[ Βράδι προτιμάνε να κάνουνε τις ανακρίσεις ]
Αρσένη Κίττυ
Εκτύπωση
Βράδι προτιμάνε να κάνουνε τις ανακρίσεις. Κάθονται μέχρις τις δύο τα ξημερώματα και μετά αν έχουν καλά «αποτελέσματα» πάνε για τη λεία τους: Συλλήψεις. Ο φρουρός μού ανοίγει την πόρτα. Μου λέει πάλι «τα παπούτσια σου» και πάει μέχρι την είσοδο του μεγάλου κρατητηρίου. Εκεί σταματάμε. Έτσι έγινε και χτες. Ακούω μια φωνή σα στρατιωτικό παράγγελμα. «Όλοι κάτω». Μόνο σήμερα προλαβαίνω να δω από τη μισάνοιχτη πόρτα να κατεβαίνουν από το ύψωμα του πεζουλιού που καθόντουσαν. Έχει και πιο κάτω υπόγεια. Όταν χαθούν όλοι, ο φρουρός των «εσωτερικών» με παραδίδει στο φρουρό του μεγάλου κρατητηρίου. Αυτό είναι η πηγάδα που λένε. Στο κρατητήριο-πηγάδα ψυχή. Γι’ αυτό δεν είδα κανένα τους χτες. Με κρύβουν φαίνεται για να μη με δούνε. Ο φρουρός της πηγάδας με πάει με τη σειρά του μέχρι τη σιδερένια πόρτα που με περιμένει ο τρίτος. Μας φυλάνε πολύ καλά. Η τεράστια μπάρα του κρατητηρίου ανοίγει και με βγάζουν έξω. Νιώθω τα πόδια μου να λυγάνε. Από δω και πέρα τρέμω. Χτες βράδι βέβαια, πήρα το βάφτισμα των κανονικών ανακρίσεων, αλλά κατάλαβα, ήταν μόνο η εισαγωγή.
 
     Στο έξω γραφείο ο Μπάμπαλης και ο Μάλλιος. «Να περάσει μέσα», λένε και με πάνε στο πάρα μέσα γραφείο. Ο Λάμπρου με υποδέχεται μόνος. «Καθίστε», μου λέει. Και δω τα παντζούρια είναι κατάκλειστα. Πάω να καθίσω στην καρέκλα που είναι κοντά στο παράθυρο. Έρχεται κατά πάνω μου και οπισθοχωρώ.
     – Θα χτυπήσεις το κεφάλι σου στο παραθυρόφυλλο του τζαμιού.
     «Θεέ μου», σκέφτομαι, «είναι τρελός. Τι λέει;»
     – Λοιπόν, Κίττυ, σήμερα θα μιλήσουμε οι δυο μας. Άστους αυτούς μέσα, και κάνει μια κίνηση περιφρόνησης προς το άλλο γραφείο. «Παρέλαβες μια ταινία με μήνυμα του Θεοδωράκη –βλέπεις η υπηρεσία έχει συγκεκριμένες πληροφορίες– και πρέπει να μας πεις πού την έδωσες. Ξέρουμε ότι προοριζότανε για το εξωτερικό. Πρέπει να την προλάβουμε, γιατί είναι ταινία εναντίον της πατρίδος.
     Με τα χτυπήματα στο κεφάλι δεν ακούω καλά.
     – Σας παρακαλώ, μιλάτε πιο δυνατά δε σας ακούω.
     Ο Λάμπρου, ο φοβερός διευθυντής της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών, κάνει ένα τικ. Πετάει το κεφάλι του σπασμωδικά από το λαιμό. Και επαναλαμβάνει δυο τρεις φορές την τελευταία λέξη της φράσης. Ιδρώνει, σκουπίζεται με το μεταξωτό μαντίλι του, και πάει να βάλει μπροστά τον ανεμιστήρα.
     – Ο αδερφός σου κάνει τη στρατιωτική του θητεία. Υπηρετούσε στο γραφείο του ΓΕΣ. Μένατε στο ίδιο σπίτι. Αν εσύ δε δείξεις μεταμέλεια, πάει να πει είσαι οργανωμένη και ενσυνείδητη. Και κατά συνέπειαν, είχες μυήσει και τον αδερφό σου. Επ’ αυτού του θέματος βεβαίως έχει επιληφθεί η ΕΣΑ. Και… στρατιωτικό Νόμο έχουμε Κίττυ… υπάρχει το ενδεχόμενον της εκτελέσεως. Διότι, ασχέτως με οτιδήποτε άλλο, ώφειλε σαν εθνικόφρων πολίτης και στρατιώτης να πάει στην υπηρεσία του, ν’ αναφέρει τας κινήσεις σου. Εμείς βεβαίως, αν μας βοηθήσεις θα φροντίσωμεν να μην επεκταθεί το θέμα… Προς το παρόν όμως βρίσκεται υπό ανάκρισιν εις την ΕΣΑ. Εμείς έχομεν τον τρόπον ν’ αποσιωπήσωμεν ορισμένα γεγονότα και να σε βοηθήσωμεν το κατά δύναμιν. Και ξέρωμεν να κρατάμε τον λόγον της τιμής μας».
     Κοιτάζει τα γυαλισμένα νύχια του, ξαναρχίζει το τικ του.
«… βέβαια… βέβαια… λεφτά δεν μπορούμε να σου δώσουμε, αλλά…».
     Αισθάνομαι ένα πόνο στο στομάχι και διπλώνουμαι στα δυο.
     – Τι έπαθες;
     Θέλω να του φωνάξω: Μου φέρνεις εμετό! Μόνο του λέω: Μη με ρωτάτε, δεν ξέρω τίποτα.
     Βλέπω ξεκάθαρα το χρώμα του προσώπου του που απλώνεται από τη γαμψή του μύτη μέχρι τα γλοιώδη του μάτια. Είναι πράσινο. Από τα μάτια του περνάν αστραπές μίσους, που προσπαθεί να κρύψει μ’ ένα ηλίθιο μισοχαμόγελο.
     – Σου βρήκαμε και κάτι δελτία βέβαια, αυτό μην το ξεχνάς, και αυτά θα μας τα πεις, σιγά σιγά όλα θα μας τα πεις. Όλα. Τα δελτία αυτά γράφανε σαχλαμάρες ε; Βρωμιές και ψευτιές.
     – Ναι γράφανε «ΕΜΠΡΟΣ ΝΑ ΣΗΚΩΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».
     – Εγώ δεν πρόκειται ν’ ασχοληθώ άλλο μαζί σου. Έχω πιο σπουδαίες υποθέσεις από σένα. Εδώ πιάνουμε αρχηγούς. Όλους σάς έχουμε πιάσει και γω τώρα ελέγχω όλο το Π.Μ. Πέστα με τους κυρίους Μπάμπαλη και Μάλλιο.
     Σηκώνεται και αποχωρεί μεγαλόπρεπα και μένα με περνάνε στο δίπλα γραφείο των «παιδιών». Τους βρίσκω να χαχανίζουν. Έτσι γελούσανε και μέσα στ’ αυτοκίνητο που με πήγαινε στα νταμάρια. «Τον αδερφό σου, πάει, ξέγραψέ τον» και γελάγανε. Τώρα με τι γελάνε; Μπορεί να λέγανε κανένα σόκιν ανέκδοτο.
     Φτιάχνονται και σοβαρεύονται και ο Μάλλιος, πιο ψυχρός και πιο επίσημος μου αντιπαραθέτει λογικά όλα τα στοιχεία. Πρώτον, δεύτερον, τρίτον. Παραλαβή μιας μαγνητοταινίας, κατοχή παράνομου τύπου, κατοχή απαγορευμένων βιβλίων, κατοχή δίσκων του Θεοδωράκη. «Αυτό δεν είναι δωμάτιο που βρήκαμε, είναι πυριτιδαποθήκη. Λοιπόν, αυτή είναι η σειρά των πραγμάτων. Ποιος, πού, πότε, ποιοι άλλοι».
     – Σας έχουμε στα χέρια μας, λέει ο Μπάμπαλης. Πήρες μια ταινία, ε, λοιπόν εδώ την έχουμε την ταινία! Όλα τα βρήκαμε. Τυπογραφεία, μαγνητόφωνα, όλα εδώ τάχουμε. Και συνεχίζει: Εγώ, λοιπόν, σου λέω πως είσαι άνθρωπος πολύ της εμπιστοσύνης τους. Αυτά τα πράγματα δεν τ’ αφήνουν στα χέρια όποιου και όποιου. Πώς ξέρανε δηλαδή πως δε θαρχόσουνα εδώ να μας πεις: «Δώσε μου 20.000 δρχ. έχω μια ταινία του Μίκη». Ε, πώς το ξέρανε;
     Νιώθω στο στομάχι τον ίδιο πόνο και την ίδια ανακατωσούρα που ένιωσα πριν λίγο. δεν μπορώ να τους παρακολουθήσω τι γλώσσα μιλάνε. Μόνο ο Μάλλιος φαίνεται δεν του πολυάρεσε το επιχείρημα και βγαίνει από το γραφείο.
     – Δεν ξέρω τίποτα.
     Ο Μπάμπαλης όμως είναι απτόητος και συνεχίζει τη λογοδιάρροιά του.
     – Ρε αυτά τα παραμύθια να τ’ αφήσεις. Σας ξέρω καλά εγώ. Όλοι έτσι αρχίζετε και μετά… και μετά δείχνονται άντρες, μάλιστα άντρες. Και λένε, μάλιστα κύριοι, το έκανα, το πήρα. Ρε αφού οι φίλοι σου σε προδώσανε, αλλιώς πώς τα ξέρουμε εμείς; Δεν αξίζει τον κόπο να πεθάνεις γι’ αυτούς. Να τους προδώσεις και συ.
     Εγώ έχω θεωρήσει τη συζήτηση τελειωμένη… Δεν έχω να πω τίποτα, δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω να κουβεντιάσω τίποτα με δαύτους. Σκέφτομαι μόνο την ώρα που θα με ξανακατεβάσουν στο κελί μου.
     Αυτός όμως συνεχίζει. Μα δεν κουράζεται;
     – Δεν έχει εδώ «δεν ξέρω», σε συμβουλεύω σαν αδερφός να μην την ξαναπείς αυτή τη λέξη. Δε σε συμφέρει. Και δεν περνάνε αυτά σε μας. Εμείς όλα τα ξέρουμε. Όλα τα παρακολουθούμε, αλλά πρέπει να μας τα πεις και συ. Όλους σας πιάσαμε. Όλους. Και την ταινία εδώ την έχουμε.
     Λέει ψέματα. Είναι σίγουρο. Ο Μίκης βέβαια βρίσκεται στα νύχια τους. Η φωνή του όμως αυτή τη στιγμή ακούγεται στην Ευρώπη… ΣΑΣ ΜΙΛΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ.

(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)