[ Μου φέρνουν το σακουλάκι με το φαΐ ]
Αρσένη Κίττυ
Εκτύπωση
Μου φέρνουν το σακουλάκι με το φαΐ. Τι μπορεί να κάνουν στους δικούς μου; Ο Δημήτρης είναι στρατιώτης. Αυτό με το στρατιωτικό νόμο, σημαίνει τι; Ούτε σήμερα μαγείρεψε η μάνα μου. Μπορεί να μην είναι καλά. Η καρδιά της δεν είναι πολύ γερή. Η κρίση που έπαθε όταν με πήρανε από το σπίτι… Προλάβανε να φωνάξουνε κανένα γιατρό. Το φαΐ θα το φέρνει η Δάφνη. Το ψάχνω καλά καλά. Κάτι μπορεί να βρω. Ένα σημάδι τους. Που να λέει: «Είμαστε καλά». Τίποτα. Το ψαχουλεύω ώρα πολλή. Το φαΐ είναι αγορασμένο. Να ξέρατε πόσο σας αγαπάω. Πόσο κατάλαβα ότι σας αγαπάω όλους σας. Και πόσο μακριά μου φαίνεστε. Σκέφτομαι την Έμιλυ στη «Μικρή μας πόλη» του Ουάιλντερ. Στην τελευταία πράξη, έρχεται μέσα από το θάνατο να δει τους δικούς της. Τους αγαπάει, αλλά είναι πια αλλού. Έτσι και γω, σα να πέρασα αντίπερα. Και πρέπει νάμαι μόνη μου. Ο Δημήτρης πρέπει να μείνει από την άλλη μεριά.
     Ακούω ένα σωρό θορύβους. Ακούω βογγητά. Δεν μπορώ να καταλάβω από πού έρχονται. Μπορεί νάναι από τα πλαϊνά κελιά, μπορεί νάναι πάρα πέρα. Καμιά φορά μου φαίνεται πως είναι μέσα στο κελί μου. Βάζω τα χέρια μου στ’ αυτιά μου και τα βουλώνω. Ξέρω, έχω ακούσει πολλά. Εδώ κάτω έρχονται σακατεμένοι από το ξύλο. Φάλαγγα το λένε το πρώτο κόλπο. Σε χτυπάνε στα πέλματα των ποδιών και παραλύεις. Αυτό το θυμάμαι καλά από τα νταμάρια. Μετά από τον πόνο έρχεται κάτι σαν παράλυση. Εδώ σίγουρα θα γίνεται πιο συστηματικά από επαγγελματίες του είδους. Σαν το σοφέρ π.χ. Είχε μια στραβοχυμένη μούρη και χαιρότανε μέσα από τη ψυχή του που βάραγε. Και μετά, στο δεύτερο στάδιο; Έχω ακούσει πάρα πολλά… Θέλω να δω αυτούς που βογγάνε δίπλα. Τι τους έχουνε κάνει; Εμένα τι θα μου κάνουνε; Με απειλήσανε χτες με την ταράτσα. Εκεί γίνονται τα βασανιστήρια. «Κανείς δεν φεύγει έτσι», λένε απάνω.
 
 
     Μια φασαρία γίνεται έξω. Κάποια πόρτα κελιού ανοιγοκλείνει. Βρισιές. Τις ακούω καθαρά. Είναι του φρουρού. «Για κοίτα, ρε, που πήγα να βρω τον μπελά μου… στο τσα σε πρόλαβα ρε πούστη… Ρε εμένα δε μου ξεφεύγει βελόνα. Τι θέλεις δηλαδή να παραστήσεις, που πήγες να κόψεις τις φλέβες σου με χαλίκι. Εδώ κάτω εγώ είμαι υπεύθυνος και θα μου βάλεις εσύ μπελά στο κεφάλι μου. Άι σιχτίρ! Με χαλίκι. Συνάδελφε, ε, ρε συνάδελφε έλα δω, γρήγορα. Σκυλιά, ψόφο δεν έχετε…». Υπάρχει κι αυτό λοιπόν. Κόβεις τις φλέβες σου και τελειώνει η ιστορία. Μόνο ο φρουρός, λέει, θα βρει τον μπελά του. Πρέπει να τον παίρνουνε τώρα. Κολλάω πάνω στην πόρτα του κελιού μου. Ποιος; Γιατί; Θα ζήσει; Θα τον προλάβουνε άραγε; Τι νάναι το καλύτερο;
     Παίρνω το πετραδάκι μου από το τσιμέντο, το κοιτάζω καλά καλά, το δοκιμάζω. Πόσο κόβει; Δύσκολο φαίνεται. Παίρνω το πετραδάκι και χαράζω στον τοίχο: «Ω σεις που μπαίνετε εδώ μέσα την πάσα ελπίδα αφήστε…». Εδώ είναι κόλαση. Δεν υπάρχει μια στάλα αέρας, μια στάλα φως και από πάνω, από δεξιά, απ’ αριστερά, βογγητά, απελπισία. Την πάσα ελπίδα… Αυτός τώρα πότε έκοψε τις φλέβες του; Πριν από τα βασανιστήρια γιατί φοβήθηκε, ή, μετά γιατί μίλησε;
     Μας κλείσανε σ’ αυτά τα κελιά. Κανείς δεν υπάρχει. Είτε κλάψεις είτε πονέσεις, κανείς δε γνοιάζεται. Ποιος γνοιάζεται για το διπλανό που βγάζει τα πνεμόνια του; Μόνο μην τους πεθάνεις. Αυτό απαγορεύεται από τον κανονισμό. Και απάνω όταν χτυπάνε το προσέχουνε. Δε θέλουνε μπερδέματα. Δύσκολες μετά οι διατυπώσεις. Το αποφεύγουν. Ξέρω ότι έχουνε ένα γιατρό, Κιούπη τον λένε, και προσέχει. Κρατάει το σφυγμό, και τους λέει αν μπορούν ή όχι να προχωρήσουν. Ξέρει να συνεφέρνει, και δίνει καρδιοτονωτικά όταν τους κάνουνε ηλεκτροσόκ. Ωστόσο, στην Αθήνα εξαφανίστηκαν κάμποσοι. Και δυο τρεις οικογένειες διατάχτηκαν να παραλάβουν φέρετρα σφραγισμένα. Εν τούτοις «η Επανάστασις υπήρξεν αναίμακτος…».
     Και γω είμαι μόνη μου. Δε θέλω κανένα. Δεν έχω φίλους, δεν έχω σπίτι. Δεν έχω κανένα. Δεν έχω ελπίδα. Κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει. Την πάσα ελπίδα… «Μάνα μου!», μου ξεφεύγει μια κραυγή. Εδώ είναι κόλαση. Τότε, ακούω ένα χτύπημα στον τοίχο. «Ντουκ». Αλαφιάζομαι. Στηλώνω τ’ αυτί μου: «Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ». Θάναι το 17, το διπλανό κελί. Μα αυτός πριν λίγο έβγαζε τα πνευμόνια του. Είναι για μένα; Του χτυπάω και γω: «Ντουκ, ντουκ». Μου απαντάει αμέσως σαν σύνθημα: «Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ». Δεν είμαι μόνη μου λοιπόν; Είμαστε εμείς και αυτοί. Γκρεμίζω τους τοίχους του κελιού μου. «Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ». Σβήνω τον Δάντε. Να μην υπάρχει. Να μην έρθει κανείς ύστερα από μένα και το βρει. Ψάχνω να βρω κάτι άλλο. Κάτι ενθαρρυντικό. Παλικαρίσιο. Στίχους του Ρίτσου, ίσως. Τίποτα όμως δε μου φτάνει, «ΝΤΟΥΚ» θα έγραφα μόνο.
 
     Ψαχουλεύω τους τοίχους του κελιού και το γνωρίζω καλύτερα. Στους τοίχους καρφωμένα σπιρτόξυλα. Έτσι καίνε τους κοριούς, που περπατάνε στρατιές επάνω σου. Μετά άμα η τρύπα είναι βαθιά στον τοίχο, καρφώνεις το σπίρτο και κρεμάς τα μουσκεμένα ρούχα σου. Αυτή η «τουαλέτα» πλημμυρίζει τα βρωμόνερά της μέχρι τα κελιά. Να μπορούσα νάξερα ποιος είναι δίπλα μου. Σκέψου, λέει αυτός, να ξέρει κώδικα με χτυπήματα και να θέλει να μου μιλήσει.
     Ο αέρας λιγοστεύει, η ζέστη γίνεται ανυπόφορη και η ανάκριση με περιμένει απάνω. Την περιμένω. Μόνο που ούτε και σήμερα έχω σκεφτεί τίποτα. Αν μου μείνει μια στάλα μυαλό θάθελα νάβρισκα ένα κώδικα.

(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)