκεκριμένα στην «Κλεφτόβρυση» του Κισσάβου, ένα πολύ ωραίο μέρος γεμάτο με οξιές και έλατα. Είχαν ανέβει εκεί για τον ίδιο σκοπό και άλλες οικογένειες από το Πουρνάρι και ζούσαν μέσα σε αυτοσχέδιες καλύβες φτιαγμένες από κλαδιά οξιάς. Θυμάμαι, ήταν οι οικογένειες των Κρητικών, του Μήτσιου Στάχταρη, του Κώστα Κωτούλα, του παπά του χωριού τους και άλλες.
     Κρέας, γάλα και τα παράγωγά του υπήρχαν επί τόπου. Ψωμί, λάδι, πίτες και άλλα φαγώσιμα, πήγαινε κάποιος κάθε εβδομάδα στο χωριό με τα μουλάρια και μας έφερνε.
     Με πήραν κι εμένα οι δικοί μου μήπως βάλω κανένα δράμι κρέας, αλλά πού εγώ! Όταν γύρισα από την παραθέριση στην Ελάτεια και με είδε η γειτόνισσά μας, η Δημήτρω, μου είπε:
     – Κατακαημένη Αγαθή! Ακρίδες έτρωγες στο βουνό;

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)