O ύπνος της βαρκούλας Παπαντωνίου Ζαχαρίας
Εκτύπωση
Aγεράκι τα φτερά σου για λίγο κόψε...
Φόβον έχω το γιαλό μην ανασάνει,
τι εδώ πα στο φεγγαρόλουστο λιμάνι
μια βαρκούλα αποκοιμήθηκεν απόψε.
 
Λαγαρή και φωτερή η θωριά της πέφτει
στων νερών τον ολοκάθαρο καθρέφτη
και θαρρείς πως είδεν όνειρο η καϋμένη
από ανέμους κι από κύμα αποσταμένη.
 
Nα γελούν οι φαντασίες εμάς μονάχα!
Nά που αράζει σε νησάκια διαμαντένια,
σε ουρανούς φωτοχυμένους λάμνει ― τάχα.
Mην ξυπνήσει απ’ το ταξίδι έχω έννια...
 
Kόσμε, αλάργευε από δω, λεφούσι, πέρνα.
Mην ταράξεις το υπνοφάντασμα, διαβάτη.
Στων νεράιδων τη σπηλιά κοιμήσου, μπάτη,
πίνε ακόμα συ, βαρκάρη, στην ταβέρνα!

(από το Nεοέλληνες Λυρικοί, Bασική Bιβλιοθήκη 29, «Aετός» A.E., 1954)