[28 Οκτωβρίου 1940 στο Σέλινο]
Αποστολάκης Σταμάτης Απ.
Εκτύπωση
Τον Οκτώβρη του 1940 είχα κλείσει τα οκτώ χρόνια. Αρχή βδομάδας Δευτέρα πρωί –το θυμάμαι αξέχαστα– ψιλόβρεχε καθώς μας ετοίμαζαν οι γονείς μας για το σχολειό. Μας βάλανε τσουβαλάκια, κατάλληλα αναδιπλώμενα στις ραχούλες μας, κρεμάσαμε τις σάκες μας στον ώμο, με τις πλάκες και τα κοντίλια και ξεκινήσαμε.
    Φτάνοντας στο σχολειό ήταν πρωινό της 29ης Οκτωβρίου, ο δάσκαλός μας, ο αείμνηστος Στυλιανός Παπαδογιάννης, έλειπε «γιατί θα πάει στον πόλεμο», μας είπε η δασκάλα μας η κ. Κονταξάκη. «Και θαρρώ», συνέχισε «πως θα κλείσει και το σχολειό μας»...
    – Τώρα μαζεύονται όλοι οι άντρες του χωριού στο κέντρο του, στον Αϊ-Νούφρη, για να φύγουν –λέει– στον πόλεμο, στην Αλβανία..., μονολογούσε...
    Η κυρία μας, μας έδιωξε στα σπίτια μας, όλα τα δασκαλάκια. Κι εγώ μόλις έφτανα στο σπίτι, νά σου ένας χωροφύλακας του Σταθμού Χωροφυλακής του χωριού μας και λέει της μητέρας μας: «– Κυρία Αποστολάκη, πού είναι ο άντρας σου ο Αποστόλης;».
    – Στην Αγία Ειρήνη, στο χωριό του. Άρχισαν πρωτοβρόχια και πήγε να σπείρει λίγο πρώιμο κριθάρι....
    – Μπορείς να τον ειδοποιήσεις να ’ρθει αμέσως και πριν βραδιάσει στον Σταθμό, γιατί έχουμε πόλεμο και γενική επιστράτευση και όλοι οι άντρες θα φύγουν για την Κάντανο, με τα πόδια, προκειμένου να φτάσουν έγκαιρα στα Χανιά, να μη θεωρηθούν λιποτάκτες;....
    – Ώφου η κακομοίρα και είντα θα γενώ με τέσσερα μικρά κοπέλια, τίνος να τ’ αφήσω; Και πώς να πάω στην Αγιά Ερήνη, τόσο δρόμο;....
    – Σταμαθιό μου, μου λέει κλαημένη, να πάεις θέλει παιδί μου στην Αγιά Ερήνη να πεις του μπαμπά σου να ’ρθη χωρίς καθυστέρηση;.
    – Να πάω μάνα, της λέω εγώ, χωρίς να σκεφτώ πώς θα φτάξω: Τσισκιανά, Πρινέ, Απανηχώρι, Μέγαν Αρμί να φτάξω στην Αγιά Ερήνη, ξυπόλυτο και με πότες κι από σπότες σιγανή βροχή... Και κάνω τον σταυρό μου και ξεκινώ, γύρω στις δέκα το πρωί:
    Θα ήταν μεσημέρι όταν έφταξα στα Παπαλληγοριανά, γειτονιά της Αγίας Ειρήνης μετά τα Πενταριανά.
    Με θωρεί η Παπαγρηγορομάρκισσα –Θεός να την αγιάσει– με γνώρισε γιατί μέχρι πέρυσι μέναμε στην Αγία Ειρήνη η οικογένειά μας, μου ’καμε χαρές, μου ’δωκε μια χουφτιά κάστανα και μου λέει:
    – Ο μπαμπάς σου, Σταμαθιό, καλουργίζει στον Τρουλίτη, τοποθεσία του χωριού με χωράφια δικά σας, θα τονε βρεις!....
    Συνεχίζω εγώ τον δρόμο μου και φτάνω εκεί που όργωνε ο μπαμπάς μου. Δίπλα του ήταν κι η γιαγιά μου η Αποστολοδημήτραινα...
    Τρέχω με την ψυχή στο στόμα, τον αγκαλιάζω, ήταν θυμάμαι πολύ ιδρωμένος από την εργασία που έκανε: ζευγάρι, σκαλίδα και του λέω:
    – Άντε, γλήγορα, μπαμπά, στο χωριό, να φύγεις αμέσως στον πόλεμο, γιατί αν αργήσεις θα σε τουφεκίσουνε οι χωροφυλάκοι!...
    Πώς σκέφτηκα και είπα τέτοια κουβέντα, από ποιον την είχα ακούσει, δεν μπορώ εβδομήντα χρόνους περασμένους ως τώρα να το εξηγήσω.
    Κεραυνοβολημένος ο πατέρας μου, αφήνει αλέτρι και ζευγάρι στη μέση, φιλεί τη μάνα του και γιαγιά μου και φεύγουμε με τα πόδια για τον Καμπανό.
    Ώσπου να φτάσουμε, όλοι οι άντρες του χωριού μας βρίσκονταν στην πλατεία κι είχε τότες ο Καμπανούς 476 ψυχές κι όλοι οι άλλοι ήμασταν εκεί συγκεντρωμένοι ν’ αποχαιρετήσουμε τους χωριανούς μας που φεύγουν, που... επιστρατεύονται!
    Ετοιμάστηκε βέβαια κι ο πατέρας μας, έβαλε τα καλά του, αποχαιρέτησε με δάκρυα γυναίκα, παιδιά και πεθερά γερόντισσα κι έφταξε λαχανιασμένος όλη την παρέα των επίστρατων...
    Το ξεκίνημα των χωριανών μας για την Κάντανο, με πεζοπορία βέβαια –δρόμος δεν υπήρχε ακόμη– όλοι δακρυσμένοι και με τις ευλογίες των δύο ιερέων του χωριού, πήραν τον μιάμισης ώρας ανηφορικό δρόμο με κάτι που μας συγκλόνισε.
    Αγκαλιαστοί παρέες παρέες, όπως στα τραγούδια της στράτας, οδεύανε με το ριζίτικο:
    «– Μηνάς μου κόρη κι έρχομαι κι είν’ α θα βάλω νά ’ρθω;
    – Αν βρέχει, βάλε τσόχινα κι ανέ χιονίζει γούνες
    κι αν είν’ ευγιά και ξεστεριά, βάνε τα βελουδένια...»
    κι ανηφορίζανε για τα Νεροπήγαδα, το Σταυρό, την Κάντανο... κι εμείς στο χωριό άφωνοι και δακρυσμένοι, βάναμε στο μυαλό μας τη συνέχεια, τον πόλεμο, το σπίτι δίχως άντρα, τις δυσκολίες, μα και τις παλικαρίσιες στιγμές που θα ζήσουν στ’ αλβανικά βουνά εκείνοι που μ’ ενθουσιασμό και με το τραγούδι έφευγαν. Ψιθυρίζαμε ευχές και κάναμε το σταυρό μας...
    ...Και πέρασαν τα χρόνια... και φτάσαμε στα 1964. Δάσκαλος πια εγώ, το μαθητούδι της Δευτέρας τάξης το ’40, με πολύχρονη ήδη υπηρεσία, είχα κάνει τη σχολική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου στο σχολειό μου στο διπλανό χωριό και απόγευμα γύριζα στο πατρικό μου στον Καμπανού, όπου διέμενα.  
    Βρήκα τους χωριανούς μας στου Παπαδογιάννη το καφενείο, έβαλα στο τραπέζι το φορητό μου μαγνητόφωνο Φίλιπς που είχα για να παίξει εμβατήρια της 28ης Οκτωβρίου στη σχολική γιορτή και παρήγγειλα έναν καφέ.
    Με ρωτούσαν τι είχε το πρόγραμμα της γιορτής του σχολείου μου και άλλα σχετικά. Ανάμεσα στους χωριανούς μας ήταν και τέσσερις πέντε που είχαν πολεμήσει στ’ Αλβανικά βουνά.
    Χαίρομαι, που θυμήθηκα το μεσημέρι εκείνο της 28ης Οκτωβρίου 1940: την αυλή τ’ Αϊ-Νούφρη και το ξεκίνημα των χωριανών με το τραγούδι της στράτας:
    «Μηνάς μου κόρη κι έρχομαι...».
    Αρπάζω την ευκαιρία, πατώ το μαγνητόφωνο να ηχογραφεί και ρωτώ: «– Πέστε μου, εσείς που αξιωθήκατε να επιστρέψετε από τα Αλβανικά βουνά και πολεμήσατε παλικαρίσια, γιατί ξεκινώντας το ’40 διαλέξατε αυτό το τραγούδι, οδοιπορώντας για την Κάντανο;».
    – Μα, για την Ελευθερία, για την Πατρίδα, για τη Θυσία, Δάσκαλε, και με πήραν πρώτον εμένα τα δάκρυα. Γιατί τη φράση αυτή, την απάντηση αυτή, την πήρα από συγχωριανό μου αγράμματο, που γύρισε με κρυοπαγήματα, που δεν τον τίμησε η πατρίδα ποτέ...
    Άλλος λόγος δεν ειπώθηκε στο καφενείο εκείνη την ώρα γιατί όποιος κι αν πήγαινε να ξεκινήσει κάτι να πει, γινόταν κόμπος στον λαιμό του και στέγνωνε το στόμα του... Εδώ σταματούμε!
    Ο Θεός ν’ αναπάψει τις ψυχές των συγχωριανών μου εκείνων για τα διδάγματα που μας κληροδότησαν. Ήταν όλοι τους ηρωικές μορφές τ’ αλβανικού μετώπου!

(από την εφημερίδα: Χανιώτικα Νέα/haniotika-nea.gr. 28 Οκτωβρίου 2011)