Ο ύπνος των Διοσκούρων
Δρόσος Άγγελος
Εκτύπωση
Πόσην ώρα μείναμε έτσι, δοσμένοι και οι τέσσερις σε συλλογισμούς ακαθόριστους, δεν ξέρω. Δε μιλούσαμε, άχνα δεν έβγαινε απ’ το στόμα μας, κι όμως είμαστε τόσο καλά συνεννοημένοι. Οι στοχασμοί μας όμοιοι, χωρίς να εκδηλώνονται, συμφωνούσαν στο πώς θα σωθούμε. Βέβαια, ούλοι οι άνθρωποι αυτό το πράμα σκεπτόντουσαν, μα ο καθένας χωριστά σκεπτότανε πάρα πάνω για τον εαυτό του. Ο «σώζων εαυτόν σωθήτω». Η Ντόρα, ένα πιο πολύ συλλογιζότανε και τον άντρα της και το παιδί της, πώς να το θρέψει. Σε μια στιγμή την είδα να γέρνει, να παραλυέται, να γυαλίζουν τα μάτια της και να της πέφτει το παιδί απ’ τα χέρια, ενώ από το στόμα, ανοιγμένο και αποκαμωμένο, έβγαινε βαριά ανάσα.
     – Λίγο νερό, φώναξα στο μπαρμπα-Γιώργη και της έπιασα τα χέρια, ενώ η κυρα-Άννα έπαιρνε το μωρό από τη γη, που κοίταζε τρομαγμένα με τα γαλανά του μάτια, σαν να ’θελε να του πούνε γιατί έγινε κείνο το πράμα, να βρεθεί χάμου από την αγκαλιά της μάνας του.
     Ο μπαρμπα-Γιώργης διασκέλισε το χάλασμα της μάντρας του «Πανιωνίου» πέρασε στο νεκροταφείο και γύρισε σε λίγο μ’ ένα σταμνί νερό. Πλύναμε τη γυναίκα, της δώσαμε να πιει και τη συνεφέραμε σιγά-σιγά. Ο ήλιος όμως όλο κι αψήλωνε κι άρχισε να καίει. Όξω απ’ το δρόμο, κοπάδια οι άνθρωποι, κυνηγημένοι από ανθρώπους και φωτιά, τραβούσαν κατά τη μπύρα «Αϊντίν».
     – Πάμε και μεις; είπε ο γέρος.
     – Γω δε μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, άρθρωσε η Ντόρα. Θα μείνω δω, να με σκοτώσουν, να ησυχάσω.
     – Όχι μακριά, είπα. Καλύτερα κοντά ση θάλασσα. Στην ανάγκη, μπορεί να πέσουμε μέσα, να τελειώνει αυτή η τραγωδία.
     – Τι θα γίνει, λοιπόν; Δω θα μας φάει ο ήλιος!
     – Πάμε καλύτερα στο νεκροταφείο, που ’χει και δέντρα.
     Σηκωθήκαμε με κόπο, πήραμε το μπογαλάκι μας σαν τους ατσίγγανους και συρθήκαμε κατά κει. Την ώρα κείνη, άλλο κοπάδι ανθρώπων, καθώς περνούσε, μας είδε και μας ακολούθησε. Η κυρα-Άννα ήθελε να πάμε κοντά στον τάφο του αδερφού της, που ’χε πεθάνει πριν λίγο καιρό. Όμορφος τάφος, μαρμαρένιος, με κάβα μεγάλη, που μας χωρούσε όλους μέσα. Καθίσαμε. Μια βελανιδιά μεγάλη, με πυκνό φύλλωμα, μας στέγασε ευεργετικά. Ό,τι στερούσαν οι άνθρωποι –λίγη ησυχία– το ’δινε τόσο πλούσια και χωρίς ανταπόδοση το καλό δέντρο. Αν ο πράσινος κόσμος έχει δικό του Θεό και λατρεύει και εισακούει τις ευχές και τις παρακλήσεις καλύτερα απ’ τους θεούς των ανθρώπων, ας δεχθεί για την καλή βελανιδιά τις θερμότερες ευχές μας. Ανάγκη από τροφή είχαμε, μα ο νους μας δεν πήγαινε κει. Αποκαμωμένοι καθώς είμαστε, θέλαμε κάτι δροσιστικό και ανάπαυση. Ύστερα απ’ τον εκνευρισμό, είχε αρχίσει η κατάπτωση. Για καλή τύχη της Ντόρας και του μωρού, ο φύλακας του νεκροταφείου είχε δυο κατσίκες. Τον παρακάλεσα να μου δίνει γάλα κάθε μέρα, όσο μπορεί περισσότερο, και δέχτηκε. Θυμήθηκε και κάποιο καλό που του ’κανα ως δημοσιογράφος κι έτσι τα πράματα απ’ αυτή τη μεριά θα πήγαιναν καλά.
     – Να δίνετε πολλά υγρά στην κοπέλα, να κατεβάζει γάλα για το μωρό, σύστησε. Γω θα σας δίνω ταχτικά γάλα. Σε ποιο τάφο είστε;
     – Στου Λεοντσίνη· τον ξέρεις;
     – Πώς! Ήξερα και τον μακαρίτη προσωπικά. Καλός άνθρωπος.
     – Για την ανηψιά του είναι το γάλα.
     – Την κόρη του Γιωργάκη του Πιτσίνη απ’ το Μπουρνόβα;
     – Ναι.
     – Και ελόγου σας; Είστε άντρας της;
     – Ο άντρας της έμεινε αιχμάλωτος. Γω ήμουνα φίλος του και βρέθηκε να κάθομαι στο σπίτι τους. Σωστό δεν ήτανε να τους αφήσω…
     – Μπράβο, κύριε. Γω μετά χαράς θα σας κάνω ό,τι μπορώ. Συχάστε τώρα λίγο, πριν μαζευτεί κι άλλος κόσμος.
     Η Ντόρα τώρα ήπιε το γάλα, δροσίστηκε κι ανέλαβε. Το μωρό σε λίγο κάτι θα είχε κι αυτό να βυζάξει. Κάναμε προμήθεια σε νερό με το σταμνί που μας έδωκε ο φύλακας και ξαπλώσαμε απάνου στο πλατύ μάρμαρο και κάτω στη ρίζα της βελανιδιάς, αφού πλυθήκαμε λίγο για να ξεκαθαρίσουν τα μάτια και το κεφάλι μας. Ο ύπνος σφράγισε τα βλέφαρά μας γρήγορα. Ας ήτανε να κοιμηθούμε το ανεξύπνητο, Θε μου, όπως οι Διόσκουροι…

(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)