[Για να καταφέρει ο πεινασμένος κόσμος να βρει κάτι να φάει]
Ντούμας Παναγιώτης Δημ.
Εκτύπωση
Για να καταφέρει ο πεινασμένος κόσμος να βρει κάτι να φάει, άρχιζε και πούλαγε τα υπάρχοντά του.
     Βγαίνουν έξω στο χωριό [Λουσικά Πάτρας] και πουλούσαν ό,τι μπορεί να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους. Κοστούμια, μεγαλοκυρίες τις γούνες τους, εσώρουχα, ραπτομηχανές, γραμμόφωνα, κεντήματα, σερβίτσια κλπ.
     Ορισμένοι πουλούσαν και τα σπίτια τους για λίγα τσουβάλια στάρι.
     Μια ημέρα που ήμουν στο στέκι που πουλούσα τα χόρτα (Σμύρνης και Παναχαϊκού) μου λέει ο μπακάλης που είχε μαγαζί δίπλα: Ρε Παναγιώτη αυτό το σπίτι απέναντι είναι του κουνιάδου μου και το πουλάει για 500 οκάδες στάρι.
     Πες του πατέρα σου να το πάρετε εσείς γιατί σε έχω αγαπήσει.
     Ήταν ένα διώροφο νεοκλασικό. Όταν ήρθα το βράδυ και το είπα στους γονείς μου, η μητέρα μου άρχισε τα κλάματα και μου είπε: αυτό παιδάκι μου μη διανοηθείς ποτέ να το κάνεις και αύριο θα βάλεις 10 οκάδες στάρι σε μια σακούλα, θα πας σ’ αυτό το σπίτι, θα χτυπήσεις το χτυπητήρι, όταν σου ανοίξουν θα αφήσεις από μέσα τη σακούλα και θα εξαφανιστείς.
     Αυτά τα διδάγματα νομίζω ότι με βάλανε σε καλό δρόμο στη ζωή.
     Στο χωριό μου περνούσαν κάθε μέρα δεκάδες άνθρωποι διαφόρων ηλικιών ζητιανεύοντας μια φέτα ψωμί. Σε ποιον να πρωτοδώσεις;
     Μια μέρα που όργωνα στο χωράφι μας για να σπείρουμε αργότερα αραποσίτι, κάθισα για να φάω 50 μέτρα μέσα από το δρόμο, τότε έρχεται μια γυναίκα ηλικιωμένη φορτωμένη στην πλάτη την πραμάτεια της.
     Πιάνεται από το φράχτη και με κοιτούσε που έτρωγα χωρίς να μου μιλάει.
     Εγώ άργησα να καταλάβω ότι αυτή θα πείναγε. Παίρνω το ψωμί και το τυρί που μου είχαν μείνει και της τα πάω.
     Αυτή δεν τα παίρνει αλλά γονατίζει σηκώνει τα χέρια ψηλά και λέει:
     Αν είναι Θεός, το χωράφι να θησαυρίσει.
     Είναι αλήθεια ότι χωρίς να βρέξει την άνοιξη, το αραποσίτι θησαύρισε.
     Στην Αχαΐα οι Ιταλοί είχαν δυο αστυνομίες. Την Καραμπινιερία που ήτο για την τάξη, και την Φινετσαρία που ήτο οικονομικής φύσεως.
     Αυτή μάζευε τα αγαθά του κόσμου.
     Η Ελληνική αστυνομία ήτο ακόμη στο χωριό μας.
     Οι Ιταλοί έρχονται τακτικά στο χωριό και συνεργάζονται με την Ελληνική αστυνομία. Μια ημέρα τον Ιούνιο 1941 έδωσαν διαταγή οι Ιταλοί να παραδώσουν οι Έλληνες όλα τα όπλα, πολεμικά, κυνηγετικά και πιστόλια, εντός δυο ημερών.
     Πραγματικά όλοι από φόβο πήγαν και παρέδωσαν.
     Δυστυχώς σε κάθε δύσκολη εποχή που έχει περάσει η Ελλάδα, υπάρχουν και οι προδότες ή πες τους και ρουφιάνους.
     Έτσι λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση πήγε κάποιος στους Ιταλούς και τους λέει ότι: Ο Φώτης Σπυρόπουλος και ο Γεώργιος Σπαλιάρας είναι οπλουργοί και λόγω του επαγγέλματος έχουν πολλά όπλα.
     Τους κάλεσαν στην Καραμπινιερία και αφού αρνήθηκαν γιατί ασφαλώς δεν ήσαν οπλουργοί και δεν είχαν όπλα, τους σάπισαν στο ξύλο.
     Πήγε λοιπόν μια επιτροπή από το χωριό με τον παπα Βασίλη, τον πρόεδρο και δυο τρεις άλλους και βεβαιώσαν ενόρκως ότι ήσαν αθώοι. Κάναν όμως μήνες να αναρρώσουν απ’ το πολύ ξύλο.
     Πέρασε το καλοκαίρι και σχετικώς καλά τα πηγαίναμε με δαύτους.
     Είμαστε όμως υποχρεωμένοι φεύγοντας απ’ το σχολείο των Βραχνεΐκων να χαιρετούμε το σκοπό με την σημαία τους που είχαν εκεί στο φυλάκιο, σηκώνοντας το χέρι μας φασιστικά και να λέμε «vintcere».
     O Γιώργης Ζαφειρακόπουλος κάποια μέρα δεν χαιρέτησε, πετάγεται μέσα απ’ το φυλάκιο κάποιος λοχίας, τον κατεβάζει απ’ το άλογο και τον υποχρεώνει να περάσει δέκα φόρες πέρα δώθε να χαιρετά και να φωνάζει «vintcere».
     Έτσι περάσαμε με τους Ιταλούς κάπως άφοβα, εκτός απ’ το πλιάτσικο που έκαναν, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1941. Είχαμε θαρρέψει και ο κόσμος καθόταν μέχρι πολύ αργά το βράδυ. Την παραμονή του Αγίου Βασιλείου ήταν όλοι οι χωριανοί στο καφενείο. Κατά τις 10 η ώρα μπήκε στα μαγαζιά πολύς Ιταλικός στρατός...

(από το ιστολόγιο: blogs.musicheaven.gr/zarathustra, 28 Οκτωβρίου 2009)