Η φόνισσα. ΙΓ´ Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος
Εκτύπωση
Mετ’ ολίγον τω όντι, αφού η Γιαννού εξήλθε της κρύπτης, και βαίνουσα παρά το ρεύμα ένευεν εδώ κ’ εκεί αναζητούσα βότανα, επλησίασε το κοπάδι των προβάτων μεικτόν μετά τινων αιγών και ο βοσκός ενεφανίσθη. Η Γιαννού τον ανεγνώρισεν αμέσως. Ήτον ο καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. Άμα είδε την γραίαν, άρχισε να φωνάζει μακρόθεν:
     – Και πού σ’ αυτόν τον κόσμο, θεια-Γαρουφαλιά (Ο Λυρίγκος ανεγνώρισε το πρόσωπον, αλλά, φαίνεται, δεν ενθυμείτο καλώς το όνομα). Καλά που σ’ ηύρα!... Ο Θεός σ’ έστειλε!
     – Τί να τρέχη; είπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει να μου πη. Βέβια, ο άνθρωπος δεν θα έχη ακούσει τίποτα για τα πάθια τα δικά μου.
     – Ξέρεις τίποτα, θεια-Γαρουφαλιά; επανέλαβεν ο Λυρίγκος πλησιέστερον ερχόμενος.
     – Τί να ξέρω, γυιέ μου; είπεν υποκριτικώς η Φραγκογιαννού, απέχουσα να εξαγάγη τον άνθρωπον εκ της πλάνης όσον αφορά το βαπτιστικόν της όνομα, είτε επέφερεν: – Από τα ψες λείπω απ’ το χωριό. Ήρθα να μαζώξω βότανα στα ρέματα.
     – Άκουσε θεια-Γαρουφαλιά, επανέλαβε με απλότητα ο άνθρωπος. Απόψε γεννήσαμε, στο καλύβι.
     – Γεννήσατε;
     – Σπαργανίσαμε! Είναι το τρίτο κοριτσάκι που μας ήρθε στα πέντα χρόνια... όλο κοριτσούδια, το έρμο!
     – Να σας ζήση! είπεν η γραία. Καλή σαράντιση της φαμιλιάς σου!
     – Ως τόσο, το κοριτσάκι ήρθε στον κόσμο άρρωστο, κι όλο κλαίει, και στο βυζί δεν κολλάει. Κ’ η μάννα του η καψερή, τόσο καλά δεν είναι... Όλο κάψη και σεκλέτι, το έρμο!
     – Αλήθεια;
     – Να ήθελες να μας έκανες τη χάρη, να περνούσες απ’ το καλύβι, να έκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεια-Γαρουφαλιά;... Εκείνη η πεθερά μου δε φελάει τίποτα, τί σου κάμη;
     – Μα τώρα κοντεύει να νυχτώση... είπε με υποκρισίαν η Φραγκογιαννού.
     Και μέσα της έλεγε: «Το ριζικό μου είναι πλιο! Ωχ Θε μου!»
     – Ας νυχτώση... Αν θέλης, κοιμάσαι στο καλύβι.
     Η Φραγκογιαννού εστάθη ως να εδίσταζεν. Αλλ’ ήτον ετοίμη να συναινέση.
     Την ιδίαν στιγμήν, με την τελευταίαν ακτίνα του ηλίου, ήτις εχρύσωνε την κορυφήν του ανατολικού λόφου με τους ελαιώνας τους πολλούς, κ’ έκαμνε να στίλβη το φύλλωμα των ελαίων, εφάνησαν δύο άνθρωποι κατερχόμενοι δρομαίοι από ένα μονοπάτι μεταξύ δύο ελαιώνων.
     Η Φραγκογιαννού τους είδε πρώτη κ’ ετρόμαξεν. Ο ήλιος, όστις κατέλαμπε τα φύλλα, έκαμνε να γυαλίζουν και τα κομβία της στολής των τα προ μακρού χρόνου αγυάλιστα. Ήσαν οι χωροφύλακες.
     Πάραυτα η Φραγκογιαννού έστρεφε τα νώτα προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον, κ’ έτρεξε προς την ρίζαν του πετρώδους βουνού, προς δυσμάς.
     Ο βοσκός εφώναξεν έκπληκτος:
     – Πού πας, θεια-Γαρουφαλιά;
     – Σιώπα! παιδί μου, του εσύριξεν έντρομος η γυνή, αν αγαπάς τον Χριστό! Έρχονται ταχτικοί!... Να μην πης πως με είδες!
     – Ταχτικοί;
     – Να μη με μαρτυρήσεις, παιδί μου, χάνομαι! Ησύχασε!... Αν γλυτώσω τώρα, την νύχτα θα’ ρθω στο καλύβι σας...
     Και αφού έβγαλε τα πασουμάκια της, τα οποία εξερχομένη από την γούρναν είχε φορέσει, και τα έρριψε μέσα στο καλάθι, άρχισε ν’ αναρριχάται ελαφρά πατούσα, ανυπόδητη, με το καλάθι της περί τον αριστερόν αγκώνα, με το ραβδί της εις την χείρα την δεξιάν, τον κρημνόν τον ανωφερή, όπου μόνον τα ολίγα ερίφια, όσα ήσαν μεταξύ των προβάτων του Λυρίγκου, θα ηδύναντο ν’ αναρριχηθώσι.
     Μετ’ ολίγα δευτερόλεπτα, αφού ανήλθεν εις ύφος ολίγων οργυιών, εκρύπτετο όπισθεν του πρώτου προέχοντος βράχου, κ’ εγίνετο άφαντη.
     Ευθύς κατόπιν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες διά να φθάσουν έως το μέρος όπου ευρίσκετο ο βοσκός ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν και διέλθουν το ρεύμα, μεταξύ της πυκνής λόχμης –και την περίστασιν ταύτην είχεν επωφεληθή όπως φύγη η Φραγκογιαννού– έφθασαν πλησίον του Λυρίγκου. Ο βοσκός εν τω μεταξύ εκοίταζε τα αιγοπρόβατά του, τα εφώναξε: «Τίβι! τίβι!... όι! όι!...» Επροσπάθει να τα συμμαζέψη και τα φέρη προς τον ανήφορον, διά να τα οδήγηση προς την ράχιν την μεσημβρινήν, όπου ευρίσκετο η στάνη του.
     Οι δύο άνδρες εχαιρέτησαν τον Λυρίγκον. Είτε τον ηρώτησαν αν είδε «κείνη την παλιογυναίκα, πως την λεν, την Φραγκογιαννού».
     Ο Λυρίγκος είπεν όχι.
     Ο εις των χωροφυλάκων ύβρισε τον βοσκόν.
     – Ψέματα λες! Εγώ την είδα!...
     Ούτε επέμενεν ότι είχεν ιδεί τον ίσκιον, τον «διακαμόν» ή το «διάνεμα», καθώς έλεγε, της γραίας, ν’ αναρριχάται ως γάττα εις το ύψος του κρημνού. Ο άλλος δεν είχεν ιδεί ούτε ισχυρίζετο τίποτε.
     Ο πρώτος, με τα τσαρούχια του, εδοκίμασε ν’ αναρριχηθή εις τον βράχον. Αλλά μετά τρία βήματα κατεκρημνίσθη κ’ έπεσε, κτυπήσας ελαφρώς εις το γόνυ.
     Εκεί όπου είχεν αναβή η Φραγκογιαννού, ήτο το βουνόν του Κουρούπη, βορεινόν, βραχώδες, απάτητον, και τους πόδας του εφίλει και έπληττε το κύμα του πελάγους. Η θέα ηνοίγετο προς την ακτήν της Μακεδονίας, την Χαλκιδικήν, και τον μέγαν Άθωνα.
     Η θέσις όπου έφθασεν η καταδιωκομένη γυνή εκαλείτο το Κοχύλι. Ανθρώπινος πους σπανίως επάτει εκεί. Μόνον όταν απεπλανάτο ή «εβραχώνετο» καμμία γίδα, τότε κανείς βοσκός ερριψοκινδύνευε ν’ ανέλθη προς την άβατον εκείνην σκοπιάν. Η Φραγκογιαννού ανεκάλυψε μικρόν σπήλαιον, όλον ανοικτόν εις την θέαν του πελάγους, το οποίον ήτο το κυρίως Κοχύλι, κ’ εκάθισεν ανέτως εις την χιβάδα εκείνην. Ήτο σχεδόν βεβαία ότι οι διώκται της δεν θα την έφθανον εκεί. Εάν τυχόν κανείς απ’ αυτούς ήτο τόσον «μάννας γυιός», ώστε ν’ αποφασίση και να κατορθώση ν’ αναρριχηθή εις τον βράχον, αυτή είχεν ετοίμην και την «υποχώρησιν». Εγνώριζεν εν άλλο μονοπάτι, έσωθεν της διπλής κορυφής του πετρώδους βουνού, σχίζον εις δύο τας συστάδας των βράχων, το οποίον, γνωστόν εις μόνους τους αιγοβοσκούς των μερών τούτων, έφερε κατ’ ευθείαν εις τας μάνδρας και τας κατοικίας των.
     Εκάθισεν εις την κόγχην του βράχου, κάτω από τους πόδας της έχουσα την βοήν και την μελωδίαν των κυμάτων, και άνω της κεφαλής της ήκουε την κλαγγήν των αετών και τους κρωγμούς του ιέρακος. Καθώς ηπλώθη η νύκτα, εφεγγοβόλησεν από άστρα το αχανές στερέωμα, και ο αήρ ο ευώδης θα ήτον ικανός να βαλσαμώση και αυτά της γυναικός ταύτης τα «πάθια». Το κογχυλοειδές άντρον ήτο μόνον ως τρία μπόια άνω από το κύμα, αλλ’ ο βράχος έως κάτω ήτο τόσον κάθετος, ώστε αδύνατον ήτο «βροτός ανήρ» ν’ ανέλθη ή να κατέλθη. Ήτο θέσις καλή μόνον διά να πέση τις εις την θάλασσαν να πνιγή, εάν το είχεν αποφασίσει.
     Η γραία έβγαλεν από το καλάθι της τα ολίγα παξιμάδια, όσα της είχον μείνει, ελαίας και τυρίον, κ’ εδείπνησεν. Ευτυχώς το φλασκί της ήτο γεμάτο νερόν, επειδή το δειλινόν το είχε γεμίσει από την γούρναν.
     Έκλεισε τα όμματα, και ήρχισε να ναναρίζεται μόνη της, υποψιθυρίζουσα ένα τραγούδι ωσάν μοιρολόγι, αλλά δεν είχεν ύπνον. Επανήλθον πάλιν και της έστησαν πολιορκίαν οι φόβοι και τα φαντάσματα. Τον κλαυθμυρισμόν εκείνον του νηπίου τον ήκουε συχνά μέσα της, βαθιά στα σωθικά της. Το μυστηριώδες τούτο κλαύμα ματαίως εδοκίμαζε να κατασιγάση με το άσμα το παραπονετικόν και ρεμβώδες, το οποίον υπεψιθύριζε:
    
     Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,
     τον ριζικού μου από μακριά την πόρτα ν’ αγναντέψω.
     Στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
     κ’ κεί να βρω τη μοίρα μου, και να την ερωτήσω...
     
     Της ήλθεν εις τον νουν ότι, ίσως οι «ταχτικοί» να την εκυνήγουν και την νύκτα ακόμη. Εάν αυτοί ανήρχοντο επάνω, εις τα μανδριά των βοσκών, κ’ έμεναν εκεί να διανυκτερεύσουν;... Μήπως δεν είχαν χλωρήν μυζήθραν οι βοσκοί, ή μήπως δεν είχαν γάλα και στρογγυλιάτα, ή ακόμα και κόττες διά στραγγάλισμα και ψήσιμον, εις πρόχειρον ξυλίνην σούβλαν; Εάν τυχόν κανείς από τους βοσκούς εγελάτο, κ’ εδείκνυεν εις τους χωροφύλακας το μέσα μονοπάτι, τότε η αποχώρησίς της δεν θα εκόπτετο; Και ήτο απείρως δυσκολώτερον να καταβή, οπόθεν ανέβη, εκτός αν εγίνετο πτερόπους κ’ έφευγε...
     Είχε μέγα ενδιαφέρον να εμάνθανε τί του είπαν του Λυρίγκου οι δύο «ταχτικοί», και τί αυτός είπε. Το καλύβι του Λυρίγκου, το εγνώριζε, ήτον επάνω στην ράχιν, όπισθεν του βουνού, και απείχεν ως είκοσι λεπτά της ώρας. Τώρα, βέβαια, ο Λυρίγκος θα είχε μάθει το διατί αυτή κατεδιώκετο να συλληφθή και διά ποίαν πράξιν κατηγορείτο. Και με τι μούτρα να παρουσιασθή, τότε, στο καλύβι αυτή; Αλλά πιθανόν ο ίδιος να μην εκοιμάτο στο καλύβι, αλλά μάλλον εις την μάνδραν της αγέλης του, ήτις θα ευρίσκετο εκεί κάπου, όχι πολύ μακράν. Και τότε αυτή θα εύρισκε τας δύο γυναίκας, την λεχώ και την μητέρα της, θα τας εξάφνιζε... Τί να κάμη; Ποίαν απόφασιν να λάβη;
     Απεναρκώθη, και χωρίς να κοιμάται εντελώς, ωνειρεύετο. Της εφάνη ότι ευρίσκετο αλλού, εις άλλον τόπον. Σιμά εις τον Αϊ-Γιάννην τον Κρυφόν, εκείνον τον Αγιον όστις εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους, κ’ εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών· εκεί έξαφνα ευρέθη. Αντίκρυζε τον κήπον του Περιβολά, με την γυναίκα την κατάκλειστον εις την καλύβην, την άρρωστην. Έβλεπε την θύραν του φραγμένου κήπου, το πηγάδι, την στέρναν, το μάγγανον. Ήκουσεν ευκρινώς να εξέρχεται από την στέρναν μία βαθεία, πολύ βαθεία, αλλόκοτος βοή. Εταράσσετο το νερόν της στέρνας, με παφλασμόν τρικυμίας, εφώναζε, και σχεδόν ωμίλει ως άνθρωπος. Αυτή διέκρινεν εναργώς την λέξιν την οποίαν επρόφερε το λαλούν εκείνο νερόν: «Φόνισσα!... Φόνισσα!...»
     Ανετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησε, και διετύπωσε προς εαυτήν, ως εις παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτον ερώτησιν: «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το αίμα που χύθηκε;»
     Είτα ευθύς συνήλθεν εις εαυτήν, εδοκίμασε πάλιν να προφέρη της προσευχής τα καταπραϋντικά λόγια: «Κύριε Ιησού...» Την ιδίαν στιγμήν ανεπόλησε τα λησμονημένα λόγια ενός τροπαρίου, το οποίον είχεν ακούσει πολλάς φοράς εις την νεότητα της να ψάλλη ένας γέρων ιερεύς: «Ιησού γλυκύτατε Χριστέ... Ιησού μακρόθυμε!»
     Τότε ευθύς της ήλθε πάλιν ο ύπνος, βαθύς και διαρκέστερος. Και τότε ωνειρεύθη οιονεί ότι εξαναέζη όλην την περασμένην ζωήν της. Και παραδόξως, μέσα εις τον ύπνον της, έβλεπε τα επίλοιπα εκ των ονείρων της παρελθούσης ημέρας. Έβλεπεν όχι πλέον ότι υπανδρεύετο ή προικίζετο, αλλά ότι εγέννα, και της εφάνη ότι είχε και τας τρεις κόρας της συγχρόνως, την Δελχαρώ, την Αμέρσαν και την Κρινιώ, μικράς, σχεδόν ομήλικας ως να ήσαν τρίδυμοι. Ότι αι τρεις, κρατούμεναι εκ των χειρών, ίσταντο έμπροσθέν της, και της εζήτουν θωπείας, ασπασμούς και φιλεύματα. Αίφνης, τα πρόσωπα των, αλλοιωθέντα, δεν ωμοίαζαν πλέον ως των τριών θυγατέρων της, αλλά προσέλαβον όλους τους χαρακτήρας των τριών εκείνων κορασίων, των πνιγμένων, και, ως κομβολόγιον εκρεμάσθησαν αίφνης από τον λαιμόν της.
     – Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. – Κ’ εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη. – Κ’ εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. – Φίλησε μας! – Πάρε μας! – Ημείς τα κορίτσια σου! – Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! – Μας γέννησε... στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. – Χόρεψέ μας! – Δώσε μας μαμ! – Κάνε μας νάνι! – Τραγούδα μας! – Καμάρωσέ μας!
     Ω! αλήθεια, της εφαίνετο τόσον φυσικόν το πράγμα! Αυταί αι τρεις μικραί κορασίδες ήσαν τα τέκνα της! Οποίος ορμαθός έμψυχος, ανθρώπινος!... Νεκρωμένος, βαρύς από το ύδωρ, αφρισμένος!... Πώς θ’ αντείχεν η γραία Χαδούλα να φέρη, εις όλον τον καιρόν, όλον τον φρικώδη τούτον ορμαθόν κρεμασμένον από τον τράχηλόν της! Εξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· εσηκώθη, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, και απεφάσισε να φύγη εκείθεν. Εδώ εις την κοίλην χιβάδα του βράχου, εις την βοήν του ερήμου αιγιαλού, υπήρχον πολλά φαντάσματα. Ο τόπος ήτον στοιχειωμένος. «Ας φύγω κι αποδώ!» Πάραυτα επανήλθον εις τον νουν της οι λογισμοί της οι άλλοι, οι θετικώτεροι. Εάν τυχόν οι δύο χωροφύλακες είχον ανακαλύψει το κρυφό μονοπάτι, το καλύτερον ήτο να τρέξη προ του κινδύνου, και αν τους συνήντα καθ’ οδόν, πιθανόν να εύρισκε διέξοδον όπισθεν της συστάδος των βράχων, χειρότερον δε θα ήτο αν την απέκλειαν εδώ εις αυτήν την στενούραν, εις το Κοχύλι.
     Έτρεξε τον δρομίσκον τον ανωφερή, εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τους βράχους, και μετά ημίσειαν ώραν έφθασεν ασθμαίνουσα εις τον οικίσκον του Λυρίγκου. Εστάθη διά να λάβη αναπνοή, είτα έκρουσε την θύραν.
     Περί ενός μόνου ήτο βεβαία, ότι οι δύο «ταχτικοί» ευρίσκοντο παντού αλλού, αλλ’ όχι εις αυτό το καλύβι, όπου υπήρχε γυνή λεχώ με την συντροφιάν της μητρός της. Εάν έμειναν την νύκτα εις το βουνόν, θα ευρίσκοντο εις εν από τα μανδριά των ποιμνίων.
     Η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, ήτις δεν είχεν ύπνον να κοιμηθή, όπως δεν εκοιμάτο και η Φραγκογιαννού προ ημερών, όταν εσυντρόφευε την λεχώ, την κόρην της, εσηκώθη και ηρώτησε;
     – Ποιός είναι;
     – Μ’ έστειλε ο Γιάννης, απήντησεν έξωθεν της κλειστής θύρας η Χαδούλα, χωρίς να είπη τ’ όνομά της, για να κάμω γιατρικά της λεχώνας.
     – Τέτοιαν ώρα;
     – Δεν μπόρεσα νωρίτερα να ’ρθω.
     – Πού τον ηύρες;
     – Κάτω στο Λεχούνι, στο ρέμα.
     Η γραία απέσυρε τον μοχλόν και ήνοιξε την θύραν.
     – Αυτοί δεν ξέρουν τίποτε, εσκέφθη καθ’ εαυτήν η Φραγκογιαννού· σ’ αυτές «περνάει η μπογιά μου» ακόμα.
     Άμα επάτησε τον πόδα μέσα, και άρχισε να φέρεται ως οικοκυρά. Εις το φως του κανδηλίου, του καίοντος εμπρός εις εν παλαιόν εικόνισμα, τρίπτυχον, φέρον τον Χριστόν εν τω μέσω, και διαφόρους αγίους εις τας δύο πτέρυγας, επήγε κατ’ ευθείαν εις την εστίαν, σιμά εις την στρωμνήν τής λεχούς, επί του δαπέδου, εδοκίμασε την φωτιάν, και είδεν ότι ήτον μισοσβησμένη. Επήρε ξυλάρια και ξηρόκλαδα, από ένα σωρόν παρά την γωνίαν, έρριψεν ολίγα εις την εστίαν, εφύσησε κ’ εξάναψε την φλόγα. Έλαβεν ένα ιμβρίκι, το οποίον ευρίσκετο επί της εστίας, το εγέμισε νερόν, έψαξεν εις το καλάθι της, επήρε δύο ή τρία κλωναράκια βοτάνων, τα έρριψε μέσα, κ’ έβαλε το αγγείον εις το πυρ.
     Είτα, νεύουσα προς το μέρος της λεχώνας, είπε σιγά εις την γραίαν:
     – Μην την ξυπνάς... Σαν ξυπνήση, ύστερα να το πιη αυτό.
     Η γυνή απήντησε διά νεύματος. Η Φραγκογιαννού εξηκολούθει να φυσά το πυρ. Η γραία, εν αμηχανία, επεθύμει να την ερώτηση και πάλιν πώς ευρέθη εκεί τοιαύτην ώραν, αλλά δεν ετόλμα. Η κόρη της έκαμνε κακή λεχωσιά, κ’ εφοβείτο μην εξυπνήση έξαφνα και θορυβηθή.
     Το θυγάτριον, μικρόν ράκος, δύο ημερών ζωής, το οποίον είχε έλθει κι αυτό εις τον κόσμον δι’ αμαρτίας και βάσανα, εκοιμάτο εις την κοιτίδα του, αλλ’ η αναπνοή του ήτο δύσκολος και ηκούετο εν μέσω της σιωπής. Από καιρού εις καιρόν, όταν το φύσημα του εγίνετο οπωσούν σφοδρότερον, και το βρέφος εφαίνετο έτοιμον να ξυπνήση και να φωνάξη, η μαμμή το ενανούριζε δι’ ενός μονοσυλλάβου, «Κοι, κοι, κοι, κοι!», εφαίνετο δε τω όντι η συλλαβή αύτη (ήτις φαίνεται να είναι η πρώτη συλλαβή του «κοιμήσου!», ή αυτή η ρίζα του «κείμαι»), εφαίνετο, λέγω, πολλάκις επαναλαμβανομένη, να εξασκή παράδοξον υποβολήν και γοητείαν.
     Η ώρα παρήρχετο. Είχον λαλήσει ήδη δύο φόρας τα ορνίθια. Η Πούλια είχεν υπερβή προ πολλού το μεσουράνημα. Από την αντικρινήν κορυφήν της ράχης, όπου ήσαν άλλα καλύβια κατοικούμενα από τας οικογενείας βοσκών, ηκούσθησαν μεμακρυσμένα λαλήματα. Εις ταύτα απήντησεν ευθύς το λάλημα των πετεινών από τον ορνιθώνα του καλυβιού του Λυρίγκου.
     Η λεχώνα εξύπνησε. Η μάννα της της έδωκεν να πίη το φάρμακον, το οποίον είχε παρασκευάσει η Φραγκογιαννού.
     – Κουράγιο, κοπέλα μ’, είπεν αύτη με πραείαν φωνήν.
     – Πού βρέθηκες εδώ; είπεν η λεχώνα.
     Την εκοίταζε με απορίαν, κ’ εδυσκολεύετο να την αναγνωρίση.
     – Ο Θεός μ’ έστειλε, είπε μετά πεποιθήσεως η Γιαννού.
     – Καλά που ήρθες, εδήλωσε τότε και η γραία.
     Τω όντι, αύτη, αν και είχε παραξενευθή καταρχάς, εσκέφθη και ανεγνώρισεν ότι η παρουσία της Γιαννούς ήτο μία παρηγορία εις την μοναξίαν των.

(από το Η φόνισσα, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)