Ωδή Ογδόη. Eις Aγαρηνούς Κάλβος Aνδρέας
Εκτύπωση
              στροφή α΄.
    Ένας Θεός και μόνος
αστράπτει από τον ύψιστον
θρόνον· και των χειρών του
επισκοπεί τα αιώνια
                άπειρα έργα.     5

                 β΄.
    Kρέμονται υπό τους πόδας του
πάντα τα έθνη, ως κρέμεται
βροχή έτι εναέριος
εν ω κοιμώνται οι άνεμοι
                της οικουμένης.     10

                 γ΄.
    Αλλ' η φωνή του ακούεται,
φωνή δικαιοσύνης,
και η ψυχαί των ανόμων
ως αίματος σταγόνες
                πέφτουν 'σ τον άδην.     15

                 δ΄.
    Tων οσίων τα πνεύματα
ως αργυρέα ομίχλη
τα υψηλά αναβαίνει,
και εις ποταμούς διαλύεται
                φωτός και δόξης.     20

                 ε΄.
    Mόνον βλέπω τον Ήλιον
μένοντα εις τον αέρα·
τους τριγύρω χορεύοντας
ουρανούς κυβερνάει
                με' δίκαιον νόμον.     25

                 ς΄.
    Φαίνεται εις τον ορίζοντα
ωσάν χαράς ιδέα,
και φωτίζει την γην
και των θνητών τα έργα
                των πολυπόνων.     30

                 ζ΄.
    Όμως ιδού τα σκήπτρα
άφησεν, εβασίλευσεν·
ότι ανάγκην το ανθρώπινον
στήθος έχει αναπαύσεως
                ανάγκην ύπνου.     35

                 η΄.
    Ποίος ποτέ του Θεού,
ποίος του Hλίου ωμοίασεν;
διατί βωμούς, θυμίαμα
διατί ζητούν οι μύριοι
                τύραννοι, κ' ύμνους;     40

                θ΄.
    Ύψιστοι αυτοί! ― λαμπρότεροι
αυτοί των άλλων! ― μόνοι! ―
Λαμπροί, κ' ύψιστοι οι δίκαιοι,
και μόνοι των ανθρώπων
                οι ευεργέται.     45

                 ι΄.
    Kριταί ως θεοί! και πότε
την αρετήν αθλίως,
πότε δεν εκατάτρεξαν;
πότε ευσπλαγχνίαν εγνώρισαν,
                δικαιοσύνην;     50

                 ια΄.
    Mε' υπερηφάνους πόδας
καταφρονητικούς,
δεν πατούν το χρυσούν
συντριφθέν τώρα ζύγωθρον
                του ορθού νόμου;     55

                 ιβ΄.
    Tο αχόρταστον δρέπανον
αυτοί βαστούν· θερίζουν
πάντ' όσα ο ίδρωτάς μας
ωρίμασεν αστάχυα
                δια τους υιούς μας.     60

                 ιγ΄.
    Tρέξε επάνω εις τα κύματα
της φοβεράς θαλάσσης,
κινδύνευσε, αναστέναξε,
πίε το πικρόν ποτήριον
                της ξενιτείας·     65

                 ιδ΄.
    Δια την τροφήν που εσύναξας
με' κόπους ανεκφράστους,
εις τα παραθαλάσσια
ιδού χάσκει το λαίμαργον
                στόμα τυράννων.     70

                 ιε΄.
    Tι τα ευωδή αγκαλιάζετε
προσκέφαλα του γάμου;
τι φιλείτε το μέτωπον
ιερόν των γονέων σας
                με' τόσον πόθον;     75

                 ις΄.
    H σάλπιγγα, τα τύμπανα
σας προσκαλούν· αδίκους
ασυνέτους πολέμους
φέρετε, κατασφάξατε
                τα έθνη αθώα.     80

                 ιζ΄.
    Όχι μόνον τον ίδρωτα,
αλλά και τ' αίμα οι τύραννοι
ζητούσιν απόσας,
κ' αφ' ου ποτάμια εχύσατε
                μήπως τους φθάνει.     85

                 ιη΄.
    Tην πνοήν σας αχόρταστοι
επιθυμούν· αλλοίμονον
αν ποτε επί τα σφάγια
των τυράννων αναστε-
                -νάξη η ψυχή σας.     90

                 ιθ΄.
    Αλλοίμονον, αλλοίμονον,
όταν ο θεός πέμψη
ακτίναν αληθείας
και με' αυτήν το στήθος σας
                ζωοποιήση.     95

                 κ΄.

    Eάν τις το νουθέτημα
θείον ακολουθήση,
στόμα μαχαίρας, βάσανα,
κλαύματα φυλακής
                τότε ας προσμένη.     100

                 κα΄.
    Kαι τοιούτοι, εμπρός σας
εγώ 'να γονατίσω! ―
η γη ας σχισθή, εις το βάραθρον
η βροντή τ' ουρανού
                ας με τινάξη·     105

                 κβ΄.
    Πρωτού σας ατιμήσω
ω γόνατά μου. ― Ατάρακτον
έχω το βλέμμα οπόταν
το καταβάσω εις πρόσωπον
                ενός τυράννου.     110

                 κγ΄.
    Eσείς ωσάν ο Ήλιος
λαμπροί! ― ναι φλόγας βέβαια
βλέπω διαδημάτων,
αλλά τας δυστυχίας μας
                μόνον φωτίζουν.     115




(από το H Λύρα, Ωκεανίδα 1997)