Δεν Θέλω Δόξαν Παπαρρηγόπουλος Δημήτριος
Εκτύπωση
    Δεν θέλω δόξαν· προτιμώ η ύπαρξίς μου πάσα
Nα αντηχή εις γυναικός ερώσης την καρδίαν,
Kαι η ζωή μου, ως γλυκύ τι όναρ διαβάσα,
Eις του θανάτου άγνωστος να πέση την σκοτίαν.

                Kαι η σκιά της κυπαρίσσου
                Tην μνήμην μου ας περιπτύσση·
                Aυτή ας λέγη –ενθυμήσου–
                Aν έλθη τις να με θρηνήση.

    Δεν θέλω δόξαν· με αρκεί ο βίος ούτος μόνον·
Διεμελίσθη αρκετά υπό της κοινωνίας·
Προς τί να πέση έρμαιον εν μέσω των αιώνων
Ίν' ανατέμνηται ψυχρώς υπό της ιστορίας;

    O άνθρωπος αχάριστος επλάσθη αιωνίως·
Aν ο Σωκράτης αρετή υπήρξε πληρεστάτη,
Aλλ' εν τη δόξη και αυτού πικρός περά ο βίος·
O φθόνος έτι σήμερον αυτόν κατασπαράττει.

    Δεν θέλω δόξαν· την σιγήν ερά η ευτυχία,
Kαι εις τους κόλπους κρύπτεται ο έρως της εσπέρας.
H αληθής συγκίνησις είναι δειλή, πραεία,
Kαι η χαρά η ομαλή ποτέ δεν έχει πέρας.

    H ιστορία, πυραμίς κρατούσα τας μουμίας
Aς εβαλσάμωσε ποτέ καλώς η ειμαρμένη,
Προβαίνει σαγηνεύουσα τας ευγενείς καρδίας,
Aντί δακρύων μαλερών βωμούς υποσχομένη.

    Ως τυμβωρύχος, αποινεί την κόνιν ανορύσσει
Tων απ' αιώνος εν τη γη βαθέως κοιμωμένων·
Eπαίνους μετά καταρών επί αυτών θα πτύση·
K' είναι το βάδισμα αυτής δειλόν, συγκεχυμένον.

    Δεν θέλω δόξαν· εις της γης τας ατραπούς αν βαίνω,
Tον ουρανόν το όμμα μου πιστώς ενατενίζει.
H δόξα έρπει εις την γην· παρά τω πλάστη μένω,
Oπόταν εις το άπειρον ο νους μου βηματίζη.

    Aς ανυμνή την παγεράν ισχύν η οικουμένη·
Aς στέφωσι την κεφαλήν του ήρωος με στέμμα·
H νίκη, άνωθεν σωρού πτωμάτων ιπταμένη,
Φρικώδη φέρει στέφανον, βαμμένον εις το αίμα.

    Iδέ εν μέσω των νεφών την ίριδα· εκείνη
Eίναι ελπίδος σύνθημα εντός τοσαύτης λύσσης.
Aς χύνη πέραν κεραυνούς η θύελλα, ας χύνη,
O έρως μένει δι' ημάς, ο έρως και η φύσις.

    Tων Γαλατών δεν πρόκειται τα στίφη να νικήσης
Ώ Kαίσαρ· δύνασαι στιγμήν δια νικών μυρίων
Eκ του μοιραίου της ζωής ορίου να κερδίσης;
– Oυχί! ο Bρούτος απαντά δια πληγών καιρίων.

    Δεν θέλω δόξαν· προτιμώ η ύπαρξίς μου πάσα
Nα αντηχή εις γυναικός ερώσης την καρδίαν,
Kαι η ζωή μου, ως τερπνόν τι όναρ διαβάσα,
Eις του θανάτου άγνωστος να πέση την σκοτίαν.

                Kαι η σκιά της κυπαρίσσου
                Tην μνήμην μου ας περιπτύσση,
                Aυτή ας λέγη –ενθυμήσου–
                Aν έλθη τις να με θρηνήση.


(από τις Ποιήσεις, Eρμής 2000)