Στο οστεοφυλάκιο
Δρόσος Άγγελος
Εκτύπωση
Από σήμερα, αλλάξαμε κατοικία. Μια που φαίνεται πως ερίξαμε για καλά άγκυρα, κι επειδή ο καιρός άρχισε να συμμαχεί με τους νικητές και ν’ αγριεύει κι αυτός, καλά είναι να κουρνιάσουμε κάτω απ’ το κεραμίδι. Γιατί αν μας βρει καμμιά βροχούλα, αλλοίμονο. Κι έτσι, μια που είχαμε το μέσο, φροντίσαμε να χωθούμε μέσα στο οστεοφυλάκιο. Για να καταλάβετε τι είναι αυτό το πράμα, που θεωρούμε μεγάλο ευτύχημα γιατί βρεθήκαμε μέσα, πρέπει να το ξέρετε. Ένα στενόμακρο κτίριο σε μια γωνιά του νεκροταφείου, κι από μέσα χωρισμένο στα τρία, κατά το μάκρος, με στυλωσιές, απάνω στις οποίες ήτανε βαλμένα τα κασονάκια με τα κόκκαλα των πεθαμένων. Ανάμεσα στους στενούς διαδρόμου, είχανε κουρνιάσει άνθρωποι. Καμιά φορά, καθώς κοιμότανε, δεχόντουσαν χωρίς καμμιά διάκριση μια νεκροκεφαλή στα μούτρα, ή κανένα κόκκαλο από ποδάρι. Τα κασονάκια, πολυκαιρισμένα και σαπισμένα, άνοιγαν ξαφνικά και το περιεχόμενό τους μπούχιζε τους ζωντανούς ανθρώπους που δε θέλανε να πεθάνουνε, κι όμως δε ζούσανε.
     Για ατμόσφαιρα και καθαρόν αέρα ας μη γίνεται λόγος. Πτωμαΐνη και των γονέων. Και κοντά σ’ αυτό, το χνώτο τόσων ανθρώπων και η απλυσιά. Δω μέσα, μάλιστα, σημείωσε σπουδαία πρόοδο και η ψείρα. Μπορεί να την τρέφει το φώσφορο…
     Δω μέσα, λοιπόν, γυρέψαμε καταφύγιο για να πεθάνουμε από μόλυνση κι όχι από πούντα, όπως θα γινότανε αν μέναμε στο ύπαιθρο. Η διαμονή μας δεν μπορούσε βέβαια να είναι ιδεώδης, ούτε καν υποφερτή, αλλά είπαμε: δεν είχαμε φόβο να βραχούμε. Κατά τα άλλα, ήτανε φίνα. Ή έπρεπε να μην κουνάς από τη θέση σου, γιατί θα σου την έπαιρναν άλλοι και γιατί θα ’πρεπε να πιαστούν τα κανιά σου απ’ το δρασκέλισμα που θα ’κανες ώσπου να φτάσεις στην έξοδο, ή έπρεπε να μαζευτείς στη μεριά σου να καμωθείς πως δε νιώθεις τίποτα και να δέχεσαι να σε δρασκελίζουν άλλοι.
     Μ’ όλα ταύτα, άλλοι, που δε μπορούσανε να βρούνε σ’ αυτή τη νεκρική οκέλα μια θέση να ξαπλώσουν, μας μακαρίζανε. Κάτι χειρότερο: μας ζηλεύανε. Κι απ’ την κακία τους αρχίσανε να μας παίρνουν στο ψιλό και να μας φωνάζουν ψευτοαριστοκράτες. Στη βρύση που πηγαίναμε για νερό, μας κάνανε πόλεμο. Βλέπεις, είχαμε αρχίσει να σχηματίζουμε κοινωνία και παίρναμε πάλι όλες τις κακίες που έχουν οι κοινωνίες. Η ραθυμία, εξάλλου, έδινε κι έπαιρνε. Χασμουριότανε ένας και πειραζότανε άλλος. Ωστόσο, μ’ αυτή την αλλαγή της κατοικίας, έγινε κι ένα άλλο πράγμα απίστευτο. Κατόρθωσα να ξυριστώ και να πλυθώ. Όχι βέβαια σ’ όλο το σώμα. Μα και το μούτρο που έπλυνα ήτανε πράμα που μπορούσε να κινήσει το φθόνο. Μου φαίνεται σαν αλλιώτικη κατάσταση. Τώρα μάλιστα! Είμαι λιγότερο πίθηκος. Άρχισα να γίνομαι κι αισιόδοξος. Νιώθω πως ξαναγεννήθηκα. Κι η γλώσσα λύθηκε, κι έβγαλα ένα φιλιππικό κατά των Αμερικάνων, που θέλησαν να εκμεταλλευτούνε τη δυστυχία μας. Κρίμα να μη γίνονται εκλογές δω μέσα! Θα ’ρχόμουνα πρώτος και με μεγάλη πλειοψηφία. Είχα συγκινήσει τα πλήθη…

(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)