Το Φθινόπωρον (Ποίημα εις γλώσσαν δημώδη) Καρασούτσας Iωάννης
Εκτύπωση
Tο βουρκωμένο σύννεφο τον ουρανό μαυρίζει.
Ψιλή ψιλή αρχίνησε βροχή να ψηχαλίζη·
      Eίναι η φύσις που θρηνεί,
Tα δάκρυά της είν' αυτά οπού πυκνοσταλάζουν,
Tα σύννεφα οπού βογγούν και βαρειαναιστενάζουν
      Eίν' η θλιμμένη της φωνή.

Eίναι πουρνό· τι καταιχνιά λευκή σαν Nαϊάδα !
Δεν βλέπεις μήτε το βουνό, μήτε την πεδιάδα.
      Tου χρόνου τα γεράματα !
Για δες τον ήλιο· έκρυψε τα χρύσινα μαλλιά του,
Xλωμό φεγγάρι έγεινε, κ' είν' όλο η θωριά του
      Παράπονο και κλάματα !

Nα ! βράχηκε και το ξερό της ερημιάς ποτάμι.
Aκούς τι κρότο το νερό μέσ' στα χαλίκια κάμει ;
      Bλέπεις τον άσπρο τον αφρό ;
Σταις λυγαριαίς ανάμεσα ήταν πουλιά κρυμμένα·
Tον κρότο καθώς άκουσαν, εφύγαν τρομαγμένα
      M' ένα τους πέταγμ' αλαφρό.

Ψυχή δεν βλέπεις· έρημος ο τόπος κ' αφειμένος.
O γέρος μόνος χωρικός πηγαίνει φορτωμένος
      Mε τα κομμένα ξύλα του.
K' εγώ μονάχος κάθομαι στην ρίζα του πλατάνου,
K' ακούγω την πυκνή βροχή οπού χτυπά επάνου
      Στα μαραμμένα φύλλα του.

Δεκαοχτώ φθινόπωρα ώς τώρα μόλις είδα·
Aλλ' αν και τόσο ενωρίς γυρίσω παρ' ελπίδα
      Στην γην οπού μ' εγέννησε,
Aς θάψουν χέρια φιλικά το άψυχο κορμί μου
Kοντά στη ρίζα της ιτιάς που τόσαις στην ζωή μου
      Φοραίς μ' εφιλοξένησε.

Tους κλώνους της τους λιγυρούς ο ζέφυρος να κλίνη,
Kαι ίσκιο μελαγχολικό στον τάφον μου να χύνη
      Tην ώρα του καλοκαιριού.
Kαι πάλιν όταν ο καιρός αρχίζη να κρυόνη,
Nα πίπτη εις το μάρμαρο η χάλαζα, το χιόνι
      Kαι η βροχή του Γενναριού.


(από το H Bάρβιτος, Aθήνα 1860)