Πανδαισίες!
Δρόσος Άγγελος
Εκτύπωση
Σπουδαία πανδαισία η σημερινή! Βέβαια, χορτάτος δεν καταλαβαίνει την πείνα του νηστικού, και θα φανεί ανόητη η χαρά κι η ευχαρίστησή μας για ό,τι έγινε. Όμως, ας μη το χρωστάει ο Ύψιστος σε κανένα που να χρειαστεί να του το πληρώσει. Φάγαμε το κρέας που να το χτυπούσες στον τοίχο δεν κολλούσε. Στις καλές στιγμές ούτε ζωγραφιστό δε θέλαμε να το δούμε. Μας φαινότανε μάλιστα ακατανόητο πως υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την όρεξη σαρκοβόρων θηρίων και τρώνε μ’ ευχαρίστηση τέτοια κρέατα. Αλλά τώρα, σ’ αυτές τις στιγμές, είμαστε οι τυχερότεροι των τυχερών, που γινήκαμε κάτοχοι ενός κομματιού της κατσίκας του φύλακα του νεκροταφείου, που είχε τόση τρυφεράδα, όσην έχουν όλες μαζί οι εξηνταρίτισσες πεθερές του κόσμου.
     Το καϋμένο το ζω, μην έχοντας τι να φάει, αφού τα χορτάρια των τάφων τα είχανε αφανίσει οι άνθρωποι, άρχισε να μην αισθάνεται στα σύγκαλά του. Τ’ αφεντικό του, που μυρίστηκε τι τύχη περίμενε το ζωντανό του, του πελέκησε το λαιμό και το ’κανε ψιλά. Βέβαια, αφού ήμαστε απ’ τους εξέχοντες της «κοινότητος των πεθαμένων», είχαμε την τιμή να δεχτούμε την επίσκεψη του φύλακα και, περισσότερο ακόμα, την προσφορά ενός κομματιού της γίδας.
     Δυο-τρεις σταυροί χρησίμεψαν για μέσο της πανδαισίας μας. Χραπ και στη φωτιά. Βράσαμε το κρέας σ’ ένα τενεκέ και ριχτήκαμε με τα μούτρα. Όταν ήμουνα φαντάρος, έτρωγα με λιγότερη λαιμαργία… Τώρα, αφού φάγαμε το κρέας που δεν τρωγότανε, περάσαμε και δεύτερο, και τρίτο χέρι και τα κόκκαλα. Αυτό το πράγμα ήτανε απ’ τ’ άγραφα. Άσχετο, αν δυο μέρες συνέχεια, μου φαινότανε πως βέλαζε μέσα μου η χιλιοχρονίτικη γίδα.
     Το κάτου-κάτου, εγώ είχα πανδαισία με τη γίδα κι όχι με ανθρώπινο κρέας, όπως έγινε με άλλους, που φάγανε ένα πεθαμένο παιδάκι.
     Αλήθεια, ποτέ δε μαθεύτηκε τίνος ήτανε το παιδάκι και πώς βρέθηκε ένα πρωί πεθαμένο σε μια γωνιά του νεκροταφείου. Αυτό το πράμα το συλλογίστηκαν οι άλλοι, κι όχι φυσικά εκείνοι που φάγανε το παιδί. Είπανε –και μπορεί να είναι έτσι– πως αφού το παιδί πέθανε, η μάνα του θα τρελάθηκε και πήδησε απ’ τη μάντρα του νεκροταφείου ή για να τη ξεκάνουν οι Τούρκοι, ή για να βρει τη γιατρειά της μέσα στη θάλασσα.
     Ωστόσο, έγινε κυριολεκτικά αλήθεια κείνο που λέμε: ο θάνατός σου, η ζωή μου.
     Με μια ψυχούλα που έσβυσε, στυλωθήκανε τόσες ψυχάρες. Ο καλός Θεός είχε φροντίσει αυτή τη φορά για τα πλάσματά του τα γήινα, όπως φροντίζει πάντα για τα πετεινά του ουρανού. Αν τον πίστευα, θα τον δοξολογούσα ή θα τον βλαστημούσα. Τώρα δεν πιστεύω σε τίποτα, παρά μονάχα στο ότι η κοιλιά μου τυλώθηκε για καλά με τη μισοψόφια γίδα.

(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)