[ Συνέρχομαι με φριχτούς πόνους ]
Αρσένη Κίττυ
Εκτύπωση
Συνέρχομαι με φριχτούς πόνους. Μάλλον θάναι βράδι. Μπορεί νάναι, 8, μπορεί νάναι δέκα, μπορεί αργότερα. Ο φρουρός ανοίγει την πόρτα. «Τα παπούτσια σου», μου λέει. Φοράω τα παπούτσια μου. Ανάκριση.
     Με ανεβάζουν σ’ ένα γραφείο. Οι χτεσινοί μου και μερικοί άλλοι. Τα παντζούρια είναι κατάκλειστα. Περνά ο θόρυβος κανενός αυτοκινήτου. Μια γραφομηχανή χτυπάει από δίπλα. Δεν έχουν κανένα εκτυφλωτικό φως. Ένας γλόμπος μόνο κρέμεται πάνω από το ταβάνι. Τα παντζούρια είναι κατάκλειστα. Κανείς δε θα μ’ ακούσει. Και η μηχανή δίπλα γράφει: Καταθέσεις.
     Μου φέρονται πολύ καλά.
     – Κάθισε, θες τσιγάρο;
     Το έχω πολύ ανάγκη. Δεν ξέρω πώς συμπεριφέρονται σε ανακρίσεις.
     – Όχι. Ευχαριστώ.
     Γελάνε.
     – Δε μας καταδέχεσαι;
     – Πώς αισθάνεσαι;
     – Καλά, καλά. Ευχαριστώ. Και πιάνω το κεφάλι μου.
     – Γιατί τα μάτια σου είναι κόκκινα; με ρωτάει ο Μπάμπαλης.
     «Λέει ψέματα», σκέφτομαι. Τα μάτια μου δεν είναι κόκκινα. Το λέει για να με τρομοκρατήσει. Δεν αισθάνομαι το πρησμένο μου μάτι να καίει. Λένε ψέματα. Λένε ψέματα. Είμαι πολύ καλά.
     Είναι πολύ ευγενικοί μαζί μου. Μου μιλάνε με το μικρό μου όνομα και απλώς μου ζητάνε συνεργασία. Ο Λάμπρου μου λέει να ξεχάσω τι συνέβηκε χτες στα νταμάρια και αυτοί δεν το θέλανε, αλλά τους πείσμωσα επειδή δεν άνοιγα το στόμα μου. Τώρα όμως πέρασε αυτό, έτσι; Τώρα μπορούμε να κουβεντιάσουμε πολιτισμένα. Όποιοι πιάνονται, κάθονται και συζητάνε και βοηθάνε την υπηρεσία. Αφού είναι πιασμένοι τι άλλο να κάνουμε; Να συνεργαστούν και η υπηρεσία θα το εκτιμήσει δεόντως. Έτσι, Κίττυ;
     Προσπαθώ να καταλάβω τι στοιχεία κρατάνε. Το μυαλό μου δε με βοηθάει καθόλου, είναι εντελώς θολωμένο. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σφραγίσω το στόμα μου. Κλείνω τα δόντια μου όσο πιο σφιχτά μπορώ. Δεν τους κοιτάζω, δεν τους μιλάω, δεν τους απαντάω. Κάτι τους ακούω να λένε, αν έχω καταλάβει πόσο σοβαρό είναι ότι ο αδερφός μου, που κάνει τη θητεία του, έχει μια αδερφή που ανακατεύεται σε πράξεις εγκληματικές, όπως η πληροφορία ότι κρατάω μια ταινία του Μίκη με το μήνυμα πολιτικό ή με τραγούδι, το ίδιο κάνει, που θέτει σε κίνδυνο την Ασφάλεια της πατρίδος. Νιώθω τα δόντια μου να πονάνε.
     Ξαφνικά χάνουν την υπομονή τους. Φωνάζουν όλοι μαζί και ο καθένας δίνει διαφορετικές εντολές. «Στο μηχάνημα», «Στην ταράτσα», «Γδύστε την», «Όχι, όχι αφήστε την σε μένα». Ξαφνικά κάποιος με βουτάει μα με κατεβάζει προς τα κάτω. Ακούω φωνές πίσω μου. «Θα τα ξαναπούμε το βράδι στην ταράτσα, παλιοθεατρίνα…».
     Με βάζουν στο κελί μου. Ξεσφίγγω τα δόντια μου και πέφτω και αποκοιμιέμαι.
 
 
     Πρέπει νάναι πρωί. Τα κόκαλά μου πονάνε αφόρητα. Το «στρώμα» με την μπλούζα και τη φούστα είναι μαρτυρικό. Σκέφτομαι να χαράξω τη δεύτερη χαρακιά στον τοίχο. Αλλά όχι, τις χαρακιές καλύτερα να τις χαράζω το βράδι. Όταν η μέρα θάχει τελειώσει. Λίγο πιο πέρα από τη χαρακιά μου, διακρίνω πολλές χαρακιές. Όλοι κάνουμε τα ίδια πράγματα, προσπαθώ να τις μετρήσω. Θάναι καμιά εικοσαριά. Αυτός έμεινε είκοσι μέρες εδώ μέσα! Είκοσι ολόκληρες μέρες! Όση άδεια παίρνει ένας υπάλληλος για να πάει στη θάλασσα. Όσες μέρες χρειάζεται πολλές φορές για ν’ ανεβαστεί ένα έργο στο θέατρο. «Παλιοθεατρίνα», ακούω τη φωνή πίσω μου. Στους δικούς μου είπανε να μην ειδοποιήσουνε, ούτε να πούνε σε κανένα τίποτα για τη σύλληψή μου. Πώς θα παίζανε χτες το βράδι χωρίς εμένα; «Παλιοθεατρίνα», θα είπανε και οι συνάδελφοί μου. Δεν επιτρέπεται να λείψεις από παράσταση στο θέατρο. Ίσως άμα το μάθουν, θα καταλάβουν. Δεν μπορώ τώρα να τους σκεφτώ. Τώρα δεν έχω καιρό. Πρέπει να το καταφέρω να περάσω είκοσι μέρες απομόνωση. Θα κρατήσω πρώτα τη μέρα. Πρωί, μεσημέρι, βράδι. Θ’ αρχίσω να κάνω προσθέσεις για να κρατήσω το μυαλό μου ξύπνιο. Αργότερα, μόλις πάψω να πονάω, θα κάνω γυμναστική. Πολύ ωραία. Θα οργανωθώ.

(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)