[Όταν είδαμε τους Τούρκους λωλαθήκαμε]
Mοναχή Μικρασιάτισσα από την Κάτω Παναγιά
Εκτύπωση

Όταν είδαμε τους Τούρκους λωλαθήκαμε. Αυτοί μας φωνάζανε: να πάτε στον Κωνσταντή σας (Βασιλιά).

Τότε ούτε μας σφάζανε, ούτε μας χτυπούσαν.

Μόνο μας διώχτανε και έτσι πήγαμε στη Χίο. Αφήκαμε τις περιουσίες μας, τα χώματά μας, πήραμε ένα μπογαλάκι κι εφύγαμε.

Στο 1919 έγινε ο πόλεμος της Μικράς Ασίας και μας επιτρέψανε να γυρίσουμε πίσω στα σπίτια μας. Δεν τα είχανε πειράξει ούτε τα είχανε λεηλατήσει.

Ο πόλεμος συνεχιζόταν.

Στο 1922 μας διώξανε από τον τόπο μας, τότε σφάζανε, καίγανε, χτυπούσανε, παίρνανε κορίτσια. Μέσα στην Κάτω Παναγιά έσφαξαν 800 άτομα.

Τους άντρες τους πήρανε αιχμαλώτους στα βάθη της Ανατολής και τα γυναικόπαιδα τα στέλνανε στη Χίο. Μεγάλη καταστροφή, φοβερός πόνος που χαράκτηκε στις ψυχές μας.

Τρεις ιερείς, πρόσκοποι, δάσκαλοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Και ο Τούρκος κάλπαζε ανεμίζοντας τη χαντζάρα του και στο πέρασμά του δεν άφηνε όρθιο κεφάλι χριστιανικό.

Φύγανε και πήγανε στη Χίο. Διαφύγανε με καΐκια. Ήταν πολλά άτομα. Όσους χωρούσαν τα καΐκια τους βάζανε μέσα. Περάσαν πολύ δύσκολη ζωή, γιατί όπου πήγαιναν τους διώχνανε, τους έλεγαν «Τουρκοσπορίτες... να βούλιαζε το καράβι που σας έφερνε».

Πηγαίνανε στη Χίο, τους στέλνανε Μυτιλήνη, πηγαίνανε εκεί, τους στέλνανε Πειραιά. Τα παιδιά πεθαίνανε στο δρόμο από την πείνα.

Ο κόσμος διασκορπίστηκε, όπου μπορούσε ο καθένας. Έτσι φτιάξανε χωριά χωρίς τη βοήθεια των υπόλοιπων Ελλήνων.

Ο καθένας πήρε τον δρόμο του.

Άλλοι μείνανε στη κοντινή Χίο και εγκαταστάθηκαν οριστικά σ’ αυτήν και την είπαν δεύτερη πατρίδα. Άλλοι πήγαν στην Αθήνα και στον Πειραιά και λίγοι στην υπόλοιπη χώρα.

Όσοι ήξεραν να καλλιεργούν τη γη τούς δόθηκε κλήρος στο βορειοδυτικό άκρο της Πελοποννήσου, στην Κυλλήνη.

Εκεί δημιουργήθηκε μια μικρή αγροτική κοινότητα με το όνομα Κάτω Παναγιά Ηλείας. Μαζί τους οι πρόσφυγες φέρανε ό,τι μπορούσαν από τον τόπο τους και κυρίως τη θρησκεία τους, τα ήθη τους και τα έθιμά τους, τον πολιτισμό τους.

Οι ντόπιοι ήταν πιο καθυστερημένοι κοινωνικά, γι’ αυτό και ξενίζονταν μερικές φορές από αυτά που για πρώτη φορά έβλεπαν στους νιόφερτους. Για παράδειγμα των Φώτων, όταν οι πρόσφυγες να ρίξουν το σταυρό στη θάλασσα με τα λάβαρα, παραξενεμένοι τους φώναζαν «Τουρκλάδες τι είναι αυτά που κρατάτε;»

Οι αναμνήσεις, μας ηκαίγανε, όπως καταστράφηκε η Σμύρνη.

Μέχρι τώρα μας μείνανε έντονες και για τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς μας επώδυνες. Ελπίδα επιστροφής δεν υπήρχε.

Όταν είδαμε εκείνο το σφαγμό κι εκείνη την καταστροφή ηχωνέψαμε ότι χάσαμε πατρίδα, σπίτια, ζωές.

Αρχινήσαμε λοιπόν να βλέπουμε μπροστά, και να προσπαθούμε να επιβιώσουμε. Και τώρα που επιτρέπουνε να πηγαίνουμε στην Τουρκία, πααίνουμε και βλέπουμε τα σπίτια μας και είναι η γης χώμα. Τίποτα δεν υπάρχει...

– Γιατί να καταστρέψουνε τα πάντα;

– Αφού θα απομείνουνε δικά τους, γιατί να τα κάψουνε;

– Γιατί να ρίξουνε τις εκκλησίες;

– Τόσο όμορφα έπιπλα γιατί να καταστραφούνε;

– Η εκκλησία μας δεν υπάρχει πουθενά. Την είχε χτίσει ο Χαλεπάς.

 



(από το ιστολόγιο: Νεοχώρι Κυλλήνης, neohorikillinis.blogspot.gr, 3 Ιανουαρίου 2011)