Η φόνισσα. Ζ´ Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος
Εκτύπωση
Άκρα σιγή και ησυχία επεκράτησεν εντός του σκοτεινού θαλάμου, μετά τον τελευταίον βήχα και τον κλαυθμυρισμόν του θυγατρίου, τα οποία τόσον αποτόμως διεκόπησαν. Η Φραγκογιαννού είχε κύψει το πρόσωπόν της, και είχε στηρίξει με τας δύο χείρας το μέτωπον, και είχε παύσει να σκέπτεται. Της εφαίνετο ότι δεν έζη πλέον. Ούτε η πνοή της ηκούετο. Πας θόρυβος είχε παύσει. Ούτε φλοξ έβρεμεν εις την εστίαν, ούτε βόμβος ηκούετο, και το ημίκαυστον φιτίλιον του λύχνου έφεγγε θλιβερώς. Η μικρά κανδήλα προ πολλού είχε σβήσει εις το εικονοστάσιον, και αι μορφαί των αγίων δεν εφαίνοντο πλέον.
     Αίφνης η λεχώνα εξύπνησε μετά τιναγμού, εν μέσω, της άκρας ηρεμίας.
     – Τ’ είναι μάννα; είπε.
     Η μήτηρ της βλοσυρά, και ως εν φρεναπάτη, την εκοίταξεν εις το φως του λυχναρίου.
     – Τ’ είναι! είπε, τίποτα. Ξύπνησες;
     – Μου φάνηκε πως κάτι είπες... πως μ’ εφώναξες, μες στον ύπνο μου.
     – Εγώ;... όχι. Τ’ αυτιά σου κάμανε.
     – Τί ώρα να είναι, μάννα;
     – Τί ώρα; ξέρω ’γω;... Τόσες φορές λάλησε και ξαναλάλησε τ’ ορνίθι.
     – Και συ δεν εκοιμήθης, μάννα;
     – Εχόρτασα τον ύπνο καλά... Τρύπησε το πλευρό μου, είπεν η Φραγκογιαννού, ήτις δεν είχε κλείσει όμμα. Όπου είναι θα φέξη.
     Η λεχώνα εχασμήθη, κ’ έκαμε το σημείον του σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρόν εικονοστάσιον, το οποίον αντίκρυζεν.
     – Έχει σβήσει το καντήλι, μάννα· δεν το άναβες;
     – Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπεν η γραία· εκοιμώμουν βαθιά.
     – Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς το ’παθε;
     – Ησύχασε κι αυτό τώρα πλια, είπεν η γραία.
     – Κ’ εμένα μου πονεί το βυζί μου, είπεν η λεχώ· άρχισε να κατεβάζη πολύ τώρα. Ήθελα να ήτον ξυπνητό να το βύζαινα.
     – Ε! τι να γίνη...Θα βρούμε κανένα παιδί, είπεν η γραία.
     – Τί λες, μάννα;
     Η γραία δεν απήντησεν. Ήθελε κάτι να είπη. Δεν ήξευρε τί να είπη.
     – Δεν κάνεις τον κόπο ν’ ανάψης το καντήλι, μάννα;
     – Αν θέλης, σηκώσου συ κι άναψε το· δεν έχω χέρια...
     – Πώς!
     – Πιάστηκε πλια το χεράκι μου.
     – Τί λες; Σε καλό σου, μάννα· εγώ που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν’ ανάψω το καντήλι;
     Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθεν πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας.
     Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν.
     – Τί έχεις, μάννα;
     Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.
     – Δεν είναι καλά το παιδί;
     Φωναί και σπαραγμός και κλαύματα ηκούσθησαν. Η μήτηρ εύρισκε το θυγάτριόν της νεκρόν εντός του λίκνου.
     Από τον θόρυβον, εξύπνησεν εις το διπλανόν χώρισμα ο Κωνσταντής, όστις είχε χορτάσει καλά τον ύπνον.
     – Τ’ είναι; έκραξε τρίβων τους οφθαλμούς.
     Εχασμήθη, ετανύσθη, ετινάχθη, κ’ έτρεξεν εις την θύραν του θαλάμου.
     – Βρε! τί κάνετε σεις;... Θα σηκώσετε τον κόσμο στο ποδάρι...Μήγαρις μας αφήνετε, μπάρεμ, να πάρουμ’ ένα ύπνο απ’ τις φωνές σας;
     Κανείς δεν απήντησεν εις τας διαμαρτυρίας τού Κωνσταντή. Η σύζυγος του έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της, επί του λίκνου. Η πενθερά του εκάθητο, συνάπτουσα τας χείρας, αινιγματώδης, σφίγγουσα τους οδόντας, με απλανές το βλέμμα. Μετά τον πρώτον ακούσιον λυγμόν της, δεν είχεν εκβάλει πλέον άλλην φωνήν.
     – Τι! ...πέθανε το παιδί; Βρε!...έκαμεν ο Κωνσταντής, μείνας με ανοικτόν το στόμα.
     Είτα προσέθηκε:
     – Για τούτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε!...
     Η Δελχαρώ, ανακύψασα προς στιγμήν από του λίκνου, συνέχουσα τους λυγμούς της, είπε:
     – Μάννα, δεν θα φέρης τα ρουχάκια του, να τ’ αλλάξουμε;... Πού είν’ η Αμέρσα;
     Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε.
     – Πού είναι η Αμέρσα, μάννα; επανέλαβε, ψαύσασα τον αγκώνα της μητρός της η Δελχαρώ.
     Η Φραγκογιαννού ανετινάχθη ως να την έθιξεν άκανθα ή κέντρον νάρκης.
     – Η Αμέρσα, πού είναι; στο σπίτι μας... απήντησε.
     – Δεν είχεν έρθει ’δω η Αμέρσα; Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της μες στον ύπνο μου, είπεν η λεχώνα.
     – Ας πάη να την φωνάξη, είπεν η γραία, νεύουσα με τον κανθόν του όμματος της προς τον γαμβρόν της.
     – Κωνσταντή, πας να φωνάξης την Αμέρσα; είπεν η λεχώ προς τον σύζυγόν της.
     – Πάω. Ακούς, λέει!... Ωχ! κρίμα, ζάβαλε!... Καλά που το βαφτίσαμε κιόλας.
     Ο Νταντής έκυψεν εις το πάτωμα του μικρού προδόμου εις το σκότος, ψηλαφών να εύρη τα παλιοπάπουτσα του να τα φορέση. Έκαμνε μικρόν θόρυβον, κρούων διάφορα ζεύγη παλαιών τσόκαρων προς άλληλα και επί των σανίδων του πατώματος.
     – Πού είναι τα παλιοκατσάρια μου; είπε.
     Τέλος εφόρεσεν εν ζεύγος πατημένων γυναικείων εμβάδων, τας οποίας εύρε, και αίτινες εκάλυπτον μόνον τους δακτύλους των ποδών και μέρος του ταρσού, αφήνουσαι έξω όλην την πτέρναν. Άλλον θόρυβον έκαμε διά ν’ ανοίξη την θύραν, μη ευρίσκων εις το σκότος τον σύρτην ούτε το μάνδαλον. Αφού ήνοιξε την θύραν, επανήλθεν αίφνης οπίσω.
     – Ακούς, Δελχαρώ, είπε, της Αμέρσας μονάχα να πω να ’ρθή και το Κρινιώ μαζί; Τί λες εσύ, πεθερά;
     Και η Φραγκογιαννού ανυπόμονος:
     – Πήγαινε τώρα, τί φέρνεις γύρο; Ας ερθή όποιος ερθή!
     Η Δελχαρώ εθρήνει ήρεμα κύπτουσα επί του λίκνου. Ο Νταντής πριν εξέλθη, έρριψε βλέμμα εις το λίκνον και εις την σύζυγον του.
     – Αχ! κρίμα, ζάβαλε! είπε... Κ’ έβλεπα κάτι όνειρα!... βρε παιδιά!
     Κ’ εξήλθε δρομαίος.

(από το Η φόνισσα, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)