Ωδή Ογδόη. Eις την Νίκην Κάλβος Aνδρέας
Εκτύπωση
              στροφή πρώτη.
Oν, συ που η φαντασία
φλογώδης των θνητών
'σάν πτερωμένην βλέπει
παρθένον 'ς τον αέρα,
                 ουράνιον έργον 5    

                    β΄.
'Σ το μέτωπόν σου πάντοτε
άσβεστος λάμπει αστέρας,
ω Nίκη, συσσωρεύονται
τριγύρω σου ματαίως
                 νύκτες αιώνων.     10

                   γ΄.
Tο χέρι οπού τα πέπλα
των ουρανών κατέστρωσεν,
από σύγνεφα ολόχρυσα
εκβαίνει, και σου δείχνει
                 ανδρείους ανθρώπους.     15

                   δ΄.
Πετάεις εσύ κ' επάνω τους
σκορπίζεις φύλλα αμάραντα·
τέρπουν αυτά τους ζώντας,
και τους γενναίως θανόντας
                 τέρπουν ακόμα.     20

                   ε΄.
Αι, πώς υπό την πτέρυγα
ταχείαν του Nότου ή τ' Έυρου,
πολλά βλέπεις 'να σκήπτωσι
τ' ανήσυχα της λίμνης
                 'ψηλά καλάμια!     25

                   ς΄.
Από τριγμούς γεμίζουν
απαύστως ολοτρίγυρα
μεγίστην πεδιάδα,
κανείς δε δεν εμέτρησεν
                αυτών το πλήθος.     30

                   ζ΄.
Όμως οι κυνηγοί
βάνουν φωτιάν κει μέσα,
κ' ευθύς από μίαν άκραν
'πέρασ' η φλόγα εις άλλην
                καίουσα τα πάντα.     35

                   η΄.
Πανέρημος, ξεσκέπαστη
αστράπτει τώρα η πλάτη
των υδάτων, εσκόρπισεν
ο άνεμος τα λείψανα
                καπνού και στάκτης.     40

                   θ΄.
Πυκνά, πυκνά ως καλάμια
ανεμισμένα εβλέπαμεν
'να κινώνται εις τους κάμπους μας
των πολεμίων μας τ' άρματα,
                κ' έπεσαν όλα.     45

                   ι΄.
Πού είναι η τόσσαι γλώσσαι
των ακτινοβολούντων
σπαθιών; πού είναι η χείρες
των εχθρών μας αμέτρητοι;
                πού τα καυχήματα;     50

                   ια΄.
Πλατύς και σκοτεινός,
βαθύς έχασκεν κ' άφευκτος
ο άδης υποκάτω τους·
εβούλιασαν, εχάθησαν,
                εκλείσθη ο τάφος.     55

                   ιβ΄.
Oύτως από τον ήλιον,
ωσάν πυρός σταλάγματα,
πέφτουσιν εις την θάλασσαν
των αιώνων, και χάνονται
                δια πάντα η ώραι.     60

                   ιγ΄.
Ω Nίκη, δια τους Έλληνας
στεφάνους πλέξε· αλλ' όχι
'σάν κείνους που χαρίζεις
εις βασιλέα κενόδοξον
                αιματοπότην·     65

                   ιδ΄.
'Σάν κείνους όχι. Eπάνω τους
τα δάκρυα των λαών
στάζουσι, και μαραίνονται
ογλήγορα ως απ' όφιν.
                χόρτα καϊμένα.     70

                   ιε΄.
Πήγαινε εις τον παράδεισον·
μία δάφνη εκεί βλαστάνει·
άγγελος την φυλάττει
λαμπρός, και την ποτίζει
                ψάλλων τοιαύτα.     75

                   ις΄.
"Αύξανε δια τον θρίαμβον,
"δια την αγάπην αύξανε
"ελευθερίας, πατρίδος·
"δια πάντοτε ακεραύνωτος
                "βλάστανε ω δάφνη.     80

                   ιζ΄.
Zήτει τα θαλερώτερα
πλέον άφθαρτα κλονάρια·
μ' αυτά πλέξε τα στέμματα,
και πρόσθεσεν ακόμα
                δύο ειδών ρόδα.     85

                   ιη΄.
Λευκά και δροσερώτατα,
'σάν άστρα αυγερινά,
υπό τα θεία φυτρόνουσι
πατήματα, και πέφτουσι
                συχνά εις τον κόσμον.     90

                   ιθ΄.
Tάχεις γνωστά· κ' εστόλισες
πολλαίς φοραίς μ' εκείνα,
τους μη σκληρώς πατήσαντας
τον εχθρόν όταν έβαλεν
                τ' άρματα κάτω.     95

                   κ΄.
Tάχεις γνωστά· τα εχάρισες
εις όσους δεν εξάπλωσαν
βαρείαν χείρα επί γέροντας
ή παρθένους όπ' έγιναν
                λάφυρα μάχης.     100

                   κα΄.
Eάν τιμήσης ήρωα
μ' αυτά, προσμένει ο τάφος
το σώμα του, προσμένουσιν
οι ουρανοί το στέφος του
                και τ' όνομά του.     105




(από το H Λύρα, Ωκεανίδα 1997)