[ Καλοκαίρι του ’67 ]
Αρσένη Κίττυ
Εκτύπωση
Το κελί μου είναι πολύ μικρό. Σκοτεινό. Ψαχουλεύω τους τοίχους. Οι σοβάδες πέφτουν και γεμίζω κοριούς.
     Χτες βράδι με πιάσανε λοιπόν. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Το απόγευμα στο θέατρο με ειδοποιήσανε: «Πιάσανε το Μίκη. Κάνουνε συλλήψεις». Και τα ξημερώματα, στις 2 η ώρα, με πιάσανε. Αυτό ήτανε.
     Είμαι πολύ ζαλισμένη. Προσπαθώ να καταλάβω πόσο με χτυπήσανε. Δεν πρέπει νάταν πολύ. Όταν ο Λάμπρου διέταξε «Αφήστε την. Αυτή, στο μηχάνημα της αληθείας», εγώ άντεχα ακόμα μια χαρά. Προπάντων είμουνα ένας πολύ ψύχραιμος παρατηρητής. Δεν ένιωθα ούτε πόνο, ούτε φόβο. Είχα θυμώσει με το σοφέρ που είχε αρχίσει να βαράει μέσα στ’ αυτοκίνητο ενώ το ένα του χέρι ήταν στο τιμόνι. Εγώ στο πίσω κάθισμα ανάμεσα σε δυο. Ο Λάμπρου μπροστά είχε διατάξει «Στα νταμάρια». Και το κακό άρχισε μέσα στ’ αυτοκίνητο από τον υπερβάλλοντα ζήλο του σοφέρ.
     Πρέπει νάχουν περάσει δυο τρεις ώρες από τη στιγμή που με πετάξανε εδώ μέσα. Η τελευταία μου σκέψη ήτανε «καλά τα κατάφερα» και έπεσα και κοιμήθηκα φαίνεται.
 
     Ο θόρυβος γύρω μου είναι εκκωφαντικός και παράξενος. Σιδερένιοι ήχοι χτυπάνε σαν τα καζάνια της κόλασης μέσα στο κεφάλι μου. Ακουμπάω το πρόσωπό μου στο τσιμέντο να δροσιστώ λιγάκι. Μυρίζει κάτουρο. Κατάλαβα. Εδώ θα είναι αυτό που λένε «αυστηρά απομόνωση». Δεν τρως, δεν πίνεις νερό και κάνεις τις σωματικές σου ανάγκες εδώ μέσα. Ο λαιμός μου είναι στεγνός. Έχω μια γεύση αίματος στο στόμα μου. Πιάνω το αριστερό μου μάτι που με καίει και το αισθάνομαι πρησμένο. Το κεφάλι μου κουδουνίζει και πονάει όπου και να τ’ ακουμπίσω. Τα μαλλιά μου μού μένουνε τούφες στα χέρια. Πονάνε τα πόδια μου στα πέλματα, οι κλειδώσεις των χεριών μου, πονάει το κορμί μου ολόκληρο και το μόνο που θέλω είναι νερό. Ένα ποτήρι νερό.
 
     Μπήκανε στις δύο το πρωί στο σπίτι μου με τα περίστροφα στα χέρια και είπανε: «Μη φοβάστε, Αστυνομία» και η μάνα μου έπεσε λιπόθυμη. Τριγυρίσανε και κάνανε το σπίτι άνω κάτω σα λυσσασμένα σκυλιά. Ο Λάμπρου με ρώτησε αν μου αρέσει η μουσική του Θεοδωράκη. Δεν ήξερα πώς συμπεριφέρονται σε αστυνομικούς που κάνουνε έρευνα. «Γιατί με ρωτάτε, είμαι καλλιτέχνις», τους είπα και μου έσπασε το δίσκο με το «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού».
     Τους παρακάλεσα ό,τι είναι να γίνει να μη γίνει μέσα στο σπίτι. Φοβήθηκαν τις φωνές, τη μάνα μου λιποθυμισμένη δίπλα, την πολυκατοικία, –η ζωή κυλάει ήρεμα στην Αθήνα– και μου είπανε να φύγουμε.
     Αγκάλιασα και φίλησα τη μάνα μου και το Δημήτρη. Δε με κοίταζαν, δε με χαιρέτησαν. Είχαν παγώσει. Είπα στη μάνα μου «κουράγιο». «Μην αργήσεις», μου είπε, όπως συνήθιζε να μου λέει όταν έβγαινα περίπατο. Ο Δημήτρης είχε μείνει και αυτός παγωμένος. Μόνο η Δάφνη έτρεξε έφερε μια κουβέρτα και με χαιρέτησε όπως αποχαιρετάς έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις αν θα τον ξαναδείς. Γύρισα να τους ρίξω μια τελευταία ματιά. Λιγοψύχησα. Ο Λάμπρου ούρλιαξε: «Θα σας αφανίσουμε όλους. Είσαστε συνεργοί της!».
     Στην είσοδο της πολυκατοικίας περίμενε ο σοφέρ. Έφερε τη μαύρη κούρσα από τη γωνιά και ξεκινήσαμε για τα νταμάρια. Τους είχα αφήσει πίσω μου. Δεν υπήρχε χώρος για να τους σκεφτώ.
 
     Αυτός ο αξιωματικός υπηρεσίας μού κράτησε την κουβέρτα που μου έδωσε η Δάφνη. Και πονάω παντού.
 
     Ο Λάμπρου έκανε τις συστάσεις μέσα στο σπίτι. «Είμαι ο Λάμπρου. Και οι άλλοι δυο ανώτεροι αξιωματικοί της Ασφαλείας, Μπάμπαλης και Μάλλιος». Μεγάλη μου τιμή. Η φωτογραφία του Λάμπρου είχε φιγουράρει πριν λίγο καιρό στις εφημερίδες. «Ο νέος προϊστάμενος της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών». Μαζέψανε όλες τις αποδείξεις της ενοχής μου, βιβλία αριστερά, δίσκους του Θεοδωράκη, με βάλανε στη μαύρη κούρσα, μου είπανε ότι βιαζόντουσαν πολύ και θέλανε πληροφορίες απόψε, κιόλας από μένα, δεν έχουνε καιρό να χάσουνε, θα με πηγαίνανε στα νταμάρια να τελειώσουμε γρήγορα. Η μέθοδος της γρήγορης ανάκρισης άρχισε μέσα στ’ αυτοκίνητο…
 
     Έμαθα περίεργα πράγματα απόψε. Πώς μπορεί να σε χτυπάνε και να μην πονάς! Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι. Στη φούρια του το άρπαξε ο ίδιος και άρχισε να το στρίβει. Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: «Μην κουράζεστε, κύριε προϊστάμενε! Εγώ!» Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. Εγώ περίμενα το σπάσιμο για να ξεσπάσω. Σκεφτόμουνα όταν ήμουνα μικρή είχα πέσει από την αχλαδιά του κήπου μας και είχα σπάσει το χέρι μου, ούτε που το κατάλαβα. «Έτσι θάναι και τώρα», σκεφτόμουνα, «την ώρα που θα σπάσει ούτε που θα το καταλάβω». Άρχισα να ξεφωνίζω, μηχανικά σχεδόν, όταν είδα από μακριά ένα φως σπιτιού. Και αυτό ήτανε λάθος φαίνεται… Με ξαναβάλανε γρήγορα γρήγορα μέσα στ’ αυτοκίνητο και ανεβήκαμε πιο πάνω. Εκεί τέλεια ερημιά. Πρέπει να προσέχουμε τις ώρες της κοινής ησυχίας! Ο Λάμπρου μού λέει «Όλα θα μας τα πεις απόψε εδώ. Βιαζόμαστε. Δε φεύγεις ζωντανή αν δε μας τα πεις όλα απόψε!» Προσπαθώ να συμμαζέψω το ξεσκισμένο μου φουστάνι και τα αίματα που τρέχουν από τη μύτη μου. «Τότε θα την εκτελέσουμε» και ο Μπάμπαλης βγάζει το πιστόλι του και το ακουμπάει στον κρόταφό μου. Παίζει το μεγάλο του νούμερο. «Δε με νοιάζει, πώς το λένε κ. Μπάμπαλη. Και κάτι πάρα πάνω. Το εύχομαι. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει, αν δεν εκτελέσεις την απειλή σου. Κάντο, εμπρός λοιπόν».
     «Σκοτώστε με! Δε με νοιάζει», τους φωνάζω. Αυτό δεν ήτανε σκόπιμο. Αφηνιάσανε. Παρατάνε το πιστόλι και βγάζουνε τα ματσούκια. Τόξερα, δε θα τολμούσαν ποτέ να με σκοτώσουν πριν βγάλουν από μένα ό,τι θέλανε να βγάλουνε. Από κει και πέρα το μεγάλο νταβαντούρι. Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, ο Λάμπρου επιστατεί, δίνει εντολές και ξεθυμαίνει πότε πότε χτυπώντας ο ίδιος προσωπικά.
     Είναι τέλεια ερημιά, είναι τέσσερεις που με χτυπάνε και γω έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τους αντισταθώ. Αμύνομαι. Είναι αστείο.
     «Θα σταματήσουν άμα χαράξει», σκέφτομαι, «ως τότε αντέχω». Δε μιλάω, δεν απαντάω. Μόνο φωνάζω από καιρό σε καιρό. Ακούω τη φωνή μου και υπάρχω.
     Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια.
     Και ξαφνικά σταματήσανε. Ο κ. Λάμπρου, ο κ. προϊστάμενος, κουράστηκε. «Δεν βγαίνει τίποτα μ’ αυτήν έτσι. Αυτήν στο μηχάνημα της αληθείας». «Λες ψέματα κύριε προϊστάμενε, σας ξέρω καλά», σκέφτομαι, «δεν υπάρχει μηχάνημα. Αν μου βγάλεις τα νύχια και μου κάψεις το κορμί μου με τσιγάρα, δε χρειάζεσαι το μηχάνημα. Θα το κάνεις μόνος σου, γιατί έτσι θα σ’ αρέσει περισσότερο».
     Φτάσαμε στην Μπουμπουλίνας. Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε «στριπτήζ». Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό,τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο – άντρες, γυναίκες ξαπλωμένοι κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18. Από σήμερα ονομάζομαι 18.

(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)