Άνθρωποι-λίπασμα
Δρόσος Άγγελος
Εκτύπωση
Έτσι διάβηκε η πρώτη νύχτα στο νεκροταφείο. Το πρωί, ο ήλιος με τις αχτίνες του βάρεσε έγερση. Οι άνθρωποι σηκωνότανε και κοιτάζανε, γύρω γύρω τους, παράξενα. Και οι ίδιοι δεν πίστευαν σε ό,τι είχε συμβεί. Κι ήτανε για γέλια και για κλάματα, να βλέπεις ανθρώπους άπλυτους, μαχμουρλήδες, να κάθονται σταυροπόδι απάνου στα μνήματα και να καπνίζουν, ή να βγαίνουν απ’ τους τάφους σαν Λάζαροι. Οι γυναίκες, ξυπόλυτες άλλες, κι άλλες με κατσάρια ή μεταξωτά γοβάκια, έτρεχαν στη μοναδική βρύση με λογής-λογής αγγεία για νερό. Άλλες κι άλλοι κάνανε πρόχειρα την τουαλέτα τους. Μερικοί και μερικές τραβούσανε κατά τη δυτική γωνιά του νεκροταφείου, βιαστικοί. Αυτό κίνησε την περιέργεια. Τι πάνε και κάνουν εκεί ένας-ένας κι ύστερα γυρίζουν ευχαριστημένοι; Η δημοσιογραφική μύτη, δεν άργησε να το ανακαλύψει, αν και σε λίγο, μόλις άρχισε ο ήλιος να ζεματάει, όλες οι μύτες μυρίστηκαν τι συνέβαινε. Σε κείνο το μέρος, μια σειρά από τάφους είχε κάνει ρωγμή, έτσι που φαινότανε σα να ’τανε σκαμμένο το χώμα για θεμέλια. Κάπου-κάπου, ξεπρόβαλε η γωνιά καμμιάς νεκρόκασας. Απόμερα όπως ήτανε και κοντά στον εξωτερικό μανδρότοιχο που συνόρευε με το σιδηροδρομικό σταθμό Αϊδινιού που βρισκόντουσαν Τούρκοι, δεν πήγε κανένας να μείνει. Έτσι, δεν άργησε να ξεπληρώσει και το μέρος αυτό κάποιο σκοπό. Συνηθίζουμε να λέμε για κάποιον που δε χωνεύουμε πως σαν πεθάνει, θα πάμε στον τάφο του να κάνουμε ό,τι κάνουμε στη χρεία, μα κανένας δε βρέθηκε να πραγματοποιήσει την απειλή του. Τώρα όμως οι μακαρίτες που ήτανε θαμμένοι εκεί πέρα, χωρίς να ’χουνε προηγούμενα με όλους μας, πάθανε αυτό το μασκαριλίκι, κι από άντρες κι από γυναίκες. Δεν ξέρω αν ήτανε έξυπνοι άνθρωποι στη ζωή τους, μα πεθαμένοι έπρεπε να είναι κουτοί, για να ’χουν την εντύπωση πως ο Θεός τούς ρίχνει χαλβά…
     Να και τα πρώτα τσαρδάκια. Φαίνεται πως πάμε για μόνιμη εγκατάσταση εδώ πέρα. Επιτέλους, τα μαρμαρένια μαυσωλεία και οι σταυροί εξυπηρετούν κάποιο σκοπό. Καλά λένε πως ούλα χρειάζονται για τους ζωντανούς κι όχι για τους πεθαμένους. Τα πρώτα στεγάσανε τους φοβητσιάρηδες. Οι δεύτεροι χρησίμεψαν για να δεθούν σπάγγοι και σκοινιά. Σωστό τσιγγαναριό. Τέντες και στέγαστρα με τους πιο απίθανους χρωματισμούς και σχήματα. Κάτι χειρότερο από εμποροζωοπανήγυρι. Και το εμπορεύσιμο είδος; Εμείς. Οι άνθρωποι. Δεν είναι απίθανο, αύριο που θα γίνουν διαβήματα –αν γίνουν– για να ελευθερωθούμε, να πει η τουρκιά: Πόσα θα μου δώσετε; Α δε μου δώστε όσο μου συμφέρει, τους κρατώ ούλους για λίπασμα. Έχω εκτάσεις απέραντες. Ούλη την Ασία. Τα κορμιά που πέσανε δε φτάνουν. Μ’ αυτούς κάτι πάει κι έρχεται. Ποιος θ’ αναλάβει να τους κοντύνει το κεφάλι; Όσο γι’ αυτό, μη χολοσκάτε. Τους βάζω μπροστά σαν κοπάδια, τους αφήνω νηστικούς και τους ξαπολάω για το εσωτερικό με τα πόδια. Χριστιανοί δεν είναι; Άι, θα μαρτυρήσουνε αποστολικώς. Το πολύ πολύ, να τους κηρύξετε αγίους. Αυτό είναι υπόθεση του καλανταρίου σας. Εμένα μ’ ενδιαφέρει να πεθάνουν. Κι αν δεν πεθάνουν απ’ το ποδοκόπι και το ξύλο, έχω και πολυβόλα. Δουλεύει λίγο η ραφτομηχανή και τους ξαπλώνει χάμου, ώσπου να πεις κύμινο.
     Ωστόσο, μ’ αυτά τα πιτσιλοπάρδαλα στέγαστρα, βρήκανε λίγο ίσκιο όσοι δεν είχανε την τύχη να σκιάζονται από τα δέντρα. Σε λίγο, οι ξύλινοι σταυροί και τα κάγκελα άρχισαν να προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους. Χραπ και στη φωτιά. Λίγη νερόσουπα, λίγο τσάι, ό,τι βρισκότανε τέλος πάντων, έπρεπε να ψηθεί. Έπειτα, δε τα λέγαμε; Έξω απ’ το νεκροταφείο –παρντόν, απ’ την κατοικία μας, καλέ, που μπορεί να ’τανε κι η τελευταία– είχανε στηθεί, σειρές σειρές τα πρόχειρα μπακάλικα, μανάβικα, τζιερτζίδικα κι εύρισκες ό,τι ποθούσε η ψυχή σου. Μονάχα ελευθερία δεν πουλούσανε, γαλήνεψη κι ειρήνη δε βρίσκαμε. Αυτό το είδος δε βρίσκεται καθόλου στη γη. Και το μωρό; Μόλις άνοιξε τα μάτια του, τα γαλανά σαν τον ολοκάθαρο ουρανό, χαμογέλασε το γέλιο του αθώου και σκορπίστηκε απ’ το πρόσωπό του μια σταλιά καλωσύνη, σαν εκείνη τη γαληνιαία καλωσύνη που αχτινοβολούσε το πρόσωπο του Χριστού. Θα νόμιζε πως ήτανε στο λίκνο του και δεν ήτανε παρά μέσα σε τάφο. Τι όμορφο πράμα η άγνοια.

(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)