[ Στα υπόγεια και στο λιγοστό αέρα ]
Αρσένη Κίττυ
Εκτύπωση
Με κατεβάζουν ύστερα από πολλή ώρα. Ξαναβρίσκομαι με μια ανάσα ανακούφισης στα υπόγεια και στο λιγοστό αέρα. Αυτή τη φορά δεν άκουσα το παράγγελμα «Όλοι κάτω» και έτσι η πηγάδα είναι γεμάτη κόσμο. Νιώθω όλα τα βλέμματα κολλημένα απάνω μου. Εγώ δεν τους κοιτάζω. Δε μου φαίνεται να έχουμε τίποτα το κοινό. Σε μια στιγμή όμως βλέπω το Διονύση! Τον πιάσανε κι αυτόν λοιπόν; Τραγούδαγε τραγούδια της ειρήνης και του Βιετνάμ και ξεσήκωνε τη νεολαία. Ωραίος τύπος ο Διονύσης! Τον είχανε προειδοποιήσει –αυτό είναι αλήθεια– να σπάσει την κιθάρα του και να το βουλώσει. Αυτός όμως δεν τάβαζε εύκολα κάτω. Τώρα γιατί άραγε να βρίσκεται εδώ; Για τα τραγούδια του ή γιατί βρέθηκε ανακατεμένος πουθενά; Έγραφε ωραία τραγούδια και τα τραγουδούσε μόνος του με μια βραχνή, άγαρμπη πολλές φορές φωνή. Ήθελε να γίνει ένας στρατευμένος τροβαδούρος. Αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη, κορόιδευε τους μικροαστούς, φώναζε για τα παιδιά και το ρύζι που καίνε στο Βιετνάμ και είχε μια αγάπη που τη λέγανε συννεφούλα. Μάλλον καλά μου φάνηκε. Μπορεί να μην τον χτυπήσανε. Ίσως τον στείλουν μόνο εξορία γιατί δεν έσπασε την κιθάρα του.
     Φτάνω στο κελί μου. Χτυπάω δίπλα: «Ντουκ ντουκ». Μιλάμε αρκετή ώρα. Σκέφτομαι ένα κώδικα και κοπανάω στα κουτουρού τον τοίχο. Θ’ αγανακτήσει μαζί μου. Πολύ απροετοίμαστη, είναι αλήθεια, βρέθηκα.
     Τους περιμένω όλη τη νύχτα. Μου είπανε «Κατέβα, θα σε ξαναφωνάξουμε». Δεν έρχονται όμως. Καταλαβαίνω ότι ξημερώνει. Η φασαρία άρχισε στην πηγάδα. Προσπαθώ να πιάσω τη φωνή του Διονύση.
     Περιμένω την ώρα να φέρουν το φαΐ μας. Το λέω «επισκεπτήριο». Είναι το μόνο που με συνδέει με τον έξω κόσμο. Κάθομαι με τις ώρες και ψαχουλεύω το φαΐ. Κανένα σημάδι και σήμερα. Τίποτα.

(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)