|
Το δρέπανι του θανάτου
| Δρόσος Άγγελος |
|
Αυτό το περιστατικό, που εκθέσαμε παρά πάνου, μας έδωκε στα νεύρα. Είχαμε γίνει όλοι μελαγχολικοί και μέναμε με το κεφάλι κάτου. Θέλαμε να σκεφτούμε και δε μπορούσαμε. Είχαμε μια στείρωση διανοητική, λες και το μυαλό μας είχε στεγνώσει κι είχε κολλήσει απάνου στο καύκαλο. Πού θα πάει επιτέλους αυτή η δουλειά; Γιατί δε γίνεται ό,τι είναι να γίνει; Αν είναι να μας σκοτώσουν, ας το κάνουν μιαν ώρα αρχύτερα, να τελειώνει. Αν είναι να μας διώξουν… Όχι όμως στο εσωτερικό. Αυτό θα σήμαινε πως θέλουν να μας βασανίσουν, να μας ξεκάνουν, χωρίς να μας σκοτώσουν. Ίσως, όπως είχαμε καταντήσει άχρηστα κορμιά, να μην άξιζε να χαλαστούν τόσες σφαίρες για μας. Κι οι Τούρκοι κάνανε το λογαριασμό τους. Αντί να μπουν σε μπελάδες για το ξεκαθάρισμά μας, θα ήτανε πιο συμφέρον γι’ αυτούς να μας τραβήξουν κατά το εσωτερικό, ποδαρόδρομο. Έτσι, ήτανε βέβαιο πως κανένας μας δε θα μείνει ζωντανός. Μα όχι. Δε μπορεί να γίνει ένα τέτοιο πράμα. Δε μπορεί. Φαίνεται πως θα γίνονται συνεννοήσεις με τα πολιτισμένα έθνη για να μας διώξουν από δω και να μας στείλουν στην Ελλάδα. Ας τελειώσουν όμως γλήγορα… Δω που μένουμε, είναι χειρότερα, απ’ όλους τους κύκλους της κόλασης. Τι θέλουν από μας;
Κατρακυλούσαν έτσι οι ώρες, οι μέρες, οι νύχτες. Και μεις, μέναμε πάντα σαν τα ζα, χωρίς ούτε να μουγκρίζουμε πια. Και η ανάσα μας είχε λιγοστέψει. Μονάχα ο Γιώργης ο έμπορος, ο τρελός, είχε πάρει μια ζωτικότητα αλλιώτικη ολωσδιόλου. Αυτό το πλάσμα του Θεού λες πως ξαναγεννήθηκε. Είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Κι αρχίσαμε στο τέλος να ζηλεύουμε την τύχη του. Έχασε το λογικό του και βρήκε την ησυχία του. Δεν τον ένοιαζε πια για τίποτα. Νεράκι μονάχα έπινε και έτρωγε χόρτα. Απ’ αυτά είχε άφθονα στο νεκροταφείο. Ώρες ώρες, μπουσούλαγε με τα τέσσερα σαν το ζω, άρπαζε με τα δόντια του καμμιά φούντα χορταριού και τη μασούλαγε. Μήπως ήτανε αυτός ο προορισμός των ανθρώπων στη γη κι ο πολιτισμός μάς έκανε να ξεφύγουμε και γι’ αυτό μας τιμωρεί ο δημιουργός; Ποιος ξέρει…
Όμως γιατί αργούν οι συνεννοήσεις που γίνονται για μας; Πως κάτι θα γίνεται, φάνηκε κι από μια διάδοση, πως οι Αμερικάνοι, που άφησαν την καλοπέρασή τους κει στη μακρινή πατρίδα τους από αλτρουισμό κι ήρθανε για λόγου μας στη Σμύρνη, μαζεύανε τα παιδάκια που ορφάνεψαν έτσι ξαφνικά κι από πατέρα κι από μάνα, για να τα στείλουν στην Ελλάδα. Δε μπορεί παρά κάτι να γίνει και για μας. Και τώντις, σε καμμιά-δυο μέρες ύστερα απ’ τη διάδοση αυτή, ήρθε μήνυμα πως όσες γυναίκες θέλανε, κι όσοι άντρες από τα πενήντα κι απάνου, μπορούσαν να φύγουν με τα επίτακτα καράβια που ’χαν έρθει. Με μόνη τη διαφορά πως θα ’πρεπε ο καθένας να δίνει και μια-δυο λίρες για να περάσει στο καράβι. Τώρα, τι είδους φιλανθρωπία γινότανε, κανένας δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει. Τέλος, όσοι είχανε σώσει καμμιά λίρα, τη δίνανε. Οι άλλοι περίμεναν την ευσπλαχνία του Υψίστου, που δεν το ’χε όμως σκοπό να βρέξει λίρες. Κι αλλοίμονο σε κείνον που θα τολμούσε να πέσει στη θάλασσα για να βρει σωτηρία στο χριστιανικό καράβι. Πριν προφτάσουν οι Τούρκοι να επέμβουν, η χριστιανική κοντακιά των Αμερικάνων έδινε τέλος κι έτσι ο κάθε φουκαράς έβρισκε την παντοτινή ανάπαυση στα νερά, δίνοντας και τροφή στα ψάρια. Αλλά κι αυτού του είδους η φιλανθρωπία σταμάτησε. Φαίνεται πως δε γινότανε καλό αλισβερίσι. Και μείναμε πάλι με τη ελπίδα, μιαν ελπίδα που δεν την ξέραμε, μα που δε μπορούσε παρά να εκδηλωθεί, έστω και με το δρεπάνι του θανάτου…
|
|
(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)
|
|