Ο διάκος που ’γινε άνθρωπος
Δρόσος Άγγελος
Εκτύπωση
     Ποιος είδε θηλυκό παπά
     και διάκο γκαστρωμένο,
 
 
λέει το λαϊκό δημοτικό τραγούδι. Και θηλυκούς παπάδες έχουμε δει και διάκους γκαστρωμένους, και κάτι παραπάνω. Αρχιδιάκο όμως που παρίστανε τον άνθρωπο, δεν είχαμε δει. Τον είδαμε κι αυτόν. Τώρα είναι δεσπότης, να ’χετε την ευχή του, όσοι τη θέλετε. Του κακομοίρη του αρχιδιάκου, λοιπόν, όσα δεν του ’χε φέρει ο χρόνος, του τα ’φερε η κακιά ώρα. Σαν κομμάτιασαν το Μητροπολίτη, πήρε κι αυτός των ομματιών του και γύρεψε να κρυφτεί. Καλύτερα γερός άνθρωπος στη γη, παρά άγιος κομματιασμένος στον ουρανό. Κούρεψε τα μακριά μαλλιά, ξούρισε το μουστάκι, ψαλίδισε τα γένια, πέταξε τα ράσα, έβαλε ένα ψαθάκι στο κεφάλι κι έγινε άνθρωπος. Τον ανακαλύψαμε δίπλα σ’ ένα τάφο, καθώς χαζεύαμε με το Σμυρνιό δημοσιογράφο Ζάνο.
     – Γεια σου, πάτερ Βασίλειε… Και συ εδώ;
     Χαμογέλασε ένα γέλιο γιομάτο πίκρα κι ειρωνεία για την κατάντια του.
     – Καθίστε, παιδιά, να καπνίσουμε ένα τσιγάρο, και μη λέτε τίποτα, σας παρακαλώ.
     – Δε σ’ έχουν πάρει χαμπάρι;
     – Κάτι λίγοι, μα μην το πολυλέτε και μαζεύεται ο κόσμος με περιέργεια δω πέρα.
     Η αλήθεια είναι πως τον λυπήθηκα, γιατί είναι καλός άνθρωπος. Το μόνο σφάλμα του είναι που έγινε ιερωμένος. Χαθήκανε, μωρέ, για τους καλούς κι έξυπνους ανθρώπους τα επαγγέλματα; Κι αυτή τη στιγμή, του τα ’ψαλα ένα χέρι.
     – Σ’ αυτό το χάλι που βλέπετε, έχουν βάλει την ουρά τους κι οι διαβόλοι, δηλαδή το παπαδαριό. Ο Χριστός, πάτερ Βασίλειε, δίδαξε το «αγαπάτε αλλήλους». Δίδασκε την αγάπη και την αλήθεια. Σεις κάνετε το ανάποδο. Σεις ευλογάτε τους χριστιανούς και τους λέτε να σκοτώνουν τους Τούρκους και τους άλλους χριστιανούς, σαν όπως έγινε στο μεγάλο πόλεμο, που βλέπαμε το σύμβολο του Χριστού, το σταυρό, να είναι κι απ’ το ’να στρατόπεδο κι απ’ τ’ άλλο, που αλληλοσκοτωνόντανε οι άνθρωποι. Να τα έργα των λόγων σας. Καμαρώστε τα τώρα. Από πλεονεξία κι από φαρισαϊσμό, ποτίζετε τον αφελή κοσμάκη με το πιο αψύ κρασί του θρησκευτικού φανατισμού και της πατριδοκαπηλείας, και τον αφήνετε ύστερα να βουρλίζεται, αφού πρώτα, του λόγου σας, ρίχνετε στο δικό σας ποτήρι σκέτο νεράκι, και γουστάρετε υπόθεση. Αν δε σε λυπόμουνα, πάτερ Βασίλειε, στο πρόσωπό σου θα εκδικιόμουνα ούλους τους ρασοφόρους, που ’ναι η μεγαλύτερη βρωμιά της κοινωνίας. Τώρα όμως είσαι πεθαμένος και εσύ. Τι να σου κάνω; Τα πτώματα, όταν τα σιχαίνεται κανένας, το πολύ πολύ τα μουντζώνει. Πάρε λοιπόν δέκα μούντζες, για εισιτήριό σου στον παράδεισο. Κι άμα γλυτώσεις από δω μέσα, και μείνεις πάλι ό,τι είσαι, θα πει πως άξιζες χειρότερα να πάθεις.
     Ο πάτερ Βασίλειος ξεροκατάπιε και, για να γλυκάνει τη συζήτηση, έβγαλε από ένα τσουβαλάκι που ’χε δίπλα του μια φούχτα ζάχαρη και τσάι και μας έδωσε. Αυτό δε θα το ’κανε ίσως αν ήτανε στη διακονία του Υψίστου. Μα τώρα από φόβο και λιποψυχία, έγινε και φιλάνθρωπος. Φανταστήκατε, αλήθεια, παπά φιλάνθρωπο; Ευκολότερα παίρνεις από χέρι διαβόλου, παρά από χέρι παπά. Ας είναι όμως… Ο πάτερ Βασίλειος, δίνοντάς μας τη ζάχαρη και το τσάι, θέλησε να μας κοπλιμεντάρει κιόλας:
     – Σεις, τώρα, θα μαζεύετε υλικό για να γράψετε.
     Να σου πετύχει κοπλιμάν… Ας έλειπε καλύτερα και το υλικό που μαζεύαμε –δηλαδή, που μάζευα, γιατί ο σύντροφός μου πήγε ολόρθος και ατσάκιστος στον παράδεισο– και το καλό του. Ωστόσο, μια που κι ο πάτερ Βασίλειος αποτέλεσε υλικό, τον αναφέρνουμε. Μεγάλη του τιμή…

(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)