[ Σήμερα είναι Σάββατο ]
Αρσένη Κίττυ
Εκτύπωση
Σήμερα είναι Σάββατο και η ώρα μπορεί νάναι 9. Σαββατόβραδο… την άνοιξη με τις μυρουδιές και τα λεμονάνθη, που σου φουσκώνουν το στήθος. Ή ένα καλοκαιριάτικο σαββατόβραδο με φεγγάρι. Πόσα σαββατόβραδα έχω περάσει. Τούτο δω με τίποτα δε μετριέται.
     Με φωνάζουν για ανάκριση και με περιλαμβάνει ο Μπάμπαλης. Παίζει το ρόλο του καλού.
     – Παλεύω να πείσω τον κύριο προϊστάμενο ότι θα μιλήσεις, αλλά εσύ δε με βοηθάς καθόλου. Ο κ. προϊστάμενος είναι πολύ θυμωμένος μαζί σου. Από τη Δευτέρα, είπε, το άλλο κόλπο. Μη με κάνεις να χάσω την υπομονή μου και γω.
     Προσπαθώ να κοιτάξω το ρολόι του να δω τι ώρα είναι. Μπορεί να τα καταφέρω να μετρήσω τις ώρες που με κρατάνε. Το στομάχι μου με πονάει και διπλώνομαι στα δύο.
     – Τι έχεις; με ρωτάει.
     Τι τον νοιάζει αυτόν;
     – Τίποτα.
     Το στομάχι μου δε με βοηθάει και ξαναδιπλώνουμαι. Έχω γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα.
     – Σε ρώτησα τι έχεις. Αγριεύει.
     – Μην ασχολείστε μαζί μου, συνεχίστε τη δουλειά σας!...
     Βγάζει το πιστόλι του και το καμαρώνει. Θέλω να τον ρωτήσω γιατί το κρατάει και γιατί μου το δείχνει. Στο γραφείο είμαστε μόνοι μας. Στο διάδρομο γυροφέρνουνε οι μπράβοι, όλοι οπλισμένοι, και ο Μπάμπαλης καμαρώνει το πιστόλι του. Αφού το ξέρει. Δεν το φοβάμαι. Φοβάμαι τα βατραχίσια μάτια του και τα ιδρωμένα του χέρια, τα πλεχτά καλοκαιριάτικα παπούτσια του, το γραφείο με τα ντοσιέ, τη γραφομηχανή που ακούγεται από δίπλα, τα κατάκλειστα παντζούρια, το γκαρσόνι που φέρνει την πορτοκαλάδα του. Αλλά το πιστόλι δεν το φοβάμαι. Είναι η μόνη πραγματικότητα εδώ μέσα. Η μόνη πραγματικότητα.
     Πάλι το μυαλό μου δε με υπακούει και τον προλαβαίνω στα μισά της φράσης του.
     – … τις εγκληματικές φύσεις σαν και σένα θα τις κρεμάσουμε. Είσαι εγκληματική φυσιογνωμία διότι δεν μετανοείς… Όσοι μετανοούν γίνονται άνθρωποι… Εμείς τα δώσαμε όλα για την πατρίδα… για την Ακρόπολη και για το «εν τούτω νίκα»… λοιπόν μετανοείς; Και όχι με τα λόγια, αλλά εμπράκτως…
     – Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα να μετανοήσω;
     – Λοιπόν Κίττυ, εγώ δεν είμαι κακός άνθρωπος. Δεν μπορώ να σκοτώσω ούτε μύγα. Αλλά για σένανε ειδικά, θα ζητήσω χάρη από το Βασιλικό Επίτροπο να παρασταθώ στην εκτέλεσή σου!
     Κείνη τη στιγμή ανοίγει την πόρτα και μπαίνει ο κουτσός ο καφετζής. Με τρομάζει. Είναι παράλογο ίσως, αλλά νομίζω ότι βλέπω σ’ αυτόν το σακάτη κάποιον «μετανοημένον». Τον σακατέψανε, μετανόησε, και τώρα με το μέγα έλεός τους, τον αφήνουνε και αγγίζει τα ποτήρια τους.
     Χτυπάει το τηλέφωνο.
     – Να πέσεις να κοιμηθείς, εγώ έχω πολύ δουλειά απόψε… Τι, δεν κοιμάται ακόμα;… να του πεις αύριο δεν έχει μπάνιο… Εγώ;… Έ, κατά τα ξημερώματα… Βλέπεις, μου λέει. Ούτε οικογένεια, ούτε τίποτα. Όλα για την Πατρίδα… για την Ελλάδα… Εγώ λέω να τελειώσουμε απόψε. Να μου τα πεις όλα και θα σε βγάλω από την απομόνωση και θα σε πάω στο τέταρτο πάτωμα που είναι ένα σωρό άλλες κοπέλες. Να πλυθείς, να χτενιστείς, να γίνεις άνθρωπος, να βλέπεις τους δικούς σου. Και να δεις βρε αδερφέ πώς φερόμαστε στους ανθρώπους που μας βοηθάνε…
     Θέλω να τον ρωτήσω ποιος του ζήτησε να βγει από την απομόνωση. Υπάρχει ωραιότερο μέρος από την απομόνωση όταν βρίσκεσαι στα γραφεία για ανάκριση;
     Μετά από κάμποση ώρα σφυρίζει σ’ ένα μάγκικα και με ξανακατεβάζουν.
     – Τι έγινε; με ρωτάει ο Νίκος.
     – Έδωσε ραντεβού με το Βασιλικό Επίτροπο να πάνε στην εκτέλεσή μου!...
     Ο Νίκος το βρίσκει πολύ αστείο και ξεκαρδίζεται στα γέλια.
     – Θα μου τραγουδήσεις;
     – Όχι τώρα. Είναι αργά. Αύριο. Κοιμήσου.

(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)