[ Το παραθυράκι του κελιού μου ανοίγει ]
Αρσένη Κίττυ
Εκτύπωση
Το παραθυράκι του κελιού μου ανοίγει. Βλέπω το γελαστό πρόσωπο ενός νεαρού.
     – Καλλιτέχνις, τι κάνεις;
     Σηκώνουμαι. Είναι ένας αστυφύλακας.
     – Πού το ξέρεις πως είμαι καλλιτέχνις;
     – Σ’ έχω δει στο θέατρο.
     Χαίρουμαι.
     – Δε βαριέσαι, τώρα ούτε καλλιτέχνις, ούτε τίποτα.
     – Μα και συ, βρε παιδί μου, για πολιτικά εδώ μέσα;…
     Κάνει μια κίνηση απελπισίας και κλείνει το παραθυράκι.
     Ημέρεψα. Περίεργο. Πάντα είχα ένα πλέγμα με την Αστυνομία. Ακόμα και όταν πήγαινα να βγάλω ταυτότητα. Εδώ μέσα, όμως, μόλις βλέπω στολή ημερεύω. Οι φρουροί, οι ανακριτές, οι συνοδοί δε φοράνε ποτέ στολή. Φοράνε συνήθως σακάκια ή ριχτά πουκάμισα για να κρύβουν το περίστροφο. Τον σκέφτομαι να ρυθμίζει την τροχαία στην Ομόνοια και να χαρίζει κλήσεις σε ταξί. Δεν ξέρω, έτσι μου φάνηκε. Έπειτα μ’ άρεσε που με είπε «καλλιτέχνις». Όλο αυτόν τον καιρό ντρεπόμουνα να λέω πως εγώ κάθε βράδι βάφομαι και βάζω τις ψεύτικες βλεφαρίδες μου. Δεν είχε νόημα να παίζω θέατρο πια και μισούσα τους θεατές που ερχόντουσαν να γελάσουν κάθε βράδι. Δεν ακούνε; Δε βλέπουνε; Η ζωή δεν μπορεί να συνεχίζεται σαν πρώτα. Ο ρυθμός σταμάτησε.

(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)