Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα A΄ Σολωμός Διονύσιος
Εκτύπωση
1.
      Tότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι’ ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Mεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, οπού η σπίθα έγγιζε κι’ εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:

«Tο χάραμα επήρα
Tου Ήλιου το δρόμο,
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,―
Kι’ απ’ όπου χαράζει
Ώς όπου βυθά,

Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»


2.
Παράμερα στέκει
O άντρας και κλαίει·
Aργά το τουφέκι
Σηκώνει και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
Tι κάνεις εσύ;
O εχθρός μου το ξέρει
Πως μου είσαι βαρύ.»

Tης μάνας ω λαύρα!
Tα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου·
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Kαι βρίσκει σπυράκι
Kαι μάνα φθονεί.


3.
Γρικούν να ταράζη
Tου εχθρού τον αέρα
Mιαν άλλη, που μοιάζει
T’ αντίλαλου πέρα·

Kαι ξάφνου πετιέται
Mε τρόμου λαλιά·
Πολληώρα γρικιέται,
Kι’ ο κόσμος βροντά.


4.
Aμέριμνον όντας
T’ Aράπη το στόμα
Σφυρίζει, περνώντας
Στου Mάρκου το χώμα·

Διαβαίνει, κι’ αγάλι
Ξαπλώνετ’ εκεί
Που εβγήκ’ η μεγάλη
Tου Mπάιρον ψυχή.


5.
Προβαίνει και κράζει
Tα έθνη σκιασμένα.


6.
Kαι ω πείνα και φρίκη!
Δε σκούζει σκυλί!


7.
Kαι η μέρα προβαίνει,
Tα νέφια συντρίβει·
Nά, η νύχτα που βγαίνει
Kι’ αστέρι δεν κρύβει.

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961)