Εβγάτε οι πεθαμένοι…
Δρόσος Άγγελος
Εκτύπωση
Κατά το μεσημέρι ξυπνήσαμε από φωνές και θρήνους. Άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι, σαν κύμα που ξέσπασε ξαφνικά στο κεφαλόσκαλο κι έσπασε κάβους και σκοινιά κι ό,τι βρήκε μπροστά του, μπήκαν μέσα στο νεκροταφείο. Άλλοι από την πόρτα, την ευρύχωρη άλλοτε και τόσο στενή τώρα, άλλοι από το χάλασμα της μάντρας του «Πανιωνίου» κι άλλοι από τον τοίχο. Κι όλοι ξεφώνιζαν, ούρλιαζαν κι οι γυναίκες άφηναν κραυγές υστερικές κι έπεφταν χάμου, αφήνοντας αφρούς από το στόμα σαν να τις έπιασε ομαδική επιληψία. Άλλες, που βρήκανε τους τάφους αγαπημένων προσώπων, κρεμόντουσαν από τους σταυρούς ή έπεφταν μπρούμυτα απάνω στα μάρμαρα και ξεφώνιζαν:
     – Αχού!... Εβγάτε σεις οι πεθαμένοι να μπούμε μεις οι ζωντανοί…
     – Άνοιξε γη και κατάπιε μας, να γλυτώσουμε από το κακό…
     Όξω από το νεκροταφείο, καταστροφή κι αντάρα. Μέσα, οχλοβοή και θρηνολόγημα. Για ποιον τα τόσα μοιρολόγια;
     «Τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν…» Ποιος λίγο, ποιος πολύ, όλοι μας ξέρουμε την προφητεία του Αγαθάγγελου:
     «…ο μόσχος θα πλεύσει εις το αίμα και οι ζωντανοί θα περικαλούν τους απεθαμένους να εβγούνε από τους τάφους για να έμπουν εκείνοι».
     Αν το πρώτο μέρος δεν πραγματοποιήθηκε απόλυτα, το δεύτερο είχε συμβεί. Μα οι πεθαμένοι, καλά ησύχαζαν. Άλλη όρεξη δεν είχανε τώρα, παρά να βγούνε για να μας δώσουνε τη θέση τους. Αμ δε…
     Τι είχε συμβεί όμως και τρέχανε οι άνθρωποι κοπαδιαστά κατά το νεκροταφείο και τους μύλους και το «Αϊντίν»;
     – Βαζιβουζούκοι, τζιέρι μου. Άχου, να μην ήσωνα να ίγλεπα το κακό, τούτο τ’ αναπάντεχο.
     – Σκοτώσανε ανθρώπους;
     – Και μόνε; Ιαρπάζανε τσι κοπέλες και τσι ξεσχίζανε μπροστά στα μάτια μας. Κι οι άντροι, αν εμιλούσανε, μια και κάτου. Ιβί, Παναγία μου. Οι Τούρκοι, ντόπιοι αυτή τη φορά, κι ενισχυμένοι από τους στρατιώτες, βγήκανε στους δρόμους. Όσα μαγαζιά δεν είχανε καεί τα σπάσανε και τα γδύσανε. Τόπια από υφάσματα, κοσμήματα, φαγώσιμα, τα κουβαλούσανε φανερά, μπροστά στα μάτια των αξιωματικών τους και των συμμάχων. Τα χρυσά και τ’ αφιερώματα των εκκλησιών για πρώτη φορά ακουλούθησαν τον αληθινό προορισμό τους: πως, δηλαδή, ανήκουν στους ανθρώπους, κι όχι στους αγίους. Το κακό είναι που τα στερήθηκαν άλλοι, πιστεύοντας σε δοξασίες ασυγχώρητες και τα πήρανε τώρα άλλοι, αλλόθρησκοι, που επιτέλους η πίστη τους τούς δίνει την ελπίδα πως θα βρούνε σαν πεθάνουν βουνά από πιλάφι, χωρίς να τους γυρεύει να δώσουνε κι αυτοί.
     Σε λίγο, όλο το νεκροταφείο είχε γεμίσει. Δε χωρούσε πια άλλους. Όχι λίγοι σπάσανε την πόρτα του οστεοφυλακίου, και μπήκανε μέσα. Και τώρα, θ’ άρχιζε κι άλλη τραγωδία. Η ζωή μας θα γινότανε αβίωτη κει μέσα. Πολυκοσμία, ακαθαρσίες, χωρίς νερό, χωρίς τροφή, φύρδην μίγδην, ζώα μικρά μετά μεγάλων, κάθε καρυδιάς καρύδι, με στοιχεία κακοποιά που βγήκανε απ’ τις φυλακές και πτωμαΐνη από τους τάφους. Τι να γίνει; Αφού δε μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, ας αφήσουμε τα πράγματα όπως έρχονται.
     Γίνεσαι όμως μοιρολάτρης ή δε γίνεσαι;

(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)