[Δεν μας δεχθήκανε]
Σουλτανίδης Συμεών
Εκτύπωση

[...] Τέλος ήτο ένα ρώσικο καράβι «Κορυλώφ» που εφόρτωνε πρόσφυγας, αναμένοντες σε κάποιο στρατώνα. Νομίζω Σελιμιέ Κισλασή. Πήρε όλους αυτούς που ήσαν σχεδόν όλοι άρρωστοι, πήρε και ταξιδιώτες, παρέλαβε και ημάς εξήντα άτομα περίπου, και με τέσσερις χιλιάδες περίπου ανθρώπινο φορτίο ξεκινήσαμε διά την Ελλάδα πλέον. Ξημερώματα τα μαύρα νερά της Μαύρης Θάλασσας τελειώσανε. Άρχισαν να μετατρέπονται, άρχισαν να γίνονται καθαρώς γαλανά. Σε λίγο περάσαμεν και τον Ελλήσποντο και μετ’ ολίγον με αλαλαγμούς χαράς και αλλοφροσύνης αξιωθήκαμεν να χαιρετίσωμεν την πολυπόθητον γαλανόλευκον κυματιζομένην επί ελληνικού πολεμικού πλοίου. Δόξα εις τον πανάγαθον Θεόν. Από τα φέσια που πετάξαμεν, βλέπαμεν είχεν γεμίσει η θάλασσα και τα έδερναν τα κύματα. Ήλθαμεν στη Θεσσαλονίκη. Δεν μας δεχθήκανε, τραβήξαμε στον Άγιο Γεώργιο Πειραιώς, ούτε εκεί. Μετά τραβήξαμε εις το Μακρονήσι, έναντι Λαυρίου. Εκεί ώσπου να γίνομεν δεκτοί, ώσπου να μας πάρουν εμάς, διότι λίγοι-λίγοι έπαιρναν κάθε ημέρα, εν συνόλω επί καραβιών συμπληρώσαμεν άλλες σαράντα ημέρες ακριβώς. Και εις το Μακρονήσι, ώσπου να μας επιτρέψουν να φύγωμεν, καθήσαμεν άλλες σαράντα ημέρες ακριβώς και την τεσσαρακοστήν ημέραν πήραμε άδεια ελευθεροβιώσεως και πήγαμε με καραβάκι εις το Λαύριον.



(από το βιβλίο: Η Έξοδος, τόμος Γ': Μαρτυρίες από τις επαρχίες του Μεσόγειου Πόντου, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 2013)