[Τον Αύγουστο του 1922 κατέρρευσε το μέτωπο]
Λαμπρικίδης Λάμπρος
Εκτύπωση
Τον Αύγουστο του 1922 κατέρρευσε το μέτωπο. Ο ελληνικός στρατός έφευγε μπουλουκηδόν, πλην του συντάγματος του Πλαστήρα, ο οποίος διήλθε των Βουρλών την 2α Σεπτεμβρίου και συνέστησε στη δημογεροντία και σ’ όλους τους Βουρλιώτες να φύγουν. Τους είπε ότι οι Τούρκοι κατεβαίνουν κι ότι διατρέχουν τον έσχατον των κινδύνων. Πλην, οι Βουρλιώται δεν άκουσαν. Είχαν το προηγούμενο του ’14 και νόμισαν ότι κι αυτή τη φορά θα εξαπατήσουν τους Τούρκους. Την ανυπακοή τους αυτή την επλήρωσαν με το αίμα των. Εσφάγησαν και δεκαπέντε χιλιάδες Βουρλιώται. Οι Τσέτες με τους ντόπιους Τούρκους, αφού τους κλέψανε, κατόπιν τους εσκότωσαν. Πήραν και πολλούς αιχμαλώτους στο εσωτερικό. Όσοι ξεφύγανε, σύμφωνα με μια διαταγή που είχανε, συγκεντρώθησαν στην παραλία κι εκεί πήγαν βαπόρια και τους πήραν.

Εγώ με την οικογένειά μου έφυγα στις 27 Αυγούστου, ακολουθήσαμε το στρατό πριν ακόμα περάσει ο Πλαστήρας. Πολύς κόσμος άκουσε τας συμβουλάς μας κι ακολούθησε.
     Ο στρατός άρχισε να περνάει ατάκτως από τα Βουρλά, από τις 25 Αυγούστου. Γέμισαν οι δρόμοι από στρατιώτες, μουλάρια κι αμάξια. Δεν τον ηκολούθησε πολύς κόσμος· μόνο όσοι είχαν μυαλό.

Ήτο Παρασκευή απόγευμα, έφαγα κι εκοιμήθηκα. Κοιμώμενος ήκουσα φωνή να μου λέει:
     – Φύγε.
     Σηκώθηκα κι ηρώτησα τη μητέρα μου που εκάθητο εκεί κοντά στο χωλ.
     – Ποιος φώναξε, μητέρα, φύγε;
     – Κανένας παιδί μου, μου είπε.
     Σαν συνήλθα λίγο, σκέφθηκα πως αυτός ήτο ο καλός μου άγγελος που με ειδοποιούσε να φύγω. Γυρίζω τότε και λέω στη μητέρα μου.
     – Αύριο φεύγομε άνευ άλλης ειδοποιήσεως. Μαζί σας δε θα πάρετε τίποτα πλην τα κοσμήματά σας.

Πραγματικά, την άλλη μέρα το πρωί στις δέκα, αφού έκλεισα το κατάστημα, ειδοποίησα τον προϊστάμενό μου Κωσταντινίδη να πάρει την κόρη του και να έρθει στο σπίτι μου να φύγουμε προς τον Τσεσμέ. Ειδοποίησα και τον Κόκα τον Κωσταντινίδη να έρθει κι αυτός με την οικογένειά του. Συγκεντρώθηκαν όλοι σπίτι μου και κατά τις έντεκα η ώρα αναχωρήσαμε ακολουθούντες το στρατό. Μετά από πολλές ώρες πορεία, άλλοτε πεζοπορούντες κι άλλοτε επιβαίνοντες αυτοκινήτων, εφθάσαμε στον Τσεσμέ. Στο δρόμο βρήκαμε ένα αδέσποτο άλογο που έσερνε ένα αμάξι και βάλαμε τη μητέρα μου και τον κ. Κωσταντινίδη και τους πήγε μέχρι τον Τσεσμέ. Στον Τσεσμέ μέσα ήτο χιλιάδες στρατός. Μουλάρια, αμάξια, κανόνια· εκεί έβλεπες την πτώσιν του κράτους. Όσοι ήσαν δυνατοί εσώθησαν, οι αδύνατοι έμειναν.

Από τον Τσεσμέ, όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν, τους έσφαξαν οι Τούρκοι. Αι οιμωγαί από τη σφαγή ηκούοντο στη Χίο.
     Την 1η Σεπτεμβρίου μπήκαμε σ’ ένα μικρό βαποράκι που έκανε τη συγκοινωνία Χίου-Τσεσμέ. Πληρώσαμε δωδεκάμισι δρχ. εισιτήριο ο καθένας.
     Στη Χίο μείναμε δεκαπέντε ημέρες. Εκεί συνήντησα έναν εξάδελφό μου και μου είπε:
     – Να φύγεις να πας στον Πειραιά, γιατί μου φαίνεται προετοιμαζόμεθα για επανάσταση.
     Και πραγματικά έγινε.
     Έφυγα κι ήρθα στον Πειραιά όπου κι εγκαταστάθηκα. Κατόπιν πήγα στη Χίο πολλές φορές. Έκανα εμπόριο σταφίδας. Αγόραζα σταφίδα από τους Καραμπουρνιώτες, που την είχαν φέρει από την πατρίδα τους.

(από την εφημερίδα Τα Νέα/tanea.gr, 2 Σεπτεμβρίου 2003)