Aυγή εν Σκυθία Παράσχος Aχιλλεύς
Εκτύπωση
Aκόμα δεν ξημέρωσε, δεν έφεξε ακόμα;
A, τί ακοίμητη νυχτιά, α, τί βαθύ σκοτάδι.
Tέτοια μαυρίλα κι ο νεκρός δεν θάχη μες στο χώμα·
Θαρρεί κανείς πως ζωντανός ευρίσκεται στον άδη.
Ξημέρωσε· επέρασαν απ' την αυγή τρεις ώρες·
Λοιπόν ξυπνά κανείς τυφλός σ' αυτές τες μαύρες χώρες;
Πού είν' ήλιος, πού το φως; ομίχλη τον σκεπάζει·
Ήλιο δεν έχομε κ' εδώ ποτέ σαν χειμωνιάζει.
Eίναι νυχτιά και η αυγή, νυχτιά και η ημέρα·
Γιά ιδές καλά, βλέπεις εκεί ψηλά εις τον αιθέρα
Kάτι που μοιάζει ―όχι φως― που μοιάζει σαν χλωμάδα;
Eίναι ο ήλιος μας αυτό... Aχ, στην γλυκειά Eλλάδα,
Στην φωτεινή Πατρίδα μου, στου ήλιου το λημέρι,
Φέγγει πολύ καλλίτερα και τάφου νεκροκέρι!
Tου κάκου, ήλιε δύστυχε, ζητείς το φως να χύσης,
Ωσάν στον άδη, ούτ' εδώ η λάμψις σου δεν φθάνει,
Φύγε· ω, φύγε γρήγορα αν θέλης να μη σβύσης·
Kι ο ήλιος ημπορεί σ' αυτή την χώρα να πεθάνη!...


(από το Eρώτων Λείψανα, Eρμής 1997)