[ Σήμερα είχα ραντεβού με τον Ορέστη ]
Αρσένη Κίττυ
Εκτύπωση
Σήμερα είχα ραντεβού με τον Ορέστη. Θα με περίμενε μετά την παράσταση. Έπρεπε να βρούμε ένα σπίτι να φιλοξενήσει τον Ίωνα. Το σπίτι που έμενε φοβήθηκε –τα ραδιόφωνα είχανε λυσσάξει «δηλώσατε εντός δύο ωρών εις το οικείον τμήμα τους φιλοξενουμένους…». Είχαν πέσει και οι πρώτες ποινές του στρατοδικείου. Δυόμισι χρόνια η πρώτη ταρίφα, χωρίς να λογαριάζουμε απόλυση, φάκελλος, ανακρίσεις. Ο Ορέστης είχε πάντα τρόπο να βρίσκει σπίτια. Μια μέρα είχαμε πάρει μαζί σβάρνα όλες τις θείες που μένανε μόνες τους, όλους τους συνταξιούχους που δε φοβόντουσαν απόλυση και όλους τους φοιτητές που είχανε ένα δωμάτιο μόνοι τους. Μας κλείσανε πολλές πόρτες. Άσκημο αυτό. Ο Ορέστης δεν τάβαζε κάτω. Θυμότανε όλες τις παλιές του φιλενάδες που είχανε και λεφτά και διαμερίσματα και κάτι έβρισκε. Τις πρώτες μέρες έβγαζε διάφορα συνθήματα και τα κυκλοφορούσε. «Μην ακούτε το ραδιόφωνο. Την μόνη αλήθεια που λέει είναι η ώρα» και όταν μας έβλεπε κατσούφηδες και αμίλητους φώναζε: «Χαμογελάτε, βρε παιδιά, έτσι που περπατάτε θα μας πιάσουν όλους από τα μούτρα!»
     Στην αρχή σπίτια το πρόβλημά μας. Πρώτα έπρεπε να κρυφτούμε. Μετά να κάνουμε την παρουσία μας αισθητή. Όσο μπορούσαμε. Έτσι είχαν αρχίσει να ξεδιπλώνονται τα πανώ με το «ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ – 114», και να ακούγονται μαγνητοφωνημένες φωνές στο δρόμο. Μετά γυρνάγαμε στους δρόμους και ακούγαμε τους δειλούς ψίθυρους των ανθρώπων. Το βράδι στο θέατρο άναβε η κουβέντα. Μαζευόντουσαν οι τεχνικοί του θεάτρου και ο καθένας έβρισκε τη λύση στο πώς ξεδιπλώνονται μόνα τους τα πανώ και πώς μπαίνει μπροστά ένα μαγνητόφωνο. Και τα μάτια σπίθιζαν. Καμιά φορά λέγανε χρήσιμα και πρωτότυπα πράγματα.

(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)