Το ποθούμενο τέλος
Δρόσος Άγγελος
Εκτύπωση
Όταν ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει, τότε η αγριάδα απλώθηκε φριχτότερη, πάνω απ’ την καιομένη πολιτεία. Ο ουρανός είχε γίνει μολυβένιος από τους καπνούς, σαν όπως όταν τα βαριά σκοτεινά σύννεφα μαζεύονται πάνω από τη γη, έτοιμα να ξεσπάσουν σε καταστροφική βροχή, σε καταιγίδα. Ο ήλιος, μέσα από τους καπνούς, φαινότανε ατόφιος, σαν ένα ολοστρόγγυλο κομμάτι πυρωμένο σίδερο. Έμοιαζε σαν φωτιά αναλυτή, έτοιμη να πέσει πάνω στη γη, τη σιχαμένη, να της βάλει κι αυτός με τη σειρά του μπουρλότο, για να μη βλέπει από ψηλά τις ασχήμιες που γίνονται σ’ αυτή. Και τα κοράκια, που δεν τα ’βλεπε ποτέ η Σμύρνη, είχανε περιζώσει τώρα όλη την πόλη και πετούσαν χαμηλά χαμηλά, κρώζοντας με λαιμαργία. Τόσα χρόνια, μέσα στην Ασία, δε χόρτασαν σάρκες και η μυρωδιά των ψοφιμιών και των σκοτωμένων, τα τράβηξε κατά δώθε. Σα σύννεφο τριγύριζαν και ξαφνικά, αφού ζύγιαζαν από ψηλά, έπεφταν στα πτώματα και τα σούβλιζαν με τις μύτες. Και πάλι, σαν καπνός ανέβαιναν, φωνάζοντας τρομακτικά, όταν κανένας τσέτης πήγαινε προς το πτώμα, να πάρει κι αυτός το μερτικό του: ρούχα, παπούτσια, ό,τι είχαν αφήσει άπαρτο εκείνοι που σκότωσαν. Σιγά-σιγά, νύχτωνε. Ο ήλιος, κατακόκκινος –από αγανάκτηση, ίσως και αηδιασμένος–, έγειρε πια και κρύφτηκε πίσω από το άντικρυ βουνό. Και τότε, σαν πέρασε το μούχρωμα κι έγινε κυρίαρχος της ατμόσφαιρας η νύχτα, φάνηκε πιο μεγαλόπρεπη η καταστροφική φωτιά. Η Σμύρνη ήτανε τώρα δοσμένη ολόκληρη μέσα στην πύρινη ακολασία και οι καυτερές φλόγες έγλειφαν με ηδονή σατύρων τις τοίχινες σάρκες της. Και για να συμπληρωθεί η εικόνα με όλα τα πρωταγωνιστούντα πρόσωπα, και για να μη λείψει απ’ αυτόν τον αθέμιτο γάμο της καταστροφής ο ρουφιάνος, τα συμμαχικά πολεμικά ρίξανε τους προβολείς τους στην ξηρά. Το φως των προβολέων και η λάμψη της φωτιάς στροβίλιζαν έτσι παιγνιδιάρικα, λες κι ήτανε πανηγύρι, λες και ο χαλασμός της Σμύρνης και η ανθρωποσφαγή, κι ο θρήνος των παρθένων και των γυναικοπαίδων, ήτανε το ποθούμενο τέλος του Παγκόσμιου πολέμου, κι άξιζε να γίνει αυτή η ασύλληπτη φωτοχυσία.

(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)