Μπαρουτοκαπνισμένα κατοχικά χρόνια
Ντελιόπουλος Γεώργιος Θ.
Εκτύπωση
Όταν γράφω ιστορίες από τα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια της Κατοχής και τον εμφυλιακό διχασμό, δεν νιώθω και τόσο ευχάριστα. Η σημερινή μου αφήγηση έχει σχέση με το μπαρούτι. Ένα υλικό που κάποιοι Έλληνες το έφαγαν με τη χούφτα, όπως λέει ο λαός μας.
     Το μπαρούτι, για μας τα παιδιά της δεκαετίας 40-50 υπήρξε ένα παιχνίδι, ένα παιχνίδι θανάτου, που ο Θεός μάς φύλαξε να μην χάσουμε κάποιο πόδι, χέρι ή δεν τυφλωθήκαμε. Αν και αυτό κάποια άλλα παιδιά δεν το απέφυγαν, όπως θα δούμε παρακάτω.
     Με το μπαρούτι και γενικά με τους αυτοσχέδιους μηχανισμούς που κατασκευάζαμε με τη χρήση του, μπορώ να πω πως είχαμε εξοικειωθεί πολύ νωρίς εμείς τα παιδιά.
     Το παίρναμε από τις σφαίρες όπλων, πολυβόλων και άλλων πιο μεγάλων, ίσως και όλων. Τους κάλυκες τους χρησιμοποιούσαμε να παίζουμε, όπως και με τις μπίλιες.
     Το μπαρούτι αυτό ήταν σαν ψιλός τριμμένος φιδές. Το αποθηκεύαμε μέσα σε πάνινες σακούλες, τις οποίες κρύβαμε μακριά από τα μάτια των γονιών μας ή το βάζαμε σε μπουκάλια και το παραχώναμε. Μ’ αυτό φτιάχναμε «χειροβομβίδες», δυναμίτες και τις τράκα-τρούκες, παιχνίδια επικίνδυνα για την ηλικία μας. Δεν υπήρχε καμιά προστασία, παρότι οι γονείς μάς κυνηγούσαν. Ποιος όμως τους άκουγε μπροστά σε ένα τόσο εντυπωσιακό παιχνίδι;
     Ολόκληρα σενάρια φτιάχνονταν. Νοερά στήναμε γέφυρες, σιδηροδρομικές γραμμές, αποθήκες πυρομαχικών, ό,τι ακούγαμε καθημερινά από την δράση των αντιστασιακών ομάδων.
     Θα προσπαθήσω μέσα σ’ αυτό το κείμενο να περιγράψω τον τρόπο κατασκευής των εκρηκτικών αυτοσχέδιων μηχανισμών.
     Η πιο επικίνδυνη γέμιση, ήταν της «χειροβομβίδας». Παίρναμε ένα μικρό μπουκαλάκι, συνήθως από τυρομαγιά, διότι, υπήρχε έλλειψη και από μπουκάλια και βάζαμε μέσα μια ποσότητα μπαρούτι. Για να εκραγεί γρήγορα, βάζαμε μικρό φυτίλι από φυτικό σχοινί, κάνναβι ή λινάρι. Μόλις άναβε το φυτίλι, αυτό στην αρχή τυφλόκαιγε, έκαιγε δηλαδή χωρίς φλόγα. Τότε ρίχναμε το μπουκάλι στον στόχο που θέλαμε να καταστρέψουμε και απομακρυνόμασταν. Ξαπλώναμε μπρούμυτα και βάζαμε τα χέρια στο κεφάλι. Όταν έφτανε η φωτιά στο μπαρούτι, γινόταν η έκρηξη. Στο σημείο που έσκαγε, άνοιγε μια βαθειά τρύπα. Αμέσως τρέχαμε να δούμε το αποτέλεσμα.
     Η άλλη γέμιση ήταν σε μεγάλο μπουκάλι και ήταν για «μεγάλες καταστροφές». Εντυπωσιακή ήταν η έκρηξη, όταν ο εκρηκτικός μηχανισμός ήταν κουκουλωμένος με πολύ χώμα.
     Πάντοτε είχαμε επιτυχίες στην «δολιοφθορά» και χαιρόμασταν. Ευτυχώς στην ομάδα μας δεν είχαμε τραυματισμούς από την εκσφενδόνιση των γυαλιών. Είχαμε όμως τραυματισμούς άλλου είδους.
     Τα κομμάτια γυαλιού που σκορπούσαν σε μεγάλη απόσταση, μας έκοβαν τις πατούσες των ποδιών, αφού όλοι τότε περπατούσαμε ξυπόλυτοι όλο το καλοκαίρι. Γι’ αυτές τις πληγές, από τα γυαλιά, αλλά και σε κάθε άλλο τραυματισμό, υπήρχε το ειδικό φάρμακο. Κατουρούσαμε σε ψιλό, σαν άχνη χώμα, το φτιάχναμε λάσπη και το βάζαμε πάνω σαν κατάπλασμα, ώσπου να σταματήσει το αίμα. Αφού ξηραίνονταν, τότε πάνω στην πληγή το κατουρούσαμε πάλι, να φύγει η λάσπη και ν’ απολυμανθεί.
     Ένα ακόμα φάρμακο για να σταματήσει το αίμα από τραυματισμούς, ήταν και ο καπνός από τσιγάρο. Πάνω στην πληγή τοποθετούσαμε μια ποσότητα καπνού και έτσι σταματούσε το αίμα. Το αφήναμε πάνω για αρκετή ώρα.
     Αν το τραύμα ήταν μεγάλο και χρειαζόταν χρόνος να κλείσει, τότε, υπήρχε και το σπαθολούλουδο ή σπαθόχορτο.
     Ένα λουλούδι άγριο με κίτρινα ψιλά άνθη. Βγαίνει το καλοκαίρι και είναι άφθονο στον τόπο μας. Το μάζευαν σε ματσάκια, το άφηναν στον ήλιο να ξεραθεί και έτριβαν τα άνθη του. Τα κοσκίνιζαν με την ψιλή σίτα του ψωμιού και τα ’βαζαν στο μπουκάλι με ελαιόλαδο. Εκεί το άφηναν όλο σχεδόν το καλοκαίρι να γίνει η βράση. Μ’ αυτό έκλειναν πληγές, κάθε μορφής. Αρκετοί το ’πιναν για το στομάχι. Βέβαια σήμερα δεν το χρειαζόμαστε διότι υπάρχουν τόσα αντιβιοτικά φάρμακα.
     Το μπαρούτι για μας τα παιδιά ήταν διασκέδαση. Τι δεν σκαρώναμε! Το Πάσχα, φτιάχναμε τις τράκες. Ήταν ένα αυτοσχέδιο, απλό εργαλείο. Παίρναμε ένα κλειδί από παλιές πόρτες στάβλων ή αποθηκών. Αυτά ήταν κούφια από το μπροστινό μέρος. Εκεί μέσα βάζαμε μικρή ποσότητα μπαρούτι κυνηγού, γιατί αν βάζαμε από σφαίρες, θα είχαμε σακατέψει όλοι τα χέρια μας ή θα μέναμε τυφλοί.
     Η έκρηξη γινόταν με ένα καρφί. Το τοποθετούσαμε μέσα στη γέμιση, το χτυπούσαμε με σφυρί ή άλλο βαρύ σίδερο και από την πίεση γινόταν η έκρηξη. Μαζί με την λάμψη ακουγόταν και ένας κρότος, που αρκετές φορές μας βούλωνε τα αυτιά μας.
     Το παραπάνω ήταν ένα παιχνίδι σε καθημερινή βάση τις μέρες του Πάσχα. Το βράδυ της Ανάστασης το εργαλείο μετατρέπονταν σε φορητό, με σύρμα και σκάζαμε τράκες έξω από την εκκλησία. Αυτό συνεχίστηκε για πολύ καιρό. Όταν δεν είχαμε μπαρούτι παίρναμε το «φαρμάκι» από τα σπιρτόξυλα. Με το ξυράφι ή το νύχι μας ξύναμε το «φαρμάκι» και το τοποθετούσαμε σε μικρά κλειδιά. Έκαναν και αυτά τη δουλειά μας, ήταν και ακίνδυνα.
     Στο εμπόριο εκείνη την εποχή υπήρχε ένα πιστόλι. Ήταν κανονικό, η κάννη του ήταν χοντρή και εμπροστογεμής. Το βόλι ήταν ένας φελλός όπως του μπουκαλιού. Ο μισός ήταν γεμάτος με μαύρο μπαρούτι και ήταν σφραγισμένος με πεπιεσμένο χαρτί.
     Το τοποθετούσαμε εφαρμοστά, μάλιστα με πολύ μεγάλη πίεση. Όταν πατούσαμε την σκανδάλη, μια βελόνα σαν καρφί χτυπούσε με πίεση τον θάλαμο με το μπαρούτι, έπαιρνε φωτιά και έφευγε με δύναμη ο φελλός αδέσποτος και ακουγόταν ένας κρότος σαν από αληθινό όπλο.
     Ήταν αρκετά επικίνδυνο πιστόλι, κάθε χρόνο γίνονταν ζημιές σε ρούχα και διάφοροι τραυματισμοί.
     Δυστυχώς στο χωριό μας, το Κεφαλοχώρι, είχαμε έναν τέτοιο τραυματισμό στο μάτι ενός νεαρού. Αυτός ο τραυματισμός ήταν αφορμή να σταματήσει το πασχαλινό έθιμο με εμπροστογεμή πιστόλια.
     Αυτή ήταν η μια όψη του μπαρουτιού με παιχνίδια στα παιδικά μας χρόνια. Γιατί έχουμε και μια άλλη περίοδο, την μεταπολεμική, με σκοτωμούς, τραυματισμούς, ακρωτηριασμούς από σκόρπια εγκαταλειμμένα βλήματα, νάρκες και χειροβομβίδες.
     Υπολείμματα του πολέμου υπήρχαν για χρόνια μετά τους πολέμους, και ίσως να υπάρχουν ακόμα σε δύσβατα σημεία. Εμείς είχαμε στο χωριό μου ένα τέτοιο θλιβερό συμβάν από χειροβομβίδα. Μια μέρα τρία παιδιά, συνομήλικά μου, ο Θωμάς και ο αδελφός του Γρηγόρης καθώς και ο Νίκος, έβοσκαν τα ζώα έξω από το χωριό. Κάποια στιγμή ο Γρηγοράκης βρέθηκε με μια χειροβομβίδα. Ήταν ένα κόκκινο στρογγυλό παιχνίδι. Πολύ καλύτερο από την πάνινη πούμα, το αυτοσχέδιο τόπι. Αμέσως οι δυο μεγαλύτεροι έτρεξαν να την πάρουν από τα χέρια του. Καθώς την κρατούσε από την κρικέλα, ελευθερώθηκε και έγινε έκρηξη. Ο Γρηγοράκης σκοτώθηκε στον τόπο, ενώ τα άλλα δύο παιδιά τραυματίστηκαν σοβαρά και μεταφέρθηκαν στη Βέροια, στο Νοσοκομείο. Από τον τραυματισμό αυτό δεν τους έμειναν μόνο τα σημάδια του σώματος, βαθιά σημάδια έμειναν και στην ψυχή τους. Θυμούνται και θα θυμούνται, όσο είναι στη ζωή, εκείνες τις μπαρουτοκαπνισμένες μέρες του πολέμου, του εμφύλιου και μετά τον εμφύλιο.
     Ένα ακόμα τέτοιο συμβάν είχαμε στο χωριό Ραψομανίκι. Σκοτώθηκε ένα νεαρό άτομο από μια ξεχασμένη νάρκη, από κείνες που είχε βάλει ο στρατός κοντά στο ποτάμι Αλιάκμονα, εκεί στην περιοχή που ήταν ο πόρος – πέρασμα με πόδια, όταν δεν είχε αρκετό νερό. Έβοσκε και αυτό το νεαρό άτομο τα ζώα και πάτησε την νάρκη.
     Έτσι γνωρίσαμε εκείνη την εποχή.
     Πώς να λησμονήσω όμως και ένα άλλο περιστατικό με μια κουραμάνα; Ήταν το 1944, λίγες μέρες πριν φύγουν από την Ελλάδα οι Γερμανοί. Καθώς οπισθοχωρούσαν τα στρατεύματά τους, μια ομάδα Γερμανών είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στο σπίτι μας, στο Κεφαλοχώρι, σε μια μεγάλη αλάνα από τις πολλές που υπήρχαν τότε, αφού τα ξέφραγα οικόπεδα περίσσευαν. Αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες μονές και διπλές, με τεράστιες κεραίες και ασύρματους, είχαν απλωθεί σαν τους τσιγγάνους στο τσαΐρι που είχε γεμίσει αντίσκηνα.
     Εμείς τα παιδιά χαιρόμασταν να βλέπουμε τις σκηνές και τις παρατηρούσαμε για ώρες. Δεν είχαμε άλλα ενδιαφέροντα και υποχρεώσεις όπως τα σημερινά παιδιά. Πρώτη φορά ακούσαμε ραδιόφωνο από αυτούς τους ασυρμάτους.
     Κάποια στιγμή βρέθηκα μόνος εκεί την ώρα που γευμάτιζαν. Στεκόμουν σαν μπάστακας πάνω από τα κεφάλια τους, σαν τον φτωχό Λάζαρο και τους κοιτούσα. Τους έβλεπα να ανοίγουν εκείνες τις κονσέρβες με το κόρνεμπιφ, το μοσχαρίσιο κρέας που μοσχομύριζε ο τόπος. Έπιναν χυμούς πορτοκαλιών από κουτιά δυο οκάδων, εντελώς άγνωστα σε μας τότε. Αργότερα βέβαια υπήρχαν τέτοια στην Αμερικάνικη βοήθεια, την γνωστή «Ούνρα».
     Κάποια στιγμή με κοίταξαν από πάνω ως κάτω, είδαν την κατάντια μου, τα αδύνατα ποδαράκια μου, που έμοιαζαν με αυτά των σημερινών παιδιών της Αφρικής. Ήταν σαν καλαμένιες φλογέρες από την ασιτία και την έλλειψη των βασικών τροφών. Φορούσα σκουφούνια σιάρκαβα (μάλλινες κάλτσες από ασπρόμαυρο μαλλί) και ένα ζευγάρι γουρουνοτσάρουχα με νοζίτσες – κορδόνια– από το ίδιο τομάρι. Ένας από τους στρατιώτες, ψηλός ξανθός, με γαλανά μάτια, άνοιξε ένα κιβώτιο και έβγαλε μια κουραμάνα, ένα πλαστό. Τα μάτια μου άστραψαν, όταν κατάλαβα πως ήταν για μένα. Μου το έδωσε και χάιδεψε απαλά το ψωριάρικο κεφάλι μου, που ήταν γεμάτο κουκούδια –όλοι έβγαζαν τότε κουκούδια– και ήταν γεμάτο ψείρες, αφού δεν υπήρχε σαπούνι και το λούσιμο ήταν πολυτέλεια. Με ευγενικό τρόπο, με στοργή μου είπε:
     – Βεκ, βεκ.
     Κατάλαβα πως η παρουσία μου δεν ήταν ευχάριστη και τρέχοντας με το χάσκο ψωμί στην αγκαλιά μου πήγα σπίτι.
     Κάτω στ’ αμπρόστια ήταν η μάνα μου, ετοιμόγεννη, ύφαινε στον αργαλειό και η μανιά μου η Μαρία μάζευε την κάνουρα με το τσικρίκι σε μασούρια. Ξαφνιάστηκαν σαν με είδαν με την κουραμάνα. Αμάν αμάν να πιστέψουν πως μου την έδωσαν οι Γερμανοί. Την πήρε η μανιά μου, την σταύρωσε με το ψωμομάχαιρο τρεις φορές και την έκοψε ψιλές φέτες. Μας έδωσε μια φέτα από αυτό για προσφάι και μια φέτα καλαμποκίσιο τριών ημερών για κύριο ψωμί.
     – Να τρώτι κι ψουμί, μη μούγκι κουραμάνα, και εννοούσε σαν ψωμοτύρι. Είπε ακόμα και εκείνο το γνωστό που συχνά ακούγαμε: Ψουνκά (με οικονομία), να φτουρήσ’, να φτάσει.

(από το βιβλίο: Γεώργιος Θ. Ντελιόπουλος, Ξεχασμένα επαγγέλματα και άλλες ιστορίες από το Ρουμλούκι, Αλεξάνδρεια [Ημαθίας], 2015)