Eroica. I Πολίτης Kοσμάς
Εκτύπωση
 
                                                                                                                    Στον Kύριο Δ. Λ.
                                                                                                   αισθητικό από το Mεσολόγγι
 
 
 
Tο ποδοβολητό και οι σκληριές φτάσαν στο κατακόρυφο – μεσημεριάτικο, την ώρα που ο κόσμος θέλει να ησυχάσει μετά το φαγητό.
     Μια γυναίκα έβαλε τη φωνή απ’ το κατώφλι της καγκελόπορτας:
     – Ε! δεν πάτε να παίξετε και παρακάτω! Παληόπαιδα!
     – Αλτ! πρόσταξε ο αρχηγός.
     Σταματήσανε αμέσως, έτσι καθώς βρισκότανε μέσα στο σύννεφο της σκόνης, τα δυο που τρέχανε μπροστά κι αυτά που σέρναν την αντλία και τ’ άλλα που συνοδεύαν με κραυγές κι αλαλητό. Ο άνεμος παράσερνε τη σκόνη μαζί με ανακατωμένα κουρελόχαρτα.
     Ο αρχηγός έσπρωξε λίγο προς τα πίσω τη χρυσαφιά τενεκεδένια περικεφαλαία κι ακούμπησε τις γροθιές του στο γοφό.
     – Για να σου πω, της λέει. Βρωμοδουλικό! Ο δρόμος είναι δημόσιος, κανένας δεν ορίζει.
     – Πάρε τα μούτρα σου και τράβα μη φωνάξω το γιατρό! στρίγγλισε η γυναίκα.
     Τα παιδιά πιάσανε τα γιουχαΐσματα: – Ου, ου, Παπακοκός – ου, ου, Παπακοκός – ου, ου... – Βζζζτντάν! σφύριξε μια πέτρα και βρήκε στην άκρη τη μικρή ταμπέλλα με την επιγραφή: «Χ. Παπακωστόπουλος, Ιατρός».
     – Τώρα θα δείτε, βρωμόπαιδα! τους φοβέρισε και μπήκε μέσα με ορμή δίνοντας μια της πόρτας.
     – Βρε να πάρ’ η ...Ο γιατρός ξέρει τον πατέρα μου, είπε κάποιος από την παρέα.
     – Εμπρός, μαρς! διάταξε ο αρχηγός.
     Ένας από τους μπροστινούς άρχισε να φυσάει στην τρουμπέττα – σαν αυτές του σκουπιδιάρη και του γαλατά – και ξεκίνησαν πάλι με τρεχάματα και βουητό. Μπροστά τους ένα κίτρινο γιατί πάσχιζε να ξεφύγει με τσαλίμια, μα σαν είδε το παρακακό σκαρφάλωσε στο βόλτο και νιαούριζε από ψηλά.
     – Αλτ!... Αντρέα, είπε αυτός με τη χρυσαφιά περικεφαλαία, τρέχα ίσαμε τη γωνιά και κύτταξε μην έρχεται κανένας.
     – Αν κάνει πως ξεμυτάει το Παπακοκάκι ο γυιος του, θα τον συγυρίσω μια χαρά, μουρμούρισε φεύγοντας ο άλλος.
     Το ψηλό εκείνο σπίτι με τα ευρωπαϊκά κεραμίδια ήταν το τελευταίο μετά το σπίτι του γιατρού στο ερημικό ετούτο μέρος, τα Πάνω Περιβόλια. Μερικές βίλλες χωμένες μέσα στην πρασινάδα τραβούν γραμμή από τη μια μεριά του δρόμου. Η αντικρυνή κατέβαινε απότομα.
     Οι μουριές είναι τραγωδία τώρα το χειμώνα, δεν υπάρχει δέντρο με πιο άχαρα γυμνά κλωνιά. Την άνοιξη όμως το φύλλωμά τους φουντώνει μια χαρά και τότε τις μαδούσαμε αλύπητα με βέργες και με πετονιές. Τρέφαμε κάμποσα μεταξοσκούληκα μέσα σ’ ένα κουτί, έτσι, από περιέργεια, φιλοσοφώντας ασυνείδητα πάνω σε τούτο το μυστήριο. Κι έπειτα, πεισμωμένοι κι ανικανοποίητοι, παιδεύαμε τις κάμπιες με μια ένστικτη, βουβή, παιδιάτικη απονιά. Κάποτε μάλιστα μας πήρε στο λαιμό του ο Σταύρος. Βεβαίωνε πως μέσα στα κουκούλια οι κάμπιες πιπιλίζουν την ουρά τους – την άκρη του τελευταίου σπόνδυλου εννοούσε – κι έτσι μας έπεισε να τ’ ανοίξομε δίχως να περιμένομε να βγούνε οι ψυχές. Φυσικά, δεν είδαμε τίποτα τέτοιο, μονάχα που ψοφήσαν για καλά τα ζούδια του Θεού – ως και η φτερωτή ψυχούλα τους ακόμα – και πήγε στράφι ο σπόρος τη χρονιά εκείνη. Αυτά όλα είχανε κάποια σχέση ανομολόγητη και με τη σχολική παράσταση που δώσαμε στις εξετάσεις. Την ώρα που ο Σωκράτης – μια και τέλειωσε ο ρόλος του – έβγαλε τη γέρικη περούκα κι έπιασε να ξεσφίγγει από τη μέση του τη σπάθα του ιππότη, ένας κύριος που όλο και στριφογύριζε κοντά στα καμαρίνια τού σκάζει δυο φιλιά στο σβέρκο και του κάνει: – Ώχουτο, από κάμπια μεταμορφώθηκε σε όμορφο αγόρι!... Ο Σωκράτης θύμωνε όποτε του θυμίζαμε το περιστατικό.
     Εκτός απ’ τις μουριές, κάτι χοντροί αθάνατοι στολίζανε το ίσιωμα, σχεδιασμένοι γκριζοπράσινοι πάνω στον ουρανό, άλλοι ολόρθοι, σπαθωτοί, κι άλλοι σακατεμένοι. Δείχνανε γκριζογάλαζοι από μακρυά. Εκεί δίπλα παρατήσαν τα παιδιά το καρροτσάκι με τη μικρή αντλία και στήσανε κουβέντα περιμένοντας, λαχανιασμένοι ακόμα. Ο ιδρώτας λάσπωνε τη σκόνη πάνω στα πρόσωπά τους κι οι περικεφαλαίες αστράφτανε στον ήλιο.
     Πιάσανε τη συζήτηση για το μεγάλο εκείνο φορτηγό, βαρύ κι ακούνητο πάνω στα θολά νερά του λιμανιού, δεμένο πλάι στον κυματοθραύστη. Απ’ έξω τον βαράνε οι θαλασσιές, τρεις-τρεις, η μια πάνω στην άλλη. Τι να φορτώνει άραγε, χαρούπια ή γλυκόριζα; Τα σάτια κι οι μαούνες χοροπηδάνε ασουλούπωτα.
     – Μια φορά δε γίνεται νάναι γλυκόριζα, τους λέει ο Κλεόβουλος. Δεν απόμεινε ούτε μια μπάλα πια στην αποθήκη μας.
     – Ναι, αλλά όμως πέρυσι τέτοιον καιρό... – Καπνά, λέει ένας άλλος.
     Κοντά στην Ελεμίνθα, στα ρηχά, η θάλασσα κυλάει πρασινοκίτρινη κι ασπριδερή, μα στ’ ανοιχτά φουσκώνει αφρισμένη και μαβιά και όσο πάει αλογιάζει. Μια σκούνα τραβάει να σπάσει το σκοινί. Όλο κουνάει το μπαστούνι δείχνοντας στο απόμακρο την κόκκινη πιτσιλωτή αχνάδα. Ο Αλέκος άρχισε να λέει, πως, καθώς διάβασε προχθές σ’ ένα βιβλίο, κάποιος Βάσκος δε Γάμα στα κοράλλινα νησιά... – γελάσανε οι άλλοι μια στιγμή, μα είχαν πιο πολύ το νου τους στα σημάδια του καιρού. Από την καμινάδα του εργοστάσιου βγαίνει κουβάρι ο καπνός και ξετυλίγεται και ανεμίζει πάνω απ’ το καμπανιαριό. Δε χωρεί αμφιβολία, φυσάει νοτιάς, κρίμα που ο καιρός χαλνάει! Κι αύριο είναι Κυριακή!... Άλλο σημάδι πως θα βρέξει: ο ήλιος χτυπάει καυτερός για τέτοια εποχή – χθες μόλις μπήκε ο Φλεβάρης.
     Μερικοί βγάλανε τις περικεφαλαίες ν’ ανασάνουν. Εκτός από του αρχηγού, των αλλωνών είναι από κοινό γκαζοτενεκέ, φτιαγμένες όμως τεχνικά, έτσι που νάρχεται στη μέση, κατακούτελα, το άστρο της μάρκας του πετρόλαδου.
     – Κάνει νόημα πως όλα είναι ήσυχα, έκοψε κάποιος την ομιλία πάνω στον καιρό.
     Από την άλλη άκρη χειρονομούμε ο Αντρέας. Ο αρχηγός τού φώναξε να γυρίσει πίσω. Τον κύτταζε με κάποιο καμάρι – πάντα έτσι τον κύτταζε – καθώς ροβόλαε προς τα εδώ, ανάλαφρος κι αερικός.
     (Πρέπει να πω δυο λόγια σχετικά με τον Αντρέα. Τελευταία, μιλούσαμε για τα περασμένα με τον παληό μας δάσκαλο της γυμναστικής – συνταξιούχο τώρα πια. – Πώς μπορώ ποτέ να ξεχάσω το αγόρι εκείνο! μου λέει. Η αρμονία χυνότανε στο κορμί του και κάλυπτε τους μυώνες μ’ έναν διάφανο πέπλο, έτσι που η δύναμή τους εκδηλωνότανε σε γραμμική απαλότητα και ρυθμική ευκινησία. Θα έλεγα σε μια μεστή, δυναμική νωχέλεια, κάτι σαν τρόπος δωρικός. Προ πάντων τις στιγμές της μαρμάρινης εκείνης ηρεμίας όταν, με το βάρος του κορμιού του ζυγισμένο πάνω στο δεξί του πόδι, άφηνε τη ρεμβή ματιά του να περιπλανιέται – πάντα κάπως αλαργινή. Τη μέρα της εκδρομής στο Σιμιανό, τότε που οι δυο σας... – Κάνετε λάθος, δεν ήμουν εγώ, τον σταμάτησα μη μπορώντας να υποφέρω περισσότερο μια τόσο εκζητημένη φλυαρία).
     Εκεί στη μέση του δρόμου, στοιβάζανε ξερόθαμνους, κλωνιά, κομμάτια ξύλα, ό,τι βρέθηκε του χεριού. Ο αρχηγός τα στραβοκύτταξε: – Μιζέριες! Ελάτε δυο μαζί μου, εσύ Αλέκο κι ο Μιχάλης. Πάρτε και το σκοινί με το γάντζο. Εσείς οι άλλοι ανάφτε τη φωτιά. Αντρέα παλληκάρι μου, το νου σου στην αντλία.
     – Τι θα κάνομε; ρώτησε ο Μιχάλης.
     Του έδειξε τα ξερά κλωνιά της περιπλοκάδας πάνω στο μαντρότοιχο. Αν δε γελιέμαι, πάνω απ’ αυτό τον τοίχο κάθε άνοιξη μοσχοβολούσε το λεπτό της άρωμα η γκλυσίνα κι έγερνε από ψηλά, ειρηνική και λίγο ξέθωρη, σα ζωγραφιά ιαπωνέζικης βεντάλιας. Λίγο παραπέρα, καταμεσής του μαντρότοιχου, μια μεγάλη δίφυλλη σιδερένια πόρτα έμενε – και μένει ακόμα– κλειστή και αχρηστεμένη. Το χώμα έχει μαζευτεί στις χαραμάδες και χορτάριασε με τον καιρό. Κάτι κίτρινα λουλουδάκια – κιτρινολούλουδα τα λέγαν – ξεφυτρώσανε μέσα στο κούφιο στόμα του λιονταρίσιου κεφαλιού απ’ όπου πριν κρεμότανε βαρύ το σιδερένιο ρόπτρο. Έτσι χορταριασμένη και μουγγή, έδειχνε με τον τοίχο ένα. Μα ώρες-ώρες, το δειλινό (τόχε η στιγμή; – κάποια μενεξεδένια ουσία στον αέρα ή που φωλιάζει μέσα μας εδώ;) περίμενες πως τα θυρόφυλλα εκείνα θ’ ανοίγανε ανάλαφρα, κάποια μορφή σα να στεκότανε εκεί, ψηλόλιγνη, ξανθομαλλούσα, δυο μάτια ολοκάθαρα κυττάζαν με αγάπη (τι ιδέα!). Και το μακρόστενο, το σιταρί της χέρι, παρθένο από στολίδια – ποιο νάταν το σημάδι που τόδειχνε γυναίκας και όχι κοριτσιού; – ακόμα υγρό από φιλιά, χαιρέταγε με ολόψυχη φιλία τον άγνωστο περαστικό διαβάτη, έτσι σα νάλεγε: – Είναι δικό σου το χέρι μου ετούτο σ’ όλη μου τη ζωή, για πάντα... Και ήταν σα να κράταγε στην αγκαλιά ένα γλυκό παιδάκι, σα νάλεγε:
     – Κι αυτό είναι δικό σου, ποια σημασία μπορεί νάχουνε τα περασμένα;... Και ξεκινώντας ο διαβάτης πάνω στο σκονισμένο δρόμο, να στρέφει το κεφάλι και να γνέφει σοβαρά προς την τρελλή ετούτη φαντασία: – Ναι, έτσι θα γίνει, παρθένα ονειρεμένη. Τόξερες από πάντα.
    
     Ο Μιχάλης τα χρειάστηκε με τα σχέδια του αρχηγού.
     – Βρε συ βρε, του λέει, είναι το σπίτι του πρόξενου! Θα βρούμε το μπελά μας!
     Εκείνος του πήρε το σκοινί από τα χέρια, το ξετύλιξε, και φέρνοντάς το βόλτα στον αέρα το τίναξε ψηλά και αγκίστρωσε το γάντζο στο σαμάρι του μαντρότοιχου. – Σκουντάτε με από κάτω, τους λέει, και μια και δυο σκαρφάλωσε στον τοίχο. – Η σειρά σου, φώναξε του Αλέκου. Αυτός δεν τα κατάφερνε και τόσο εύκολα, όχι πολύ σίγουρος, λιγότερο ψηλός και πιο κρεατωμένος. Από τότε, μονάχα για κάτι ανούσιες φαντασίες ήτανε καλός. Ο άλλος έσκυψε, του άδραξε το χέρι και τον τράβηξε σιμά του.
     Κόβανε βέργες και τις πετούσαν κάτω στη φωτιά. Η φλόγα έγλειφε τον αέρα μέσα σε σπίθες και τριξίματα, ο τόπος γέμισε καπνό. Τα μάτια του αρχηγού γυαλίσανε. – Βίρα! τους φώναξε από ψηλά.
     Το νερό ξεπήδησε απ’ το σωλήνα και τσιτσίριζε πάνω στις φλόγες.
     Τον βλέπω ακόμα το μεγαλουργό διοργανωτή τόσης παιδιάτικης αστοχασιάς. Καβάλα στο σαμάρι του μαντρότοιχου – σαν το παληό εκείνο χάλκινο μιξοβάρβαρο παιδί πάνω στο κολοβό του άτι, στο μουσείο – χειρονομούσε με σφιγμένους γρόθους, αναδευότανε κι αγκομαχούσε – χαχ-χαχ-χαχ – και κάθε τόσο ξέσπαζε μια ιαχή παράτονη σα γέλιο ξωτικού. Ο Κλεόβουλος με τον Αντώνη αντί να βοηθούν χοροπηδάνε γύρω στη φωτιά. Χλιμίντρισε μέσα στην έξαψή του κι ανατινάχτηκε ορμητικά. – Βρε σεις! έβαλε μια φωνή... Στην αναμπουμπούλα πάει κι η περικεφαλαία. Κάνει να την αρπάξει στον αέρα, γλυστράει από τα χέρια του, κυλάει στην περιπλοκάδα – κι από κει, κλαρί-κλαρί, μ’ ένα τενεκεδένιο κρότο, σωριάστηκε στο περιβόλι χάμω, από την άλλη μεριά.
     – Τώρα; ρώτησε δίπλα του ο Αλέκος. Πάμε στην είσοδο να ζητήσομε την άδεια...
     – Κουρουφέξαλα!
     – Θα μας αφήσουν μόλις πω τ’ όνομά μου.
     – Σκασμός!
     Έσυρε το σκοινί και μανουβράρισε το γάντζο. Σε μια στιγμή γλυστρούσε κιόλα μέσα στο ξένο περιβόλι. – Φσσστ! σφύριξε σιγανά του Αλέκου κάνοντάς του νόημα να κατεβεί κι αυτός. Μα ο Αλέκος κουνούσε τα χέρια του από ψηλά κι έγνεφε όχι, δεν είναι σωστό, να πάρει γρήγορα την περικεφαλαία και ν’ ανεβεί. Εκείνος του έδινε να καταλάβει πως κάτι σπουδαίο συμβαίνει. Κάτι πρέπει να βρήκε, τίποτε μικρές νεροχελώνες ή καμμιά νυφίτσα σαν αυτές μέσα στο δάσος. Τι μέλλει γενέσθαι – έτσι δε λένε; Τούτος εκεί δεν είναι στα καλά του, χτυπάει το πόδι και κάνει φασαρία. Δεν τόχει τίποτα να... Και τότε;...
     Διασκέλισε κι αυτός τον τοίχο και κατέβηκε γλυστρώντας πάνω στο σκοινί.
     – Σσσς! Άκουσα ομιλίες, του κάνει ο άλλος.
     Η περικεφαλαία γυάλιζε καταγής, δύο βήματα πιο πέρα. Μπροστά στις πασχαλιές απλώνεται μια στενή λουρίδα γιούλια – πρέπει νάνια γιούλια τα μουντά εκείνα φύλλα που κάθουνται στο χώμα και κλωσσάνε. Πιο κει απ’ το χαντάκι ένα σύδεντρο γεμίζει το μάτι και το σταματά.
     – Πάμε να φύγομε, του λέει ο Αλέκος.
     – Μια στιγμή. Μπορεί νάναι και το νερό στ’ αυλάκι εκεί κάτω. Άκου...
     Στήσανε τ’ αυτί τους. Δε φαίνεται ψυχή. Κάποιο κλωνάρι τρίζει – μα κάτι ακόμη σάλεψε, πίσω εκεί, ένα χαρχάλεμα στα φύλλα ή σα γατίσια περπατησιά.
     – Πάμε, του λέει πάλι ο Αλέκος. Μα ο άλλος του κρατούσε το μπράτσο και δεν κουνούσε από τη θέση του.
     Πατούσαν σε σαπιόφυλλα. Κάτω από το θόλο της περιπλοκάδας ο μαντρότοιχος ξεφλουδάει, σκεπασμένος εδώ κι εκεί με πράσινους γυαλιστερούς λεκέδες. Άμα τους ξύσεις θα ξεπεταγόταν βέβαια σκουλήκια κι εκατοποδαρούσες. Μπορεί να βρίσκανε χωμένο εκεί κι ένα κολλιέ από μαργαριτάρια – εν περιδέραιον μαργαριτών...
     Κάνει ψύχρα, ο αέρας είναι υγρός. Κάπου κρύφτηκε ο ήλιος. Οι φωνές αυτωνών έξω φτάνουν παράταιρες και ξαφνικές. Μυρίζει ανακατωμένα χωματίλα και καμένο ξύλο.
     Η ώρα περνούσε. Κάθε τόσο τρέχουν κρυάδες πάνω στο κορμί, κάθε φορά πιο σύντομα. Τα γόνατά τους τρεμουλιάζουν. Τι θα γινότανε νάβαζε τη στριγγλιά του εκείνη και να τόσκαζε στα πόδια; Έτσι, για να περάσει το κόψιμο στην κοιλιά κι εκείνο κει το σφίξιμο πιο κάτω. Ή αν... ή αν... ή αν εκεί καταμεσής... – Ποιος γκάινταρος; θα ρωτούσε ο πρόξενος. – Ποιος τόλμησε;... Μπορεί να τόλεγε και γαλλικά, όλοι αυτοί μιλούν και γαλλικά εκτός από τη γλώσσα τους. Καμμιά φορά κι εγγλέζικα. –Who dared?1 μουρμούρισε από μέσα του. – Την πάθαμε! του κάνει ο Αλέκος.
     Πώς δεν το πήραν είδηση νωρίτερα; Σκυμμένο πάνω στην πράσινη λουρίδα, ένα κοριτσόπουλο ανασκαλεύει τα χαμόφυλλα ψάχνοντας φαίνεται για μενεξέδες. Ο ήλιος είχε στρίψει τη γωνιά του σπιτιού κι έπεφτε απλωτός δίπλα στις πασχαλιές. Τα κλωνιά τους λάμπανε κοκκινόμαβα, μενεξεδιά, θαρρείς το χρώμα τούτο έπαιρνε κι η πλεξίδα στην πλάτη της κοπέλας – μιαν απόχρωση μεταλλική, ατσαλένιο και μπρουντζί μαζί, μαβί και κόκκινο. Τα δυο αγόρια κρατούσαν την ανάσα τους κυττάζοντας από τον καταρράχτη των κλωνιών.
     Η μικρή γύρισε το κεφαλάκι της προς τα εκεί, έτσι λοξά, κι έμεινε μια στιγμή προσεχτική και υποψιασμένη.
     – Άι! έβαλε μια φωνή και τινάχτηκε όρθια. Μερικά λουλούδια σκόρπισαν απ’ τα χέρια της. Δάγκωνε τα χείλια της και ζουλούσε με τα δάχτυλα τον καρπό του αλλουνού χεριού.
     Ο Αλέκος στριμώχτηκε στον τοίχο. Μα ο άλλος παραμέρισε τα κλωνιά και βγήκε στη φόρα μπροστά στο κοριτσόπουλο.
     – Σε κέντρισε μια μέλισσα, της λέει. Δεν είναι τίποτα – στάσου μια στιγμή.
     Έσκυψε πάνω στο χώμα κι έφτυσε κάμποσες φορές. Έπειτα τόσκαψε με τα δάχτυλα, τα ανακάτωσε και πήρε λίγη λάσπη.
     – Δώσε μου το χέρι σου. Μη φοβάσαι.
     Εκεί, στον καρπό του δεξιού χεριού, από το μέσα μέρος, κάτω από τη χούφτα, το δέρμα φούσκωνε γύρω σ’ ένα κόκκινο σημαδάκι ανάμεσα σε δυο γαλάζιες φλεβίτσες. Της κόλλησε τη λάσπη πάνω στο πρήξιμο. – Άφησέ την ώσπου να ξεραθεί, θα πέσει μοναχή της, ματμαζέλ, της κάνει.
     Κύτταζε μια το χέρι της και μια το ψηλό αυτό αγόρι με τη μεγάλη στοματάρα που σκούπιζε τα λασπωμένα χέρια του στο πίσω μέρος του πανταλονιού.
     – Πώς βρέθηκε εδώ; Τον ρώτησε πασχίζοντας να κάνει αυστηρή την παιδιάτικη ματιά της. – Πώς! Έχεις και παρέα! πρόσθεσε βλέποντας τον Αλέκο να ξεπροβάλλει από τα κλωνιά.
     Εξέταζε με το μάτι τα χάλια τους, τα γδαρμένα γόνατα του Αλέκου, τα λερωμένα χέρια τους, τα ιδρωμένα μούτρα, τα πανταλόνια του αλλουνού όλο χώματα και σουβάδες.
     – Παίζαμε... άρχισε ο Αλέκος. Nous jouons aux pompiers2.
     – Πούναι η περικεφαλαία σου εσένα; ρώτησε τον άλλο.
     – Εγκώ ντεν έκει περικεφαλαία, της αποκρίθηκε.
     Το αίμα της ανέβηκε στο πρόσωπο.
     – Γιατί με κοροϊδεύεις; Μιλώ πολύ καλά τα ελληνικά.
     Τα μιλούσε καθαρά, με ανεπαίσθητη ξενική προφορά, μάλλον ένα τσίβδισμα ελαφρό επειδή δεν άνοιγε τα δόντια της αρκετά.
     – Να φωνάξω τον πατέρα μου να δείτε! Τους φοβέρισε... Σιγά, τους λέει αμέσως, ακούω περπατησιές, ελάτε στην orangerie3.
     – Πρόσεχε, κράτα το χέρι σου τεντωμένο, της λέει ο άλλος.
     Λυγισμένοι στα δυο, προχώρησαν ίσαμε κάτω από τις πορτοκαλιές. Εκεί μέσα θα μένανε δίχως καμμιά ενόχληση. Από το έξω μέρος ένα ψηλό πράσινο καφασωτό τραβούσε κατά μάκρος, στηριγμένο κάθε τόσο σε κολόνες από μάρμαρο λευκό. Σκαρφάλωνε λιγνός ασπάραγγος με αραχνένια φύλλα, είχε φτάσει κιόλα ως τα μισά, κι έβλεπες τα στριφτά βλαστόκορφα να ψάχνουν λίγο στα τυφλά για να πιαστούν και ν’ ανεβούν το δρόμο τους. Κόκκινα βάζα στην κορφή κάθε κολόνας χύνανε άλλη πρασινάδα: μακρυά κλωνιά σαν κέρινα με κρινοδάχτυλα και ρόδινα νυχάκια – τόσο πολύ σε ξεγελούσε η τρυφερή τους όψη.
     Μονάχα που η κάλτσα της μικρής τρίφτηκε σ’ ένα κλαρί κι έφυγε κάποιος πόντος αφήνοντας μια πιο ανοιχτή γραμμή. Τώρα θα πάει ως κάτω, είπε κυττάζοντας περίλυπη τη ζημιά. – Ε, δεν πειράζει!
     Με προθυμία, ο Αλέκος σάλιωσε το δάχτυλό του, κι έπειτα, λίγο τρεμουλιαστά – πάντα ωστόσο αδέξιος – το ακούμπησε στην κάλτσα, καταμεσής της γάμπας, εκεί που είχε σταματήσει το κακό, λίγο πιο κάτω από τον ποδόγυρο της φούστας. Έτσι έκανε η αδελφή του σε κάτι τέτοιες κρίσιμες περιστάσεις.
     – Ευχαριστώ. Πώς τόξερες;... Πείτε μου τώρα τα ονόματά σας.
     – Πρώτα οι κυρίες, ladies first, έκανε το άλλο αγόρι με μιαν ιπποτική χειρονομία. Πώς σε λεν εσένα;
     – Μιλάς εγγλέζικα; τον ρώτησε.
     – Βέβαια, έχω εγγλέζα δασκάλα στο σπίτι. Σε όλα πρώτα οι κυρίες, έτσι δεν είναι το σωστό;
     – Μα όχι και στη σύσταση!
     – Α, ή όλα ή τίποτα! Ξέρετε, τους λέει βάζοντας τα γέλια, μια φορά είπανε να κρεμάσουν κάποιο αντρόγυνο. Ο δήμιος πιάνει πρώτα τον άντρα μα εκείνος του δείχνει τη γυναίκα του.
     – Μη ξεχνάς την εθιμοτυπία, του λέει. Ladies first! Κρέμασε πρώτα τη γυναίκα μου παρακαλώ...
     – Το κορίτσι στραβομούριασε:
     – Πολύ ωραία! Τέτοια μαθαίνεις με τη δασκάλα σου; Μπράβο!
     – Αυτό μας το διηγήθηκε ο δάσκαλος στο αμερικάνικο σκολειό. Τι τάχα;
     – Ο φίλος σου έχει πιο καλή ανατροφή.
     – Παραμέρισαν κάτι χαμηλά κλωνιά. Πολύ παράξενες ετούτες οι πορτοκαλιές! Ταιριάζανε σε όλες τις εποχές του χρόνου, φορτωμένες πορτοκάλια, εδώ ακόμα πράσινα κι αλλού πιο γινωμένα και άλλα έτοιμα να πέσουν μοναχά τους από το κλαρί. Και πάλι όλα τα δέντρα είχαν εδώ κι εκεί κλωνιά με άδετα λουλούδια – μην ήρθε κιόλα η άνοιξη; Αλήθεια, πέρασε – α, όχι δα! Τώρα μας έρχεται όπου νάναι.
     – Είσαι μόρτης, πρόσθεσε η μικρή κυττάζοντάς τον λίγο λοξά.
     Ο Αλέκος πήρε ύφος κι έκανε τη σύσταση: Ο φίλος μου Λοΐζος Τραβεζάνος.
     – Πώς;
     – Λοΐζος Τραβεζάνος, είπε κι ο ίδιος, ή, αν προτιμάτε, ματμαζέλ, με λένε... μόρτη.
     – Λοΐζο Τραβεζάνο; ψιθύρισε κι εκείνη.
     – Εμένα με λένε Αλέξανδρο Κοδράτο. Θάχεις ακουστά βέβαια τ’ όνομά μου.
     – Α, ναι... έκανε λίγο αφηρημένη.
     Πώς, της λέει. Γνωρίστηκε με την αδελφή του στο τσάι της κυρίας Κονέκτικου. – Στης κυρίας Κονέκτικου; – Βέβαια. Δεν τη λένε Τερέζα Μοντεκούκουλι;
     – Χα-χα! Μιλάει καλέ για τη μεγάλη μου αδελφή. Εμένα τ’ όνομά μου είναι Μόνικα. Έπειτα ρώτησε ζωηρά:
     – Ώστε λοιπόν δεν είσαστε παιδιά του δρόμου:
     Ο Λοΐζος γέλασε: – Τι κρίμα, ε! Αν τόχεις όρεξη έλα να παίξομε μαζί, της πρότεινε.
     – Αυτό μας έλειπε!
     Σήκωσε λίγο τα μάτια της και τον περιεργάσθηκε σα νάκανε κάποια εκτίμηση. Τι παιδί! Και πρέπει νάναι μεγαλύτερός της – ένα χρόνο, ίσως και δυο, θα πέρασε τα δεκαπέντε, ή τόσο πάνω-κάτω.
     – Εμένα μ’ αρέσουν οι σοβαροί άντρες, του λέει.
     – Σου τόπα έτσι, από εύγένεια. Έχω χίλιες φορές καλύτερα την παρέα των αγοριών!
     – Μ’ αρέσουν οι σωστοί άντρες.
     – Τι ξέρεις από τέτοια;
     – Βέβαια δεν ξέρω... Να, έτσι καταλαβαίνω...
     Περπατούσαν με αργό βήμα, μια πάνω μια κάτω. Ο Αλέκος ακολουθούσε τους δυο άλλους βαδίζοντας στη μέση του δρομάκου για να μη χτυπάει στα κλωνιά η περικεφαλαία. Η μικρή σταμάτησε για μια στιγμή και σήκωσε το αριστερό της χέρι να κόψει κάποιο ανθισμένο κλώνο. Χμ, να, τώρα θα τους προσφέρει από ένα κομματάκι, έτσι, στρογγυλεύοντας το μπράτσο και υψώνοντας το μικρό της δάχτυλο για να δείχνει πιο χαριτωμένη τάχα... Εκείνη, έχωσε το μουτράκι της μέσα στον ανθό. Τα μάτια της, μεγάλα και κάπως παραξενεμένα, ρεμβάσανε ανάμεσα στα φύλλα του κλωνιού – μια παιδιάτικη ρέμβη, μια ιδέα – και δυο χείλια, λίγο σκασμένα τώρα το χειμώνα, σιγοπαίζανε πάνω στα λευκά λουλούδια. Σα νάσυρε και κάποιες λέξεις ξενικές ω, καταλάβανε πως είπε dolce4, τόσο πράμα δα – μ’ όλο που πρόφερνε ντόλτche και η φωνή της χασομερούσε στις συλλαβές του τόνου.
     – Πφ! έκανε ο Λοΐζος, ονειρεύεσαι με ορθάνοιχτα μάτια!
     Ο Αλέκος στεκότανε και την κύτταζε στερεώνοντας μηχανικά την περικεφαλαία πάνω στο κεφάλι του. Η Μόνικα εκνευρίστηκε:
     – Γιατί δε βγάζεις επί τέλους την περικεφαλαία σου; του φώναξε πετώντας το κλωνί.
     Ο Λοΐζος χαχάνιζε. Τον έτρωγε το λαρύγγι του.
     – Αχ! λέει εκείνη του Αλέκου, δεν τόπα για σένα, δεν ήθελα να πω αυτό. Έλα να περπατήσουμε.
     Τον πήρε από την αντίθετη διεύθυνση.
     – Αχ, δεν ήθελα να πω αυτό, του λέει πάλι. Να, δε φέρθηκα μαζί σου όπως πρέπει για να μην κάνω τίποτα χειρότερο και τον προσβάλω. Γιατί να λέει πως κοιμάμαι ορθή;
     – Δεν είπε αυτό, παρατήρησε ο Αλέκος· είπε πως...
     – Πως ονειρεύομαι ξύπνια...
     Τι τον ενδιαφέρει τον άλλο, του λέει, αν ονειρεύεται αυτή; Και πρώτα-πρώτα βέβαια δεν ονειρεύεται, αυτό βέβαια όχι. Τυχαίνει κάποτε ν’ αφαιρεθεί, αυτό είναι όλο. Ή, το πολύ, παίρνει αφορμή απ’ όσα βλέπει γύρω της – να, δες το σύννεφο εκείνο πάνω απ’ τον ανεμοδείχτη – και συλλογιέται χίλια πράματα. Μονάχα οι κουτοί τα βλέπουν όλα όπως είναι, δίχως να τα στολίζουνε με κάτι δικό τους. Αν ήταν έξυπνος ο άλλος, έπρεπε να το καταλάβει. Μα είναι κακός. Η νταντά της λέει πως μονάχα οι κακοί δεν αγαπούν τα παραμύθια...
     Μιλούσε, όλο μιλούσε για να ξεθυμάνει.
     – Δεν είναι κακός, της λέει, μα να, είναι πάντα έτσι.
     – Δεν θάναι κακός, μπορεί να μην είναι κακός, επανάλαβε κι εκείνη. Έπειτα ξέρω πως τ’ αγόρια είναι διαφορετικά, δε μας καταλαβαίνουν.
     – Βέβαια είναι διαφορετικά – ω, βέβαια. Ωστόσο, κι αυτός κάποιες φορές νιώθει κάπως αταίριαστος μέσα στη συντροφιά των αγοριών, μασάει τα λόγια κι η γλώσσα του μπερδεύει πάνω σε κάποιες λέξεις. Να, όπως τη μέρα που τα δυο σκυλιά στο δρόμο... Ενώ τώρα, δίπλα στο κορίτσι ετούτο – βέβαια την καταλαβαίνει, πώς γίνεται να μην την καταλάβει!...
     – Θέλεις να σου δανείσω τα παραμύθια του Άντερσεν; τη ρώτησε.
     – Τάχω διαβάσει. Ένα σωρό βιβλία, ω, από βιβλία...
     – Έχω χίλιες φορές καλύτερα ιστορίες με cow boys5! τη διάκοψε πίσω τους ο Λοΐζος.
     – Α! ξαφνιάστηκε η Μόνικα. Τόκανες επίτηδες να με θυμώσεις! Να τώρα, έχασα τους μενεξέδες μου!
     – Πέσανε τότε που σε κέντρισε η μέλισσα.
     – Σπουδαίο πράμα πως με κέντρισε μια μέλισσα! έκανε τινάζοντας το χέρι της. – Τι ώρα είναι; Δεν έχεις ούτε ρολόι! Πρέπει να ντυθώ για το μάθημα του χορού. Εσείς να πάτε από κει τοίχο-τοίχο, να βγείτε από το πορτόνι.
     Έμεινε μια στιγμή ακουμπισμένη στην ακρηανή κολόνα κι έπειτα πήρε απότομα την πλαγινή αλέα, βιαστική, λίγο ξεγοφιασμένη, με την πλεξίδα γυρισμένη από μπροστά. Σε κάθε διασκελιά το ένα πόδι στραβοκάνιαζε ανεπαίσθητα. Τώρα που δε φαινότανε το πρόσωπο έδειχνε κάπως αγορίστικη – ασχημάτιστη ακόμη, λίγο πιο παχουλή μονάχα εκεί, κάτω από τη μέση. Στο ανοιχτό ετούτο μέρος του περιβολιού τα μαλλιά της έπαιρναν το φυσικό τους χρώμα, σκούρα ξανθά μ’ ένα τόνο μπρουντζί εδώ κι εκεί, όπου τα χτύπαγε το φως.
     Ο Λοΐζος σήκωσε το κεφάλι του σα να μύριζε τον αέρα:
     – Δεν ακούω την φωνή του Αντρέα, είπε με ανήσυχα ρουθούνια.
     Τοίχο-τοίχο, κρυμμένοι από τους κυανούς ευκάλυπτους και τα γυρτά κλωνιά, φτάσανε στο ανοιχτό πορτόνι. Η Μόνικα στεκότανε κιόλα εκεί κάνοντας πως εξετάζει τη σκισμένη κάλτσα.
     – Από δω θα βγείτε, τους έδειξε. Αλήθεια, κάνει του Αλέκου, δεν ξήλωσε παρακάτω. Είσαι πολύ άξιος και πολύ καθωσπρέπει.
     Έτεινε το δεξί της χέρι ν’ αποχαιρετήσει. Η λάσπη είχε πέσει, μόλις δακρινότανε το πρήξιμο. Μα ούτε λέξη για την περιποίηση της κεντριάς. Έτσι λοιπόν, μονάχα οι κάλτσες λογαριάζουν, μονάχα οι κάλτσες!...
     – Το χέρι σου πέρασε, μην το κρατάς πια τεντωμένο, της λέει ο Λοΐζος και βγήκε γρήγορα στο δρόμο παρασύροντας μαζί του τον Αλέκο πριν προφτάσει αυτός να χαιρετήσει.
     Τα δυο αγόρια στρίψανε τη γωνιά. Εκτός απ’ τη γρηούλα που περνούσε, ο δρόμος ήταν έρημος. Πιο δω απ’ το γεφύρι βρήκανε το σωρό τα ξύλα, μισοκαμένα, μέσα σε νερά. Ως κι οι αθάνατοι πιτσιλισμένοι λάσπες και στ’ αγκάθια τους κρεμότανε καπνιές! Τι γίνηκαν με την αντλία τους οι άλλοι; Ωραίο αστείο!
     – Αντρέαααα! έβαλε μια φωνάρα ο Λοΐζος κι αμέσως έπειτα χλιμίντρισε την ιαχή του σε μια γκάμα παράχορδη κι ανατριχιαστική. Ένα κόκκινο γατί πήδησε σαν τρελλό από την αγκαλιά της γρηάς κι έτρεχε στον κατήφορο αγριεμένο.
     Στάθηκαν λίγο και περίμεναν. Ούτε η παραμικρή λαλιά, ούτε καν μια ηχώ. Η φωνή τους ξεφτιζότανε πάνω στα δέντρα κι ό,τι απόμενε το σκόρπιζε ο νοτιάς προς κάτι σύννεφα μαβιά και φουσκωμένα.
     Κάτω από το γεφύρι, και πέρα, δεξιά κι αριστερά, το ρέμα εκτεινότανε ξερό και δίχως βλάστηση, γεμάτο πέτρες. Κανένας δε μπορούσε να κρυφτεί εκεί. Άδικα ψάξανε και στην κουφάλα του μισογκρεμισμένου βόλτου – απομεινάρι του παληού μεντρεσέ. Μια νυχτερίδα παραδέρνει μέσα στο ρημάδι κουτουλώντας τις χορταριασμένες πλίθες.
     – Μας την καταφέρανε! είπε ο Αλέκος.
     – Δε γίνεται, δε γίνεται, μουρμούριζε ο Λοΐζος.
     Δεν απόμενε παρά να πάνε στου φαναρά, στο μαγαζί του μπάρμπα Λούκη, εκεί που ακουμπούσαν κάθε τόσο την αντλία και τα σύνεργά τους. (Λούκιος Κνοπφ έγραφε απ’ έξω, κι είχε αυτός μια εγγονή ξανθή σα Βαυαρέζα και τη λέγαν Πολυξένη Κορβαντή). Τραβήξανε λοιπόν εκεί, στη μικρή πλατεία, στο δρόμο προς την Κάτω Πόλη.
     Γι’ αυτούς θαρρείς στεκότανε στην πόρτα η Πολυξένη.
     – Ναι, τους έγνεψε μόλις πλησίασαν, πέρασαν από δω οι άλλοι. Σας περιμένουμε στο φαρμακείο του Ιπποκένταυρου. Ο πρώτος δρόμος δεξιά – κι έδειξε μ’ ένα χέρι κόκκινο και δουλεμένο.
     – Ξέρω, κοντά στο Ινστιτούτο, είπε ο Αλέκος.
     – Ο Αντρέας; ρώτησε ο Λοΐζος.
     – Χμ, χμ, δεν είναι σοβαρό, ξερόβηξε ο γέρο-Λούκης από μέσα.
     – Ο Αντρέας! Ωχ, μάνα μου! Κι εγώ που σαχλαμάριζα μ’ εκείνη εκεί την τσούπα!
     Πέταξαν περικεφαλαία και ψευτομπαλτάδες κι αρπάξαν τα σκουφιά τους. Καθώς τρέχανε, ο Λοΐζος δασκάλευε τον Αλέκο: ψυχραιμία, να μη δείξει πως ανησυχεί. Πρέπει να δώσουν θάρρος του παιδιού. Ώχου! Μέσα στη βιάση του ξέχασε να ρωτήσει πού χτύπησε ο Αντρέας.
     Τους μπάσανε στο πίσω μέρος του φαρμακείου, στο ιατρείο. Δεν καλοβλέπανε – βέβαια, πέρασε η ώρα, είχε σκοτεινιάσει, κι ήτανε κόσμος εκεί μέσα, τα παιδιά κι άλλοι ακόμα. Τους πλησίασε ο Σταύρος. – Δεν είναι τίποτα, τους λέει, έσκισε το χείλι του, τώρα του τόραψε ο γιατρός.
     Τους έδειξε τον Αντρέα ξαπλωμένο πάνω στο μουσαμαδένιο καναπέ. Κύτταζε ψηλά το ταβάνι – και πέρ’ ακόμα, πιο ψηλά, πέρα κι από τη στέγη – κύτταζε θαρρείς τον ουρανό. Η ματιά του Λοΐζου ρωτούσε να μάθει. – Να στα πω, του λέει ο Σταύρος. Τίποτα σπουδαίο, άρχισε με χαμηλή φωνή. Καθώς πολεμούσαμε τη φωτιά φάνηκε από τη γωνιά το... – Το Παπ;... έκανε φωναχτά ο Λοΐζος. – Σουτ! τον σταμάτησε ο άλλος κι έδειξε το γιατρό. – Αυτός!...
     – Όσο για γιατρός, είναι καλός γιατρός, παρατήρησε ο Αλέκος.
     – Λοιπόν, φάνηκε στη γωνιά το Παπακοκάκι. Μάλις τον είδε ο Αντρέας χυμάει καταπάνω του. Εκείνος τόβαλε στα πόδια. Τρέχει να τον προφτάσει κι αντί να στρίψει από το γεφύρι πηδάει γραμμή πάνω από το ρέμα... – Βρε το θηρίο! Πήδησε; – Βέβαια το πήδησε, μα να, γλύστρησε κι έπεσε με τα μούτρα. Δε χτύπησε αλλού, μονάχα έσκισε το χείλι του πάνω στην πέτρα. – Βρε το θηρίο! Τρία μέτρα, τρία μέτρα και μισό!
     – Αργά, λίγο κουνιστός, τάχα σαν αδιάφορος, πήγε και στάθηκε πάνω από τον πληγωμένο. Τα μάτια του Αντρέα του χαμογελάσανε. Μόλις ξεχώριζε ο ταφτάς στο πάνω χείλι του, λίγο δεξιά. – Δε φαίνεται καθόλου, του έγνεψε ο Λοΐζος βάζοντας το δάχτυλο στο δικό του χείλι. Καθόλου, μα καθόλου, μονάχα, ουφ! Πόσο δυσάρεστα μυρίζει εδώ μέσα!
     Στην άλλη άκρη ο γιατρός εξέταζε τη σύριγγα πλάι στο παράθυρο. Το φως έμπαινε λιγοστό από την αυλή. – Πού τον βρήκες; ρώτησε δίπλα του τον φαρμακοποιό.
     Αυτός δεν αποκρίθηκε αμέσως, σκούπιζε το μέτωπο με το μαντίλι.
     – Τι περίεργο, ε! του λέει τέλος. Τον βρήκα παραπεταμένο σ’ ένα συρτάρι σήμερα το πρωί.
     – Αα!... Ήξερα πως μονάχα ο Ποτόκης έφερε ορρό.
     Ο Ποτόκης! Αυτός ο εκμεταλλευτής! – Λοιπόν, λέει του γιατρού, άπαξ και ετέθη το ζήτημα επί τάπητος, η ατομική του γνώμη, η απερίφραστος γνώμη του – έτσι ωραία τάλεγε τώρα – είναι ότι από επιστημονικής απόψεως και κατόπιν ενδελεχούς μελέτης κ.τ.λ. κ.τ.λ. Δηλαδή, πεταμένα λεφτά... Εν τούτοις, εξ επιστημονικού καθήκοντος...
     Τα παιδιά δεν μιλούσαν, πρόσεχαν τις ετοιμασίες: μπουκάλια, αιθέρα, λεκάνες – τόσες φασαρίες για ένα τίποτα. Ο Λοΐζος ανασκούμπωσε το πανταλόνι του Αντρέα, όσο μπορούσε πιο ψηλά. Το μερί του ξεγυμνώθηκε σχεδόν ολόκληρο. Καλοδεμένο, κάπως χλωμό πάνω από το γόνατο, ξεχώριζε από τις σκούρες ξεροψημένες γάμπες. Ο γιατρός πλησίασε με τη σύριγγα.
     – Τραβηχτείτε παιδιά. Ε, μη δαγκώνεις τα χείλια σου και θ’ ανοίξεις την πληγή, έκανε του Αντρέα. Μια τσιμπιά μονάχα. Να...
     – Χχχχ... σφύριξε η αναπνοή του παιδιού ανάμεσ’ από τα σφιγμένα δόντια του.
     – Έλα, τελειώσαμε, του λέει δίνοντάς του δυο μπάτσες στο παχύ της γάμπας. Έχεις και μια ελίτσα βλέπω. Μασκαρατζίκο! Και να προσέχεις άλλοτε!
     Μετά τη σύσπαση της αγωνίας, τα νεύρα των παιδιών χαλάρωσαν και λύθηκαν οι γλώσσες. Ο Λοΐζος έβαλε τον Κλεόβουλο να τα διηγηθεί ακόμη μια φορά. – Δε σε φωνάξαμε, του λέει αυτός, επειδή φοβηθήκαμε μη γίνει φασαρία και σας πιάσουνε μέσα στο περιβόλι.
     – Ε, με τα μακρυά εσύ! Κάλεσε ο γιατρός κοντά του τον Λοΐζο. Ν’ αναπαυθεί λιγάκι – καμμιά ώρα – το παιδί εκεί στον καναπέ κι έπειτα να πάει σπίτι του να ησυχάσει.
     – Αντιτετανικός ορρός ήταν η ένεση γιατρέ; Έχει κανένα κίνδυνο;
     – Ούτε λόγος! Για καλό και για κακό, ακαθαρσίες, χώματα...
     Έτσι και γίνηκε, όπως παράγγειλε φεύγοντας ο γιατρός. Καλά που ο βοηθός του φαρμακείου είναι κεφλής και κάνει όλο αστεία. – Ε, ε, πώς πάμε; τους ρωτούσε κι όλο ερχόταν μέσα για να ψάξει κάτι. – Cinamomum Indicum – έτσι δεν τόλεγε; – ξέρετε τι θα πει παιδιά; Χα-χα-χα! η κανέλλα! και δος του και ξεκαρδιζότανε. Και τότε που σκόνταψε με το ζερβί του πόδι πάνω στο δεξί – σαν να μην τόθελε ο κατεργάρης – και πιάστηκε απ’ το Μιχάλη; – Το team6 του Α.Ο.Π,... άρχισε ο Λοΐζος προφέροντας: Έι, Όου, Πι, αντί να λέει όπως όλοι Αθλητικός Όμιλος Ποδοσφαίρου. Ο Κλεόβουλος τους μοίρασε γλυκόριζες, πάντα είχε σοδειά μέσα στις τσέπες του. – Το ράμμα είναι από χοντρή κλωστή; – Όχι, το φτιάνουν από άντερο, έτσι άκουσε ο Αλέκος. – Λάθος! πετάχτηκε ο Σταύρος. Γίνεται από δέρμα, όπως το λένε και γερμανικά...
     – Λοιπόν, κάνει ο βοηθός από την πόρτα. Μικρόν και ου θεωρείτε με και έτι μικρόν και πάλι όψεσθέ με7 – κι έβαλε κάμποση ώρα να ξανάρθει.
     Δόξα σοι ο Θεός, το πρόσωπο του Αντρέα ξανάβρισκε τα χρώματά του. Ο Λοΐζος διόρθωσε το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι του αγοριού. Ηρεμούσε ξαπλωμένος σε όλο του το μάκρος. Ο θώρακάς του μοιάζει με στέρεο βουνό πάνω από τις στενές λαγώνες και το ανύπαρχτο στομάχι. Χαμογελούσε στ’ άλλα παιδιά κι όλο ξεροκατάπινε και κύτταζε πάλι ψηλά. Κάθε τόσο τέντωνε λιγάκι τα δάχτυλα του δεξιού ποδιού. Κάτω από το ηλιοκαμένο δέρμα ο μυώνας της γάμπας κυμάτιζε ανάλαφρα, έτσι σαν ρεύμα που σιγοπερνάει από γαληνεμένη θάλασσα. Κύτταζε μια ψηλά κι έφερνε πάλι τη ματιά του γύρω. Τι χοντροβαμμένο πούναι το ξύλο πίσω από το χώρισμα, εδώ στο ιατρείο – κι ένα σωρό ακάθαρτες πετσέτες κρέμουνται από τα καρφιά. Από την άλλη, από την καλή, λάμπει λουστραρισμένο κι έχει χρυσές επιγραφές – και μάλιστα, εκεί ψηλά, βρίσκεται σκαλισμένος – τον είδε καθώς έμπαινε – κάποιος αρχαίος Έλληνας με γένια και χλαμύδα και κρατάει ένα ραβδί που γύρω κουλουριάζετ’ ένα φίδι. Από δω πέρα πίσω είναι απαράλλαχτο θαρρείς με την οπίσθια όψη του τέμπλου της Άγιας Ακομίνας, έτσι που φαίνεται μέσα στο ιερό – κι εκεί γδαρμένες οι μπογιές κι οι τοίχοι όλο τρύπες. Μα τι όμορφο πούναι το τέμπλο από μπροστά, όπως το βλέπει ο κόσμος. Ξυλογλυφίες όλο λουλούδια και πουλιά, αχνόθαμπα εικονίσματα, χρυσώματα – κι ένας ξανθός αρχάγγελος με ορθάνοιχτα φτερά ζυγιάζει τον αιθέρα κραδαίνοντας αστραφτερή ρομφαία. Θεέ μου, τι όμορφος που είναι ο κόσμος από την καλή!.... Φαντάσου αν κι ο ουρανός – ψηλά εκεί, πέρ’ από το ταβάνι – έχει κι αυτός μια όψη ανάποδη, έτσι, τριμμένη, πενιχρή, γεμάτος τρύπες αδειανές από αστέρια...
     – Χουφ! έκανε στενόχωρα ο Αντρέας και γύρισε το πρόσωπο από την άλλη.
     – Ε, ε, παιδιά, είν’ ώρα να πηγαίνετε, τους λέει ο βοηθός ανάβοντας το γκάζι.
     Βράδυασε κιόλα, νύχτωνε σχεδόν. Ο Αντρέας είναι μια χαρά, μονάχα λίγο αλαλιασμένος. Βέβαια έν’ αμάξι, έχει πάνω του λεφτά ο Λοΐζος. – Μεγαλείο! φώναξε ο Μιχάλης καθώς το αντίκρυσε καινούργιο και γυαλιστερό με τζάμια γύρω-γύρω και τ’ άλογα να γδέρνουνε με τις οπλές το δρόμο.
     Δεν είχε θέση για όλους, κάποιος περίσσευε.
     – Αφήστε, λέει ο Αλέκος, θα πάω με τα πόδια – κι έτσι έφυγε το αμάξι με τους άλλους κυλώντας απαλά πάνω στα λάστιχα και μόνο ακουγότανε τα πέταλα στις πλάκες.
     Αυτός, αντί να πάει από την αγορά κι από τη λεωφόρο, πήρε τις γειτονιές. Διαβάτες αραιοί, κι εξ άλλου τ’ αεριόφωτα, είναι λιγοστά και δε θαμπώνουνε τον ουρανό ανάμεσα στις στέγες. Να! Ξεχάσανε την περικεφαλαία του Λοΐζου μέσα στο περιβόλι! Ε, δεν πειράζει! – με τι παράξενη έκφραση τόπε αυτό η Μόνικα! Ήτανε τότε που ακούμπησε το δάχτυλό του εκεί, πάνω στην κάλτσα, κ’ εκείνη χαμογέλασε και λέει: – Ευχαριστώ πολύ...
     Πέρασε τη μικρή τριγωνική πλατεία – ο άνθρωπος του δήμου άναβε τα γκάζια – και χώθηκε στα σκοτεινά σοκάκια... Έτσι θάτανε – μια πολιτεία χτισμένη από τη μια κι από την άλλη – μια κατάλευκη πολιτεία. Στην ανάγκη, χρισμένη μαρμαροκονία ή και με ασβέστη μοναχά. Μια κατάλευκη πολιτεία... Μέσα στο σεληνόφωτο βαράει το αψύ ταμπούρλο του ο μαύρος καβαλάρης – joli tambour8 – και στο παράθυρο του παλατιού στέκεται μια κοπέλα κρατώντας ρόδο άλικο στο σιταρί της χέρι. – Fille de roi, j’ai trois vaisseaux sur mer – l’un chargé d’or, l’autre d’argenterie – et le troisième pour promener ma mie9. – Meine Liebe was willst du noch mehr10!
     ...Εκεί που έστριβε ο δρομάκος φανήκανε για μια στιγμή τα φώτα, κάτω μακρυά στην παραλία. Τον ίδιο εκείνο χρόνο που γνωρίσαμε την Μόνικα – λίγους μήνες μετά – εγκαταστάθηκε ο πρώτος κινηματογράφος. Μετά κάμποσο καιρό ο ιδιοχτήτης διοχέτεψε το ρεύμα και στο διπλανό κατάστημα κιγκαλαρίας, μάλιστα λίγο αργότερα – το δαιμόνιο πνεύμα της φυλής, λέγανε οι μεγάλοι – ίδρυσε κάποια μικροεταιρία φωτισμού. Αλλά την εποχή εκείνη δεν είχε κλείσει ακόμα συμφωνία. Έτσι λοιπόν, στο αχνόθαμπο φως του πετρόλαδου και του γκαζιού, η σοκακού παράδοση τριγύριζε ελεύθερη τα βραδυνά.
     Μα ένας άλλος κίνδυνος την απειλούσε από κοντά – πρόοδος, λέγανε οι μεγάλοι. Το γένος των μικροπουλητάδων αντικαταστούσε σιγά-σιγά το λαδοφάναρο. Πάνω στις υπαίθριες τάβλες η ασετυλίνα παραμόρφωνε παστέλια και καλούδια, τα σκέπαζε μ’ ένα λευκό σουδάριο, χλώμιαζε το φτιασίδι κι αφάνιζε τη θηλυκή τους χάρη. Κι από την άλλη, αποκάλυπτε τις ζαβολιές και τα παιχνίδια του παιδόκοσμου. Αλλοί, αλλοί! Με τον καιρό ξεχάστηκε η πεπονόφλουδα κι ο τεντωμένος σπάγγος – γλυτώσαμε, λέγανε οι μεγάλοι. Εποχή της παρακμής, το χιούμορ πια κατάντησε μονόπλευρο και αγανακτούσαν όσοι την παθαίναν. Ο κόσμος άρχιζε να πάει στραβά. Ω, δεν απόμεινε άλλο, παρά – σ’ απόμερα σοκάκια – να χτυπάνε ξένες πόρτες και να το βάζουνε στα πόδια ή και να ξεβιδώνουνε χερούλια.
     – Σινιόρ, πουλάς σουλειπεινούς; ρωτούσαν σοβαρά τον πλανόδιο φυστικά.
     – Δεν έχει σημεράαα, τους αποκρινότανε ανίδεος κι αυτά πεθαίνανε στα γέλια.
     Ξέρανε κι ένα σωρό λόγια εβραίικα: βιζινίκα, τόμα λα μία, κε ντίτσε λα χαχάμα11 – πού τα μαθαίναν τα παληόπαιδα; Μα κάποτε ο Μποχόρ έσπασε το κεφάλι ενός μικρού κι έτσι βάλανε γνώση για κάμποσο καιρό.
     Άλλο η φιλία με το συμμαθητή τους, το Βενιαμίν Μορένο. Δεν τον έκαναν παρέα στα παιχνίδια τους – μάλλον αυτός αποτραβιόταν – αλλά τον αγαπούσαν επειδή τους φίλευε γλυκά με σουσαμόλαδο. Τα ματοτσίνουρα, μακρυά και πυκνωμένα, έδιναν στα μάτια του την υγρασία του δάσους. Τους διηγότανε και ιστορίες της Γραφής – όχι σαν του σχολείου στα θρησκευτικά – διαφορετικές, παράξενες, μα και γνωστές θαρρείς, κάτι που ονειρευτήκανε ίσως ή και το νοσταλγήσανε μπορεί – ας πούμε μια κοπέλα με περιστερένια στήθια και ματιά δορκάδας ανασέρνει το νερό και το νερό πετρώνει – πώς νάναι τα περιστερένια στήθια; – και να, ο Άγγελος του Σαβαώθ αγγίζει τη μια ρώγα και αναβλύζει γάλα σαν από πηγή – θα βασιλέψεις, λέει σ’ όλη την οικουμένη, έλα μαζί μου νύφη του Ισραήλ – ιδού, από την πέτρα φύτρωσε απαλό χορτάρι – μην τρέμεις κόρη, θάμπωσε ο ήλιος στη θωριά του οφαλού σου κι η νύχτα βάνει αστέρια στον έβενο της κόμης σου – έτσι έλεγε ο Βενιαμίν «της κόμης σου» και όχι των μαλλιών σου. Άλλοτε, αντί να διηγιέται, καθόταν και τα εκτελούσε όλ’ αυτά στο πιάνο – κι ένα σωρό ακόμα ιστορίες. – Τάδε λέγει ο Άγγελος Κυρίου...
     Από την κουζίνα ερχότανε η μυρωδιά του σουσαμόλαδου. Τα παιδιά κλούσανε τα μάτια και μένανε ακίνητα, σα βυθισμένα, δε βλέπανε τα μάγια που αχνίζανε μπροστά τους: τα φιλντισένια δάχτυλα πληθαίνανε πάνω στα πλήχτρα έτσι διπλά και τρίδιπλα, σφυροκοπάγανε τους ήχους πάνω σε πλήθος όργανα καθρεφτισμένα εκεί... Περαστικός μετά εικοσιδύο χρόνια, πιανίστας με φήμη παγκόσμια, ο Μπεν – έτσι τον λέγανε τώρα – δεχότανε συγχαρητήρια στο τέλος του κονσέρτου που δόθηκε για τους φτωχούς. – Τα δάχτυλα; Δεν ήταν φαντασία σου μονάχα, μου λέει μ’ ένα χαμόγελο εμπορικό. Άκουσε Μάιμπλουμ – κάνει του ιμπρεσάριου – σε παρακαλώ φρόντιζε νάναι πάντα καλογυαλισμένο το ξύλο πάνω απ’ το κλαβιέ.
     Μα τότε, στα παιδιάτικα χρόνια, ο Λοΐζος κατάφερε ν’ απαλλαχτεί από τα μάγια εκείνα. – Δε θα ξαναπατήσω σ’ αυτουνού του κομμένου, μας είπε στα καλά καθούμενα. Κάθε φορά που πάω εκεί δεν κλείνω μάτι όλη τη νύχτα... Κράτησε το λόγο του και δεν ξαναπήγε στο σπίτι του Βενιαμίν Μορένο – ούτε και ο Αντρέας.
     Και όμως, στο μνημονικό μου εμένα, τα χέρια του Βενιαμίν μένουν τόσο ομοούσια με τα δικά της χέρια – μ’ όλο που ο καθένας τους κινούσε διαφορετικούς ρυθμούς, σαν δυο παράταιρα κουδούνια. Τα δάχτυλά της άγγιζαν τις κόρδες της κιθάρας και η αγνότατη φωνή της τρεμογέρνει με διαύγεια δροσοσταλίδας πάνω σε άνθος κερασιάς μιαν ανοιξιάτικη αυγή (κι ας μην ήτανε κινέζικα τα λόγια) – Ai-ai, te ricordo mio candido amore – Ai-ai mio amore è un candido ricordo12... Πλεγμένα τόσο μεταξύ τους τα δάχτυλα εκείνα που συμβαίνει κάποτε, μιλώντας για τη Μόνικα, να παίρνω αφορμή τον ξένο στη ζωή της Βενιαμίν και όχι κάποιο άλλο που τόσο ακριβά – Κύριε Κύριε – πλήρωσε τα δικαιώματά του.
     Την ξαναείδα πριν από λίγα χρόνια – όχι την ίδια μα κάποιαν άγνωστη που αν τύχαινε νάταν αυτή η Μόνικα, θάμοιαζε ολόιδια εκείνη. Την είδα με το ξανθό κεφάλι της γυρτό και τον χλωμό αυχένα τεντωμένον οριζόντια κάτω από την κοφτερή των ήχων δοξαριά – τεχνικά και ωραία σαν από δήμιου έμπειρο χέρι – την ώρα που το κυρίαρχο βιολί οδήγαε την ορχήστρα μέσα στους παραλογισμούς του όνειρου που κάποιοι ονομάζουνε «ρομάντσα σε φα μείζον»13. Η νεαρή μου άγνωστη στο μπροστινό κάθισμα σκεφτότανε όπως κι εγώ – ω, είμαι βέβαιος για τούτο – σκεφτόμαστε κι οι δυο – Διδάσκαλε συγχώρησέ μας – αν έβαζες κι ένα ταμπούρλο να σβήνει τ’ όνειρο μακρυά, στο βάθος, σαν κεχριμπάρια του κομπολογιού που χύνουνται μουντά στο χώμα κι όλα σκορπάνε πέρα-δώθε αφήνοντας στα χέρια μας κάποιο σπασμένο νήμα να κυττάμε.
    
     ...Είμαστε από το υλικό
     που πλάθονται τα όνειρα και η ζωούλα μας
     τυλίγεται στον ύπνο14.
    
     Έτσι θα σιγοτραγουδούν υφαίνοντας του υπνοθανάτου το κουκούλι με ωχροκίτρινο μετάξι οι κάμπιες που παιδεύαμε μικροί. – Και γιατί όχι; Μου εξηγάει κάποιος. Ίσως ετούτες οι χνουδένιες ψυχές να μην είναι παρά η μετουσίωση του όνειρου μιας κάμπιας πράσινης ή καφετιάς. Ήρεμη ανάταση σε φως αττικό – αυτό δεν είναι, καθώς λένε, ο Παρθενώνας; – μαρμαρωμένη επιβίωση της σκέψης. Και η Apassionata15 ένας πόθος κρυφός ικανοποιημένος σε αχάτινους ήχους;... Τι τα θέλεις, τρεφόμαστε από την πεμπτουσία του ρεμβασμού των άλλων, όλοι εμείς τα παράσιτα της ζωής...
     Η άγνωστή μου σφίγγει το μαντίλι της πάνω στα μάτια. Μην κλαίει κι αυτή εδώ μπροστά μου και ψιθυρίζει σαν εκείνη: – Πάει τ’ όνειρο! Ήμουν τρελλή! Poco dura la festa dei matti16. Λίγο κρατάει το πανηγύρι των τρελλών...
     Μπερδεψοδουλειές! Ίσως να πρόκειται μονάχα για κάποια πρόχειρη και λανθασμένη αντίληψη που εφαρμόζει με το ζόρι και οδυνηρά σε μια παληά ενθύμηση – αυτές δεν έχουν τελειωμό.
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. «Ποιος τόλμησε;».
 
2. «Παίζουμε τους πυροσβέστες».
 
3. Σέρα με πορτοκαλιές.
 
4. «Γλυκό».
 
5. «Καουμπόιδες».
 
6. «Ομάδα».
 
7. Ιωαν. ιστ´ 16.
 
8. «Ωραίο ταμπούρλο».
 
9. «Κόρη του βασιλιά, έχω τρία καράβια στο πέλαγο, το ένα φορτωμένο μάλαμα, το άλλο ασημικά, και το τρίτο για να πάει την αγαπημένη μου».
 
10. «Αγάπη μου, τι άλλο θέλεις;».
 
11. «Μωρέ γειτόνισσα, πάρε τη δική μου, που λέει η γυναίκα του ραβίνου» [δεν είναι εβραϊκά, αλλά τα ισπανικά των Εβραίων].
 
12. «Αχ, αχ, σε θυμάμαι, αγνέ μου έρωτα – Αχ, αχ, ο έρωτάς μου είναι μια θύμηση αγνή...»
 
13. Ρομάντσα για βιολί και ορχήστρα του Μπετόβεν.
 
14. Σαίκσπηρ, Η τρικυμία, πράξη Δ´, σκηνή Α´.
 
15. Σονάτα για πιάνο του Μπετόβεν.
 
16. Μότσαρτ, Don Giovanni, Πράξη Α´ [τα λόγια ανήκουν στον Μαζέττο (Poco dura de’ matti la festa)].

(από το Eroica, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)