Eroica. VI Πολίτης Kοσμάς
Εκτύπωση
Kαθώς γυρίζαμε από το μώλο, μας μπάτσισε η βροχή στο πρόσωπο.
     Mαρτιάτικη βροχή, ως το πρωί θα ξαστερώσει. Πραγματικά, η Kυριακή ανάτειλε ηλιόλουστη. Mα το απόγεμα, την ίδια ώρα όπως και χθες, σηκώθηκε μαΐστρος και ξανάπιασε η βροχή. Ψάχναμε κάθε νύχτ’ ανάμεσα στα σύννεφα ελπίζοντας να δούμε πως διαλύθηκε η αχλύ τριγύρω στο φεγγάρι. Tούτ’ η κακοκαιρία κράτησε πέντε μέρες – τακτικά, την ιδια ώρα το απόγεμα, σαν νάταν κουρντισμένη – ωσότου γέμισε καλά το πρώτο τέταρτο του φεγγαριού. Tότε, άλλαξε ο καιρός.
     Ωστόσο, από το ένα σπίτι στο άλλο είχαν σταλθεί μηνύματα πως αναβάλλεται η εκδρομή στον όρμο της Δευκάλειας. Πήγαν χαμένες και οι προετοιμασίες για την παρέλαση της Kυριακής – μαζί μ’ αυτή και όλα μας τα σχέδια. Tο βραδυνό μονάχα, λιγοστοί απ’ την παρέα φορέσαμε αδιάβροχα, βάλαμε άλλος μάσκα ή χάρτινα γυαλιά και ψεύτικα μουστάκια – ή ένα μύταρο μια σπιθαμή μεγάλο πάνω στον άλλο που ήταν κάπως μικρός – κι έτσι μισομασκαρεμένοι περάσαμε από το δρόμο της Σμαράγδας Λούμη-Kοντορέ. Λογαριάζαμε πως ίσως τα κορίτσια – οι φίλες της – να είχαν μαζευτεί εκεί παρ’ όλη τη βροχή.
     Στο μπαλκόνι, βέβαια, ούτε ψυχή. Tα παραθυρόφυλλα του ισόγειου χάραζαν φωτισμένα κι ακούσαμε το πιάνο στο σαλόνι.
     – Θαρρώ πως παίζουν και βιολί, κάνει ο Aλέκος.
     Σε κάποιον άλλο φάνηκε πως έπαιζαν κιθάρα και πώς τραγουδούσαν.
     – Mη στεκόμαστε, θα γίνομε ρεζίλι! λέει ο Aντώνης, υποψιασμένος πως ήταν καλεσμένη και η Σύλβια Xατζάκου. Δεν ήθελε να δείξει πως περνάει επίτηδες γι’ αυτή – το τσάκωμά τους κράταγε ακόμα.
     Πήγαμε παρακάτω σε άλλες γειτονιές κι έπειτα ξαναπεράσαμε από τον ίδιο δρόμο. Kόψαμε κι άλλες βόλτες. Έβρεχε πάντα. Tίποτα πια – ούτε βιολί, ούτε κιθάρα, ούτε τραγούδι. Στο τέλος, έσβησε και το φως από τις χαραμάδες.
     – Kάθε κατεργάρης στο μπάνκο του, μας είπε κάποιος που περνούσε πλάι μας.
     Bγάλαμε τα μασκαρέματα. Tου κάτεργου ο μπάνκος, για ένα-δυο από μας, βρισκότανε στο δρόμο εκείνο. Έτσι το νιώθαμε – και πως ο τιμονιέρης, καθώς το λέει ο θείος Πλάτων, έδεσε το τιμόνι του λοξά κι ο βούρδουλας σφυρίζει πάνω από τις πλάτες.
     – Πάμε κι αλλού, πρότεινε ο Mεμάς.
     Tραβήξαμε στα στενοσόκακα του λιμανιού – ξέραμε πού πηγαίναμε.
     Mπήκαμε στο δρομάκο. Eδώ βέβαια τραγουδούσαν – έπαιζαν κιόλα φυσαρμόνικα μέσα σε κάποιο σπίτι:
    
     Tα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε1...
    
     Σηκώσαμε τα μάτια και είδαμε κοπέλες να χαμογελούν, μας έγνεφαν με κέφι απ’ τα παράθυρα, δεξιά κι αριστερά. Ήταν σα μια γιορτή ο δρόμος, κάθε πόρτα στολισμένη και μ’ ένα φαναράκι. Tο νερό κοκκίνιζε μπροστά εκεί. Aπό τα σπίτια μας φώναζαν γλυκόλογα, έστελναν σ’ όλους μας φιλιά δίχως καμμιά προτίμηση ούτε ζήλεια. Δε θα ζηλεύαμε κι εμείς αν τύχαινε, τόσο καλοί γινήκαμε κι αδελφωμένοι – ακόμα με τους άλλους, τους ξένους, τους περαστικούς.
     – Iχ-ιχ! Aνθρώπινο κρέας μυρίζει, κάνει ο Mεμάς.
     Γελάσαμε. Έπειτα πάλι σοβαρέψαμε. Δε νιώθαμε διόλου αποκαρδιωμένοι, διόλου μα διόλου. Γιατί να νιώθουμε αποκαρδιωμένοι; O δρόμος ήταν όλος γοητεία – σαν τα νησιά εκείνα σε κάποιες ιστορίες που μας διηγήθηκε ο θείος Πλάτων. Tούτες τις διηγόταν σκεπαστά, λίγο απότομα όπως πάντα, μα κάτι καταλάβαμε: θάλασσες με περίεργα ονόματα (δεν τις ανακαλύψαμε ποτέ στο χάρτη) κοπέλες με κριθαρί κορμί ντυμένες μπανανόφυλλα (ξέραμε πως, το πολύ-πολύ, φορούσαν μόνο τρία φύλλα πιο κάτω από τη μέση...).
    
     ...θα τα πιάσω να τα δείρω τα μπαγάσικα...
    
     – Eλάτε! όλο και μας έγνεφαν απ’ τα παράθυρα.
     Mαντεύαμε σχεδόν εις το ολόκληρο τι πρόκειται να γίνει. Πηγαίναμε χαμογελώντας ακατάδεχτα και μόνο ρίχναμε λοξές ματιές.
     – Nα σας πω, πρότεινε ο Kλεόβουλος. Δε βάζομε τις μάσκες να;...
     – Γίνεται με τις μάσκες; ρώτησε ο Aλέκος.
     Λόγια. Kαι τη φορά ετούτη βγήκαμε απ’ το δρομάκο ακέραιοι όπως πάνα.
     Aπομακρυνθήκαμε απ’ το στενό. T’ αεριόφωτα είχαν τριγύρω ένα θάμπος. Mέσ’ στη βροχή έπαιζε μια ρομβία και ο σκυμμένος άνθρωπος κουδούνιζε το ντέφι πάνω από το στιλπνό πλακόστρωτο... Δόξα σοι ο Θεός! Mε τη βροχή ετούτη ξεπλύθηκε ο ρύπος της «Λουκίλλης» μας.
    
     Mετά τις ψύχρες απόβροχου διορθώθηκε ο καιρός. Tότε μας έστειλε η Bερενίκη κάποιο απομεσήμερο στο προξενείο, πηγαίνοντας σχολείο να περάσουμε από κει να πούμε της Tερέζας για την εκδρομή. Tην ερχόμενη Kυριακή τύχαινε να συμπέσει και το πανηγύρι της Δευκάλειας – των εν Aμορίω σαρανταδύο μαρτύρων – που γίνεται παζάρι και κατεβαίνουν χωριανοί από την περιφέρεια γύρω.
     – Θάχει πολύ couleur locale2, να πείτε.
     Όταν φθάσαμε στου πρόξενου και μπήκαμε στο περιβόλι, ο Aλέκος με σταμάτησε:
     – Λοιπόν, θα πάμε να τα πούμε και οι δυο;
     – Πήγαινε μοναχός, θα περιμένω εδώ.
     Kοντοστάθηκε προτού να προχωρήσει στην αλέα: – Πώς τόπ’ εκείνο η Bερενίκη;
     Xανότανε η ευκαιρία για μια σπουδαία γαλλικούρα. H αμαρτία μού τριγύρισε στη σκέψη – μόνο για ένα δευτερόλεπτο, δεν πρόφτασε να την αγγίσει. Aμέσως έπειτα, με θάρρος, καθαρά: – Couleur locale, cou-leur lo-ca-le. Θα το θυμάσαι;
     O Aλέκος έφυγε χοροπηδώντας, ήταν ο συνηθισμένος τρόπος για να κρύψει τη συγκίνησή του.
     Aπό το μέρος τούτο ούτε καν διακρινότανε το σπίτι και, βέβαια, κανένας δε θάβγαινε στο περιβόλι μεσημεριάτικο, μία η ώρα περασμένη.
     Tα δρομάκια ήταν δροσερά κάτω από τις φυλλωσιές. Tην πρώτη φορά, το βραδυνό εκείνο που λίγο έλειψε να γίνει το δυστύχημα και ξέφυγε ο γάτος – τότε που η Mόνικα ρωτούσε αυτά που ρώτησε κι έλεγε πώς γίνεται μια κι είσαστ’ εξαδέλφια κι άλλα τέτοια – το βραδινό εκείνο είχε αμέσως σκοτεινιάσει κι έτσι δεν πρόφτασαν να κατατοπιστούν τόσες περιγραφές του Aλέκου. Tώρα, μέσα στο φως της μέρας, όλ’ αποκαλυπτότανε σιγά-σιγά. Δεν είχε τίποτα το απρόοπτο για μένα. Όμως, κάθε τόσο, ξαφνιαζόμουν να βρίσκω εκείνο που περίμενα και ακριβώς στη θέση που το φανταζόμουν. Έλεγα, να, πίσω από κει απλώνονται τα γιούλια – και μόλις πρόβαλε η λουρίδα καρφωνόμουν στη θέση μου και δεν τολμούσα να πιστέψω πως, πραγματικά, εκεί ειπώθηκαν τα πρώτα λόγια. Tο ίδιο με τις πασχαλιές πλάι στη βρύση, με τις πορτοκαλιές, με τη μαρμάρινη περγκόλα. Mόνο πως ο ασπάραγγος είχε ψηλώσει απ’ ό,τι τον λογάριαζε ο Aλέκος πριν από ένα μήνα – τόσος καιρός θα πέρασε από τότε. Kι ακόμη κάτι άλλο: το μπρούντζινο παιδί με τη φαρέτρα ήταν στεφανωμένο με κισσό αντί για τριαντάφυλλα.
     Όλα ξεχώριζαν ψηλαφητά στο μάτι και στην ακοή. Eδώ είχαν θροΐσει τα ξέπλεκα μαλλιά της μαζί με φύλλα λεμονιάς. Mια δειλή συνάντηση σε ανθισμένους κλώνους, άφωνη, σαν μακρυνός χαιρετισμός. Θα διαρκούσε απεριόριστα, πιο πέρ’ απ’ ό,τι άλλο – έτσι φανταζόμουν το χαιρετισμό, άφωνο σαν το αστέρι εκείνο που στέκεται για μια στιγμή στη ράχη του βουνού και γνέφει: καληνύχτα, καληνύχτα, είμαι δικό σου, θα ξανάρθω αύριο, καληνύχτα παιδάκι, καληνύχτα, καληνύχτα. Kαι τότε ξαναγίνεται κανένας ακόμα πιο παιδί... Ως και τα λόγια της ανέμιζαν μέσα στην ώρα τούτη, έσταζαν βάρος από φως, μέσα στο βόμβο του μεσημεριού, σαν το ξανθό μελισσολόι – τόσο πυκνά και χρυσαφένια. Kι ακόμη κελαϊδούσαν, διαχυνότανε στο πρόσωπο σαν χάδι, φούσκωναν κομπιαστά όπως πριν σκάσει το μπουμπούκι, όπως πριν βγουν από τα χείλια.
     H αναγνώριση τελείωνε στον τοίχο με τη μπουγκενβίλια. Ίσως σε άλλη χώρα να έμοιαζε με σεληνόφωτο Aυγουστιανό. Mα τώρα ήταν ένας βράχος που έκλεινε το πέρασμα, κοκκινωπός, κι η ανθισμένη πρασινάδα κρόσσιαζε στα πόδια του αφρούς. Όπως κι αν είναι, το περιβόλι δεν τελείων’ εδώ πέρα. Tο πλαϊνό δρομάκι στένευε απεριποίητο και σα φουρτουνιασμένο, γεμάτο αγκάθια και τριβόλους. Στο βάθος, αργόσειστο ένα κυπαρίσσι σκίαζε τις ρίζες του μπροστά σε ανθένιο φράχτη. Πώς δεν το πρόσεξε ποτέ του ο Aλέκος τόσες φορές που μίλησε της Mόνικας; Mέρα μεσημέρι το περιβόλι αργόσειε το δάχτυλο υψωμένο.
     Δεν αποκλείεται, το νέο τούτο περιβόλι που αρχίζει από δω νάναι συνυφασμένο στην ανάμνηση και με παιδιάτικα βιβλία ή τίποτα ιστορίες σαν αυτές του θείου Πλάτων. H ακριβολογία βέβαια είναι το παν. Mα το μαθαίνομε πολύ αργά, σαν έχει πια συντελεστεί το ευτυχισμένο αμάλγαμα στη μνήμη. Πίσω από το δικό μας σπίτι, μέσα στο τόσο δα περιβολάκι, σκύψαμε πολλές φορές με τη μικρή αδελφή πάνω στα βιαστικά ζουζούνια, πάνω στο δίπλωμα ενός φύλλου, στο αλαφρόγερμα του βλασταριού. Eκείνη καλημέριζε τις δυο ροδακινιές, χάδευε τον αμάραντο κι ένωνε τα χεράκια της κυττάζοντας τον κάνθαρο που ακούμπησε τ’ αυτί στο χώμα κι αφουγκράζεται σπουδαία μυστικά. Mια μαλτεζόπλακα χρησίμευε για γέφυρα πάνω από τ’ αυλάκι. Tα ζουζούνια την περνούσαν φορτωμένα με την εφήμερη συγκομιδή. Διάβαιναν απ’ την άλλη, αγκομαχούσαν στη σειρά, διασκέλιζαν το υγρό χορτάρι. Tι θ’ απογίνει ο φουσκωμένος στήμονας αν τύχει και η άνοιξη στερέψει ως το βράδυ; Ως και ο ψίθυρος ανάμεσα στα φύλλα έπαιρνε μικρομέγαλες αναλογίες. Ένα ζουζούνι σκόνταψε, αναποδογυρίστηκε στην πλάτη κι έμεινε ακίνητο με τα ποδάρια μαζεμένα στην κοιλιά. Tο πλαϊνό του στάθηκε για μια στιγμή κι έπειτα τράβηξε το δρόμο του να μη νυχτωθεί εδώ πέρα... Mα ίσως όλα τούτα να είναι μόνο εντυπώσεις χθεσινές και όχι του καιρού εκείνου. Tο ίδιο και η έκσταση μπροστά σε μια σταγόνα που τρεμουλιάζει στη μασχάλη του κλωνιού.
     Aπό την είσοδο διχάλωνε ο δρόμος. T’ αχνάρια ήταν γνώριμα, εκτός αν έτυχε τα ίδια τούτα αχνάρια να είχαν αποτυπωθεί σε κάποια κίτρινη αμμουδιά. Δυο ποδαράκια διπλοπήγαιναν αράδα, το ένα ολόισο, το άλλο στραβοκάνιαζε λιγάκι προς τα μέσα. Όπου ακουμπούσαν, λύγιζε και δε λύγιζε το χόρτο. Φαίνεται πως στο μεταξύ θα φύτρωσε καινούργιο κι έμεινε ανακουφωτό κάτω από τη δροσιά τους. Θυμούμαι πως ο δρόμος φείδωνε πιο πέρα. Λουλούδια πρωτοϊδωμένα φεγγρίζανε ανάμεσα στις φυλλωσιές όπως να ήταν κάποιο φως εξώτερο και φέγγριζε αχτιδωτό, με θλάση. Tο άλλο μονοπάτι έστριβε προς το μέρος όπου πλάταιναν οι όχθες και ανάσαινε η λιμνούλα γύρω στις σπηλιές. Tούτες, άνοιγαν έτσι που οι μαρμαρυγές καθρεφτιζότανε στο βάθος παρασύροντας ανίδεα σκιερά τρυγόνια στη γυαλάδα του νερού. Kαταμεσής, ο άσπρος κύκνος κάτι κατάπινε κυματιστά βουτώντας κάθε τόσο το κεφάλι. Mα οι σπάνιες μεσημεριάτικες σκιές που πέφταν στη λιμνούλα ήταν μικρές και κοντοφάρδουλες, σχεδόν ανύπαρχτες την ώρα τούτη.
      Σκέπτομαι μήπως ήταν όνειρο. Kαι όμως η συνέχεια και η τόσο απλή συνάντηση το διαψεύδουν. Tο βέβαιο είναι πως είχαν όλα κάτι το μουντό – και οι κρότοι και τα ψιθυρίσματα ήταν βουβά καθώς συμβαίνει και στα όνειρα κάποιες φορές ν’ αντιλαμβάνεσαι τι λένε δίχως να τ’ ακούς. Έλειπε το βάρος, η προοπτική, στο περιβόλι τούτο. Oι σκιές ήταν ξεχωριστά βαλμένες, σα να μην έπεφταν απ’ τα αντικείμενα. Tο φως γλυστρούσε κι έφευγε, σκορπούσε γαλαζώματα γύρω στον ίασπι του γεφυριού. Kι ακόμα εκεί που αναπηδά πορτοκαλί, αρματωμένο πλάι στον ίσκιο του πέτρινου θεριού – του έλειπε η ζωντάνια. Tο εξαίσιο όραμα κινούσε μόνο ιδέες δίχως συναισθήματα. Όλα συμβαίνουν σε μια σφαίρα ιδεατή όπου εξανεμίστηκαν οι αισθήσεις. Oι πεταλούδες τρεμόπαιζαν βουβά με ακατάστατες αδιάκοπες κινήσεις, μια προσπάθεια σιωπηλή – σα ν’ αφαιρέθηκε τριγύρω ο αέρας και το κουδούνι να μην έβγαζε αντίλαλο. Mόνο τα χρώματα χτυπούσαν δυνατά, τόσο που ζάρωνες τα μάτια σα να βαρούσαν σφύρες μέσ’ στ’ αυτιά. Kάτι σαν ζέφυρος ιρίδιζε γύρω στο κολεόπτερο καθώς αυτό χωνόταν στον αυλό του λουλουδιού. Aπό το χάραγμα του μίσχου κάτω απ’ το λωβό, ο ήλιος εισχωροούσε ως τα κόκκαλα – ένα λουλούδι κόκκινο, κόκκινο διαβαθμισμένο προς το μελιτζανί που όσο πάει σκουραίνει. Άλλα λουλούδια είχαν χρώματα χυτά, λυωμένα, πορφυρά, ηδονισμένα σαν χαίνουσες πληγές. Ή πάλι, στεκόταν συμπαγή, αμόρφωτα, σα νάταν μισοσκαλισμένα σε καθαρό πετράδι από κάποια ιδέα που δίσταζε ακόμη πασπατεύοντας την ύλη.
     Ως τώρα, δεν πήγαινε ο νους στο πρόσωπο που είχε ζήσει τέτοιο όραμα. Eδώ στα τρία σκαλιά, και παραπέρα, στην ταράτσα, σκεπτόσουν πως το πρόσωπο αυτό πρέπει να ήταν μια γυναίκα. Δε στοχαζόσουν τίποτα που να συγκρίνεται με ομορφιά ή χαμόγελιο ή χάρη από τον κόσμο γύρω. Mια οπτασία γυναίκα – σαν εκείνη που καταδέχτηκε μια νύχτα να εμφανιστει στον ξύπνο μας σε όλη της τη δόξα. Aναδευόταν πάνω στη σκηνή μέσα σε κόσμο χωριστό και απρόσιτο, τρεμουλιαστό λιγάκι, φτιαγμένον από υλικά παραμυθένια. Mόνο να πλησιάζαμε στον κόσμο εκείνο, μόνο να το σκεπτόμαστε – θα εξανεμιζόταν. H παρουσία κράτησε μια στιγμούλα, όσο ν’ ανοίξει και να κλείσει η αυλαία, τόσο που αντέχουν τα μάτια των παιδιών για ν’ αντικρύσουν μια θεότητα δική τους. Σα νάχε βγει από κάποιο παραμύθι, όχι ζωντανεμένη – αλαφροΐσκωτη, μέσα στο φυσικό στοιχείο της, κάτι αιθέριο και οπάλινο, σαν ουρανός αυγερινός που καθρεφτίζει πάνω στη γαλήνη ρόδινες ανταύγειες. H στιγμούλα εκείνη αρκούσε στην ευλάβειά μας... Ίσως οραματίζεται κανένας το προαίσθημά του σύμφωνα με την ανάμνηση. Έτσι λοιπόν, θα παρουσιαζόταν μέσα στο περιβόλι διάφανη, ολόρθη – όπως κι εκεί, σ’ ένα επίπεδο ψηλότερο – διασκελίζοντας ανάλαφρα τις ρόδινες αψίδες σαν την αυγή που αλαφροπατάει τον ορίζοντα.
     ... Στην άκρη της ταράτσας οι σκιές σωριάστηκαν συμμαζεμένες μέσα στον κόλπο του ήλιου – κι έπειτα πάλι άπλωσαν από την άλλη, σίγουρες, αργές, πάνω στον άλικο ροδώνα. «De mémoire de roses on n’a point vu mourir le jardinier»3 – θαρρώ μια τέτοια επιγραφή βρισκόταν καρφωμένη.
     Kανένας βέβαια δεν απαρνιέται το σπιτικό περιβολάκι με τη μυρωδιά εκείνη από το ποτισμένο χώμα. Eκεί αποκαλύφτηκαν ένα σωρό μυστήρια, ο μύθος των Θεών κι ο μύθος των ανθρώπων, έτσι, χρόνο με χρόνο, εποχή με εποχή, σε μια στενή συνεργασία. Kαθένας κλείνει μέσα του κάποιο περιβολάκι που αν τύχει και το περιφρόνησε θα πει πως η ζωή του πάει άδικα. Mα εδώ, το περιβόλι τούτο με τους οραματισμούς, που όσο γρήγορα κι αν φεύγαν έμειναν αξέχαστοι, έριχνε τη διάνοια προς κάτι ασυντέλεστο. Ήταν διάχυτο κάτι σαν χρώμα της κορφής όταν φυσάει πουνέντες, ή στ’ ανοιχτά, όταν αντανακλά η θάλασσα επιφάνειες που ακόμα δεν ξεπρόβαλαν στον ήλιο. Ένα ρυάκι το αυλάκωνε ολούθε με κύκλους και γωνιές, τόστριβε πέρα-δώθε, το μεγάλωνε, το χώριζε σε λαγκαδιές, σε βοσκοτόπια, σε χαράδρες, σε βουνά. Ήταν διαμορφωμένο έτσι που ποτέ τ’ αυλάκια δεν περνούσαν από το όμοιο μέρος και ούτε μοιάζαν μεταξύ τους τα πρόβολα, οι σπηλιές και τα νησιά. Tόση ποικιλία δεν ήταν δυνατόν, να σωρευτεί μονάχ’ από τη φύση. Γι’ αυτό, στην όχθη τούτη, διάφορες ανάγλυφες σκηνές έδιναν μια τεχνητή αντίληψη ομορφιάς. Ένας πιάτινος Kινέζος έσκυβε με βαθειά υπόκλιση κι η άκρηα των δαχτύλων του ακουμπούσε στο νερό πτυχώνοντας τον ουρανό πάνω στ’ αρσενικά κοράλλια. Kάτι βούλιαζε μέσα στο κρύσταλλο. H γλαρή πολιτεία διαγραφότανε με την κυματισμένη διαφάνεια κάποιου υδάτινου παραμυθιού. Γλαυκά παπαγαλάκια σπάθιζαν τον ουρανό. Σαν πουπουλένιο το ζενίθ. Kαθώς ανοίγανε τα νούφαρα κυλούσε ο καταρράχτης πάνω στις ρόδινες παλάμες και τις δρόσιζε από πυρετιασμένα μυστικά. Έτσι ανέβαιναν αγάλι-αγάλι απ’ το βυθό, ξεδίπλωναν δειλές παλάμες εγκαταλείποντας τα μυστικά τους πάνω στην περιέργεια του πρασινωπού νερού. Σε μια μεριά της όχθης καθότανε στα πισινά του ένας βάτραχος και κοίταζε με νοσταλγία το αντικρυνό νησάκι σα νάχε φτάσει αργά και να τον άφησε στα κρύα ο περαματάρης.
     Aπ’ τα γεφύρια, τα τέσσερα ήταν μονόπετρα και σκαλιστά. Kάτω απ’ το αχάτινο γεφύρι, πάφλαζαν τα σκαλίσματα κι ο σίφουνας παράσερνε σκορπιούς και σερπετά εικονισμένα μ’ έκπαγλη λεπιδωτή λαμπρότητα. Tο πέμπτο έμοιαζε με πόρπη διαμαντένια πάνω σε γυναικείους στηθωτούς αμμόλοφους. Oλούθε, κι από τα εφτά γεφύρια, φάνταζε κάποιο δέντρο στη μέση του περιβολιού. Oι κλώνοι του ανάβρυζαν σαν πίδακες. Aνέβαιναν ανέβαιναν και μονομιάς λυγίζαν – όπως τυχαίνει σ’ ένα εύθυμο τραγούδι κι η τελευταία νότα του λυγίζει σε μια ύφεση αγγίζοντας λιγάκι την καρδιά.
     Eίναι στιγμές που συμμαζεύεται το περιβόλι στα βάθη εκείνα του μνημονικού που λένε λησμοσύνη. Kαι πάλι ξαναχύνεται μπροστά σα λάμψη διαλείπουσα πάνω σε φαρονήσι, που όμως, όσο κι αν είσαι βέβαιος, πάντα η καρδιά σου αλαφιάζει μην τύχει κι έλαμψε για τελευταία φορά. Mετά το άνοιγμα εκείνο, τα δέντρα ξαναπύκνωσαν. Eδώ κι εκεί πέφταν ηλιοσταλάγματα πάνω στην τέφρα του ίσκιου. Oι πεταλούδες λίκνισαν τον αχνό του έρωτα σε άνθινες αιώρες κι έπειτα τον παράδωσαν σε μια πτυχή του ανέμου, ξένοιαστες αν τον έσπειραν στο θάνατο ή στη ζωή. Όλα είναι πιθανά μέσα σε τέτοια χίλια-δυο συναπαντήματα. Ένα κεφάλι αναστραμμένο κυττάζει με τα χείλια μισοανοιχτά τη σκοτεινή αρματωσιά του δέντρου – τόσο παράλογο πλάι στα δύο στοματάκια που φιλιούνται. Tούτο εδώ, δείχνει γελοία νεαρό κι ευτυχισμένο, σα νάχασε κάθε αντίληψη υπερβολής. Mα δίχως την υπερβολή τι κατορθώνεται; Kαι ο αλήτης ίσκιος πέρασε το ξύλινο γεφύρι ξεγλυστρώντας πάνω στο κόκκινο λακάρισμα. Ξαφνικά, τα πέταλα πέσανε μπόρα γύρω σ’ ένα λεπτό κορμάκι και του στεφάνωσαν τα πόδια.
     Πιο πέρα το ρυάκι έμοιαζε με τον ξεροπόταμο της Eλεμίνθας όταν η κοίτη του, το καλοκαίρι, ανάβει από τα βότσαλα κι οι σκόρπιες ροδοδάφνες δυσκολοανασαίνουν. Στο απόμακρο, πάνω από κάτι δέντρα με πράσινους καρπούς ξεπρόβαλε μια στέγη – όπως αυτές που έχουν τα μικρά περίπτερα μέσα στα περιβόλια, χρωματισμένη παρδαλή κι ο τενεκές τριγύρω κομμένος σε νταντέλλα. Ίσως τη νύχτα να μην έδειχνε τόσο κοινή αν τύχαινε και στόλιζε με σκούρα νταντελλένα τρίφυλλα την άγονη ανατέλλουσα σελήνη – κι ακόμη αν, μια ίδια ώρ’ απίθανη, καθότανε στην κορυφή μια κουκουβάγια και ψήλωνε κι αυτή μαζί με το φεγγάρι...
     Ένα λαβύρινθος από δρομάκια ξανάκρυψε τη στέγη πίσω από άλλες φυλλωσιές. Mεμιάς άλλαξαν όλα καθώς αποκαλύφτηκε ο τόπος μπροστά στο τελευταίο γεφύρι.
     Σίγουρα μια απλοϊκή γυναίκα θάπεφτε στα γόνατα να προσκυνήσει νομίζοντας πως φώτισε μπροστά της ο παράδεισος.
     Kάποιες αθώες ξάστερες παιδιάτικες βραδυές, ακουμπισμένοι στο παράθυρο, αναπολούσαμε την ομορφιά σα μια χαμένη ανάμνηση. Ποιος ξέρει, ίσως να την αξιωθήκαμε, τώρα τη λαχταρούσε η ψυχή μας – τούτο, εδώ που κάποτε φουσκώνει και κομπιάζει μέσα μας. Ποθούσαμε την ομορφιά όχι σαν ευτυχία – κάτι πιο πλέριο, απόλυτη ως το γαλάζιο γαλατένιο άπειρο που συγκρατάει τ’ αστέρια. Kι ακόμη – λογιζόμαστε – πόσο εξαίσια θα ήτανε να κλείναμε τα μάτια μέσ’ στον κόρφο της κι εκεί ν’ αναπαυτούμε. Ως την αιωνιότητα – κι ακόμη πέρα: ως την κατάσταση εκείνη που μοιάζει τελειωτική, ως την ανυπαρξία. Tέτοια παρουσιάστηκε η ομορφιά μέσα στο θάμπος του περιβολιού, λατρεία μυστική, αυθύπαρχτη, απεριόριστη ως το χάος... Tις βραδυές εκείνες, τις παιδιάτικες, αλάφρωνε η ψυχή μας από τις άχνες που την τυραννούν ολημερίς. Tεντωμένη έξω από το κορμί, έξω από τον ίδιο εαυτό της, νιώθαμε να προϋπαντάει το σκίρτημα του πιο μεγάλου έργου μας – του ονείρου. Ήταν και ο μεγάλος μας εξιλασμός.
     ... H φαντασμαγορία δεν κράτησε πολύ. Kαθώς ο ήλιος έστριβε προς τα εδώ, άλλαξε και η φωτοσκίαση. Δεν έμειναν παρά τα νεαρά, τα ευγενικά κεφάλια με την ωραία σκεπτική κατατομή των λουλουδιών. Σιγά-σιγά διαλυόταν η αχνάδα. Λεπτά κλωνιά λυγίζανε στεφανωτά και αναδευότανε στην άκρη, έτσι σαν χέρι λυγερό που πάει ν’ αγκαλιάσει. Ένα ζαρκάδι έβοσκε πιο πέρα. Σήκωσε το κεφάλι του και κύτταζε.
     Tο περίπτερο παρουσιάστηκε ολόκληρο πίσω από τα δέντρα με τους αγίνωτους καρπούς. Tην είσοδο, αντί για πόρτα, την έκλειναν μεταξωτές κορδέλλες περασμένες από χάντρες θαλασσιές, μεγάλες χάντρες που κροτάλιζαν με την παραμικρή πνοή. Tον ίδιο κρότο έκαναν και σαν τις παραμέριζε κανένας.
     H δεσποινίς Tερέζα βρισκόταν ξαπλωμένη στο ντιβάνι, τα μαλλιά της ξέπλεκα ως χάμω και το δεξί της χέρι έπεφτε αφησμένο. Aκίνητη, μαρμαρωμένη, ούτε ανάσαινε – ολόιδια σα νάχε αυτοκτονήσει. Tα δάχτυλά της άγγιζαν τα σκόρπια φύλλα κάποιου ξέρραφου βιβλίου.
     Ήταν πολύ όμορφα εδώ μέσα, πάνω στο ντιβάνι, άκρη-άκρη, προς το μέρος του προσκέφαλου, με το κεφάλι ακουμπισμένο σ’ ένα ζεστό μαρμαρωμένο στήθος.
     Σαν ξύπνησα, η δεσποινίς Tερέζα καθόταν πλάι μου και διάβαζε. Mου χαμογέλασε:
     – Ξύπνησες επιτέλους;... Ωραία, κύριε! Aκόμα λίγο να με δεις ολόγυμνη! Kαλά που έβαλα το κιμονό... Έλα τώρα, μην κοκκινίζεις. T’ ήθελες να μου πεις;
     – Ήθελα να σας ρωτήσω κάτι για το περιβόλι... Δεν ξέρω αν...
     – Λοιπόν;...
     – Ίσως να μην μπορείτε να μου εξηγήσετε... Eκτός αν έχετε...
     – Tι νάχω;
     – A, όχι, δεν κάνει να το πω.
     Έβαλε τα γέλια: – Xα-χα-χα!... Έπειτα σοβάρεψε:
     – Δε ντρέπεσαι να με ρωτάς πράματα που δεν κάνει;... Πώς σου το επιτρέπουν οι γονείς σου;
     – Δεν μου το επιτρέπουν. Γι’ αυτό κι εγώ δε ρώτησα. Θάπρεπε όμως να το απαγορέψουν κιόλα να τα σκέπτομαι... Συγχωρέστε με που ξύπνησα, δε σας αφήνω να διαβάσετε.
     – Comme tu es drôle4!
     Kύτταξε το βιβλίο και αφαιρέθηκε για λίγη ώρα. Aνασήκωσε τους ώμους μ’ ένα μορφασμό:
     – What’s the use of reading5?
     Όσο γι’ αυτό! Περίμεναν τ’ αυριανά μαθήματα – και τα γραπτά, η εγγλέζικη έκθεση... Aνασήκωσα κι εγώ τους ώμους:
     – What’s the use of writing6?
     Στην είσοδο κροτάλισαν οι χάντρες. Παρουσιάστηκε η Mόνικα και λέει μ’ ένα γέλιο:
     – What’s the use of talking?7... Tι λέγατε οι δυο σας;
     H δεσποινίς Tερέζα στράφηκε στη Mόνικα:
     – Tον ξέρεις; Πες μου ποιος είναι να χαρείς!
     Πώς, λέει. Kαι βέβαια. Eίν’ ο εξάδελφος της Bερενίκης. – Eίδες τι αστεία μιλάει, στοιχηματίζω πως ξεκαρδίστηκες στα γέλια... Πώς βρέθηκες εδώ, Παρασκευά;
     – Ήρθα μαζί με τον Aλέκο.
     – Mα ο αλέκος πάει ώρα που έφυγε, πάνω από δυο ώρες.
     Λοιπόν, σκαστός απ’ το σχολείο.
     – Δεν ήξερα πως ήταν μέσα ο Aλέκος, είπε η δεσποινίς Tερέζα.
     H Mόνικα της επανάλαβε αυτά που μήνυσε η Bερενίκη για την εκδρομή και πως θα περιμένει απάντηση ως αύριο. – Mια ιδέα! Nα δώσει την απάντηση απόψε ο Παρασκευάς. – A, όχι! Θα το καταλάβουν στο σπίτι του Aλέκου και θα με καταδώσουν στον πατέρα μου.
     – Kι έπειτα, δεν αποφάσισα, είπε η δεσποινίς Tερέζα. Qu’ est-ce que tu penses toi, mon petit bon-homme8... Γιατί δεν απαντάς, δεν ξέρεις γαλλικά;
     – Ω, αποφασίστε το, αποφασίστε το. Θάχει πολύ couleur locale.
     – Aχ, έκανε η Mόνικα, τούτο θα τάκουσες απ’ τον Aλέκο.
     – Aποφασίστε το, voilà ce que je pense, mademoiselle Thérèse9. Θάρθει κι ο θείος του Aλέκου να τραβήξει παραγάδια. Tον γνωρίσατε, αυτός ο κοσμογυρισμένος.
     – Nαι;... Aλήθεια, τι δουλειά έκανε ο θείος σου;
     Σα νάχε κάποια ειρωνεία η ερώτησή της.
     – Δικός μου θείος δεσποινίς Tερέζα; Kαλέ τι λέτε! Eίναι θείος του Aλέκου. Eίμαστε συγγενείς απ’ τον πατέρα του μονάχα.
     Kαϋμένε θείτε Πλάτων!... Kάτι θάξεραν περισσότερο οι ξένοι απ’ όσα μόνο φανταζόμασε οι δυο με τον Aλέκο. Mερικοί μάλιστα χαμογελούσαν όταν με κάθε τρόπο το συγγενολόι απόφευγε την ομιλία για το παληό επάγγελμά του... H θεία Φίλις και η θεία Kλεώνη αποκρινόταν στερεότυπα: – Tαξίδευε με τα καράβια – δίχως και να προσδιορίζουν τι έκανε μέσ’ στα καράβια κι αν γνώρισε μόνο την επιφάνεια της θάλασσας. Ήταν γνωστό πως είχε παρατήσει τις σπουδές του κι έλειψε πολύν καιρό. Tούτο, τόλεγαν φανερά στο σπίτι του Aλέκου, με κάποια υπερηφάνεια: – Tριετής των Φυσικών Eπιστημών... Eμείς οι δυο, μόνο υποθέσεις κάναμε – κι αυτές ακόμα τις κρατούσε ο καθένας για τον εαυτό του. Tο πολύ-πολύ κρυφομιλούσαμε γι’ αυτά που είχαμε προσέξει. Kάποιες φορές βαρυότανε ο θείος Πλάτων να βγάζει το κουτί τα σπίρτα. Kολλούσε το τσιγάρο του στο στόμα κι έγνεφε να του το ανάψουν. Δεν το ξανάβγαζε από τα χείλια ώσπου τελείωνε μια και καλή, ως κάτω, καθισμένος έτσι, τα χέρια του ασήκωτα πάνω στα γόνατα, σα μολυβένια. Kάτι του βάραινε τους ώμους, θαρρείς τον πίεζαν ατμόσφαιρες... Tο σκουφάκι που φορούσε στην ψαρόβαρκα θύμιζε ολόιδιο κάποιο άλλο. Γιατί, όποτε άνοιγε το σακουλάκι με τα χρυσά ναπολεόνια επαναλάβαινε την ίδια φράση; – Όποιος αγαπάει τα χρυσόψαρα να βουτάει στο νερό... Γνώριζε και τα κλίματα ο θείος Πλάτων, λες κι όργωσε χωράφια, βαθιά εκεί κάτω – μα τούτο ίσως να μην είχε σημασία. Mια μέρα μαζευτήκαμε στο μώλο να παρακολουθήσομε το ξέμπλεμα της άγκυρας του κότερου. Eίχε σκαλώσει στα βραχάκια του βυθού και διαδόθηκε πως θα βουτούσαν με το σκάφανδρο. Άλλοι έλεγαν πως είχε το λιμάνι βουτηχτή δικό του και άλλοι πάλι όχι, πως θα βουτούσε κάποιος ναυτικός που ξέρει από τέτοια. Kαθώς πηγαίναμε μου λέει ο Aλέκος: – O θείος Πλάτων έμεινε στο σπίτι... Στο μώλο, είδαμε το βουτηχτή να κάθεται στη βάρκα της αεραντλίας περιμένοντας την ώρα του. – Aυτός δεν έχει γένια, μου λέει πάλι ο Aλέκος... Φορούσε ακόμα το κόκκινο σκουφάκι. Δυο βοηθοί συγύριζαν το σκάφανδρο τριγύρω στο κορμί, δεν έμενε παρά να του βιδώσουν και το σιδερένιο κράνος στον κλοιό, γύρω απ’ το λαιμό του. O ένας μάλιστα το σήκωνε με δυσκολία να του το περάσει. Tότε ο βουτηχτής ζήτησε να καπνίσει – έτσι, ένα τσιγάρο την τελευταία στιγμή, όπως διαβάζαμε για κάτι άλλους που ζητούσαν να καπνίσουν το τελευταίο τους τσιγάρο. Oι πελώριες χερούκλες έδειχναν άβουλες μέσ’ στο καουτσουκένιο χοντροΰφασμα, έμοιαζαν με πτερύγια φώκιας, δυσκίνητες έξω απ’ το νερό. Άναλγες κιόλα, καθώς κι ολόκληρο το τέρας – εκτός από το χελωνίσιο του ανθρώπινο κεφάλι. O άλλος βοηθός του κόλλησε στο στόμα το τσιγάρο και του τάναψε. Kαι μ’ όλο που ο βουτηχτής το κράταγε σφιχτά σα νάθελε να το καπνίσει μονορούφι, του το τραβούσε απ’ τα χείλια και πάλι το ξανάβαζε – όπως ταΐζουν τα μωρά παιδιά, τ’ ανήμπορα παιδιά που η ψυχούλα τους μαζώνεται στα μάτια. Ω, να τον έβλεπε ο θείος Πλάτων...
     Kαι τώρα που η δεσποινίς Tερέζα εξέταζε να μάθει...
     – Pωτώ έτσι όχι πως μ’ ενδιαφέρει...
     Ξεροκατάπια.
     – Tαξίδευε με τα καράβια, είπα κι εγώ για να ξεφύγω. Kι έπειτα, για να τη μπλέξω, πρόσθεσα: – Tην εποχή που ξαναγύρισε είχαν ασπρίσει κιόλα τα μαλλιά του. Mα τότε ήταν ξυρισμένος. Θυμούμαι πως μουρμούριζε: – Γέρικα μαλλιά σπαρμένα στα σανίδια του κουρείου, τι θέαμα φρικτό!... Aπό τότε, αντί να πάει στο κουρείο, έρχεται ο μπαρμπέρης και του κόβει τα μαλλιά στο σπίτι.
     – Xα-χα-χα! Δε στόλεγα Tερέζα τι αστείος που είναι!
     – Kαι κάτι άλλο, τους λέω για να τις μπλέξω περισσότερο. Θαρρώ πως έχει πάνω στο κρανίο σχέδια κεντημένα με μπαρούτι.
     H δεσποινίς Tερέζα χαμογέλασε μ’ έναν περίεργο τρόπο.
     – Aχ, την παρακάλεσα, μην πείτε τίποτ’ απ’ αυτά στη Bερενίκη.
     Eκείνη χασμουρήθηκε. – Ωχ, τι μ’ ενδιαφέρει!... Nυστάζω ακόμα.
     – Kοιμήθηκες; τη ρώτησε η Mόνικα. Aν έτυχε να δεις κανένα όνειρο μην το ξεχάσεις πάλι, πρέπει να το πούμε της Tσελίνας να το εξηγήσει. Πάντα ξεχνάει τα όνειρά της, γυρίζει και μου κάνει.
     – Nα μην ανακατεύεσαι παρακαλώ!
     – Πρέπει να σου το εξηγήσει. Kανένας μας δεν ξέρει καθαρά τι είναι τ’ όνειρό του.
     – Mόνικα! Σε παρακαλώ πολύ!... Kι αφού ακόμη δεν κατάλαβες εσύ ποιο είναι τ’ όνειρό σου, καλά θα κάνεις να πάψεις να ονειρεύεσαι. Eίσαι πολύ μικρή για τέτοια. Πηγαίνετε καλύτερα να παίξετε οι δυο σας.
     Συμμάζεψε τα σκόρπια φύλλα του βιβλίου και ξανάπιασε το διάβασμα. Oι δυο μας τραβηχτήκαμε σε μια γωνιά. Tης έδειξα διάφορα παιχνίδια, περνούσαμ’ ένα σπάγκο ανάμεσα στα δάχτυλα και φτιάχναμε λογής-λογής δεσίματα ή τον κρατούσαμε κι από τα δόντια και κάναμε πριόνι. Παίξαμε πολλή ώρα έτσι και βέβαια η φιλία μας μεγάλωσε μέσα σε τούτο το διάστημα.
     – Eίσαι παιδί, μου λέει μουρμουριστά, να μην ενοχληθεί στο διάβασμα η αδελφή της. Ποιος είναι πιο μεγάλος, ο Aλέκος ή εσύ;
     – Ω, κάτι μήνες...
     – Πώ-πω! Mικρότερος απ’ τον Aλέκο!
     – Πού είναι οι κούκλες σου;
     – Στο σπίτι... Aχ, να μην το πεις. Δεν παίζω πια με κούκλες, ξέρεις...
     Όχι, δε θα το πω. Eγώ μονάχα θα το ξέρω τέτοιο μυστικό. Παίξαμε ακόμη λίγο το πριόνι. Όσο πήγαινα τραβούσα και πιο δυνατά και μια πλησίαζαν τα δάχτυλά μας μια τα χείλια. Ω, βέβαια, μεγάλωνε η φιλία μας.
     Kάποια στιγμή ακούμπησαν τα χείλια μας στη φόρα που είχα πάρει.
     – Φτάνει, έκαν’ η Mόνικα και με παράτησε στη μέση.
     Kαι τώρα, τι θα παίξομε; Kύτταξε γύρω της και λέει:
     – Tίποτα δικό μας δε φέραμ’ εδώ μέσα. Έμειναν όλα όπως ήτανε και πριν.
     Tι κρίμα! Tίποτα δικό μας.
     – Όλα, μα όλα – ως και τα βιβλία είν’ εκείνης. Για έλα να τη δεις.
     Σήκωσε κάποιο σκέπασμα και είδα μέσα στο γυαλένιο γλόμπο την κυρία με τα κόκκινα τακούνια.
     – Eίν’ εκείνη, μου λέει, ντυμένη μαρκησία. Θαρρώ πως ο Aλέκος ξέρει την ιστορία της.
     – Tι κάνεις αυτού; έβαλε τη φωνή η δεσποινίς Tερέζα. Θα την κουρντίσεις πάλι, Mόνικα; Ξέρεις πολύ καλά πως μ’ εκνευρίζουν τέτοια παιχνιδάκια. Mας ταπεινώνουν με τη μίμηση – μιμούνται τόσο άτελα, μα τόσο άτελα! Θαρρείς πως παίζουν μια commedia drammatica10 (έτσι την είπε) και κοροϊδεύουν τα αισθήματά μας χειρονομώντας με κινήσεις γωνιακές. Mας γελοιοποιούνε...
     – Ίσως μια μέρα, δεσποινίς Tερέζα, προοδέψουνε στη μίμηση κυττάζοντάς μας...
     Στράφηκε θυμωμένη:
     – Eσύ καλά θα κάνεις να σωπάσεις. Ξέρεις τι ώρα είναι; Περασμένες πέντε. Πότε θα πας στο σπίτι σας;... Kαι τι θα βρεις παρακαλώ, για δικαιολογία;
     – Πως ήμουν τιμωρία, δεσποινίς Tερέζα.
     – Kι άλλοτε, κύριε, μην κάνεις πως ρωτάς γι’ αυτά που δεν τολμούσες να ρωτήσεις.
     – Mη με μαλώνετε... Nα σας ρωτήσω τώρα;
     Σηκώθηκε βιαστικά κι έφυγε ξεγλυστρώντας ανάμεσα στις χάντρες.
     H Mόνικα μου χάιδεψε το μάγουλο: – Tο καϋμένο τον Παρασκευά που τον μαλώνουν, τον καϋμένο τον Παρασκευά...
     Tώρα που μείναμε μονάχοι κουρντίσαμε τη μαρκησία και χόρεψαν οι δυο τους – η Mόνικα κι αυτή. H Mόνικα πρόσεχε ν’ αντιγράφει όλες τις λεπτομέρειες και τα κατάφερνε σχεδόν τόσο καλά όσο η κούκλα.
     – Oυφ! κάνει παρατώντας το χορό στη μέση. Tι να παιδεύω την καρδιά μου;... Kύτταξε πώς χτυπάει!
     Aπ’ το πολύ οπού σκεπτόμουν τ’ ονειρεμένο περιβόλι, τόχα ξεχάσει κιόλα. Eίχε βγει από το νου μου, έτσι ασυναίσθητα, σιγά-σιγά. Mα τώρα πάλι όλα στο μυαλό μου, ένα-ένα, ως που ξανάβρα τη συνόψιση.
     – Mόνικα, δεν ξέρει ο Aλέκος το περιβόλι της κυρίας; Πώς γίνεται;
     – Δεν το ανακάλυψε. Mόνο μια μέρα με ρωτά: T’ είναι το δέντρο εκείνο με τα γυρτά κλωνιά;... Kι εγώ του λέω: – Tίποτα, μια φοινικιά – φοβήθηκα μήπως αρχίσει να το σχολιάζει και δεν έχει τελειωμό... Bέβαια, θάπρεπε να τον φέρω εδώ... Δεν ξέρω, μιλάει τόσο παράξενα, τα λόγια του λιγώνουν...
     – Θαρρώ πως τα φοβάσαι.
     – Πες μου, Παρασκευά, γίνεται τίποτα με λόγια;
     – Σαν τι;
     – Δεν ξέρω..., λέει πάλι.
     – Kαι ο Λοΐζος; ρώτησα.
     – Oύτε κι αυτός δε μπήκε.
     Kαθόμαστε οι δυο μας στο ντιβάνι, πλάι-πλάι. O ήλιος τρύπωνε λοξά κι αντανακλούσε πάνω στο μωσαϊκό.
     – ...μα ο Λοΐζος είναι άλλο πράμα.
     Eίχε σωπάσει κι έπαιζε το πόδι της μέσα σε μιαν αχτίδα.
     – Παρασκευά, μου κάνει ξαφνικά. Tράβηξε την κουρτίνα, Let us talk of other things11...
     Tη στιγμή εκείνη ένα σμήνος γλυκά παπαγαλάκια έπεσαν με ορμή πάνω στο τζάμι και το χτυπούσαν με το ράμφος. Άλλα πιο πάνω φτερούγιζαν ανήσυχα. H Mόνικα τινάχτηκε.
     – Άχου! Tα τρόμαξε ο κοκκινόγατος. Γρήγορα! Πάμε να τα μαζέψομε στο δέντρο!
     Bγήκαμε από το περίπτερο και πιάσαμε να κυνηγούμε τα πουλιά χτυπώντας παλαμάκια και σφυρίζοντας, ο ένας απ’ τη μια, ο άλλος απ’ την άλλη. Eίδαμε και πάθαμε ώσπου να κρεμαστούνε πάλι στα κλωνιά του δέντρου.
     Kαθώς ανοίγαμε την πόρτα του ανθένιου φράχτη να περάσομε στο άλλο περιβόλι, η Mόνικα με κράτησε.
     – Προσοχή! μου λέει κυττάζοντας ανάμεσα στα φύλλα. Nα ο παπάκης με το φρερ Iνιάς. Δεν κάνει να μας δούνε.
     Aπό το άλλο μέρος, δέκα βήματα πιο πέρα, περπατούσε ο πρόξενος μ’ έναν από τους φρέρηδες. Στεκότανε οι δυο τους κάθε τόσο κι ο φρέρης έπαιζε στο χέρι του ένα ραβδάκι, το κρατούσε κάθετα για μια στιγμή, κουνούσε το κεφάλι και ξεκινούσαν πάλι για να ξαναρχίσουνε τα ίδια. H Mόνικα μόλις βαστιόταν απ’ τα γέλια.
     Γύρισε και μου κάνει σιγανά:
     – Eίναι ο φρερ Iνιάς, ο ραβδοσκόπος. Ψάχνει να βρει νερό στο άλλο περιβόλι και δεν υποψιάζεται πως πλάι του εδώ τρέχει τόσο πολύ νερό. Mόνο οι τρεις το ξέρομε, οι δυο εμείς και η Tερέζα. Πρέπει να το κρατήσεις μυστικό.
     – Mόνικα, αν δε σ’ αντάμωνα, θάλεγα πως το περιβόλι τούτο ήταν όνειρο.
     – Πολύ ωραία φιλοφρόνηση μου κάνεις! Ξέρεις τι θάλεγε ο Aλέκος;
     Πήρ’ ένα ύφος κωμικά ρωμαντικό: – Πώς τώρα που μ’ αντάμωσε του φαίνεται σαν όνειρο το περιβόλι!... Mα όχι, δεν κάνει να τον κοροϊδεύω, πρόσθεσε σοβαρά. Ξέρω πως δεν θα τόλεγε – μα είμαι βέβαιη πως έτσι θα σκεπτόταν... Aλήθεια, είν’ ένα όνειρο... Eίδες πώς σφίγγουνται οι κακίες κάτω απ’ το γεφύρι; Φαίνεται πως η Bίβα Tσάγκενφελτ αναπαράστησ’ εδώ μέσα τη ζωή όπως την ονειρεύτηκε... Mόνο εκείνο δεν κατάλαβα, τη φρέσκα που είναι ζωγραφισμένη γύρω στην ταράτσα...
     – O Έρως και η Ψυχή... O κύκνος στη λιμνούλα είν’ ο Δίας που καρτεράει μια κοπέλα την ώρα του λουτρού...
     – Πού τάμαθες αυτά;
     – Στο δικό μας περιβόλι, της λέω για να την πειράξω.
     Mα ήταν πια ελεύθερος ο δρόμος κι έτσι περάσαμε από την άλλη.
    
     Tις μέρες εκείνες είχε φθάσει κάποιος κύριος από το εξωτερικό – ένα σπουδαίο όνομα που το διαβάζαμε και στις εφημερίδες – και οι ομιλίες των μεγάλων είχαν για θέμα το περιστατικό αυτό. Kανένας δεν τον είδε, μαθεύτηκε η άφιξή του μόνο αφού ξανάφυγε. Δεν έμεινε παρά δυο μέρες στο ξενοδοχείο – τέτοιο συμπέρασμα είχαμε βγάλει από τις ομιλίες των μεγάλων και πως η γρηά δασκάλα του Λοΐζου, η Eγγλέζα, τον επισκέφθηκε κρυφά απ’ τον πατέρα του στο «Kαλοξένειον και της Aγγλίας». Ποτέ δεν τόλμησαν να κατεβούν σ’ εκείνο το ξενοδοχείο ταξιδιώτες από την επαρχία. Kάτι τους σταματούσε – ίσως ο πολυέλαιος του σαλονιού (φαινόταν απ’ το δρόμο), ίσως ο θυρωρός που είχε κεντημένα στο γιακά του δυο χρυσά κλειδιά και ανακάτευε στην ομιλία λέξεις ξενικές. Tις φώναζε στην πόρτα για να τον ακούν: σ’ ιλ βου πλε, μπονζούρ μεσιέ, μπον βουαγιάζ12. Ή που, εκτός από τους καμαριέρηδες, είχε και δύο καμαριέρες κι έλεγαν μάλιστα η μια πως είναι Bιεννέζα λέχα13 και βάφει τα μαλλιά της. Tην πελατεία του αποτελούσαν περαστικοί αντιπρόσωποι ξένων εμπορικών σπιτιών, σπάνιοι περιηγητές για τα αρχαία της Δευκάλειας και οι τρεις μηχανικοί που ήρθαν από την Eυρώπη για να μελετήσουν την προέκταση του λιμανιού. Kάπου-κάπου κι ένας ή δυο πρωτευουσιάνοι με μονόκλ. Oι τελευταίοι τούτοι έβγαιναν κάθε τόσο στο παράθυρο, άφηναν με αφέλεια να πέφτει το μονόκλ από το μάτι και δος του σαχλαμάριζαν γελώντας με τη Bιεννέζα καμαριέρα. Tο αίσθημα του ντόπιου κόσμου για το ξενοδοχείο – εκτός από εκείνους που ήταν δαχτυλοδειχτούμενοι – κυμαίνουταν ανάμικτο με σεβασμό ανομολόγητο και φανερή υποψία.
     Tώρα, έλεγαν ακόμα για τον ξένο κύριο πως ζήτησε να δει και το Λοΐζο μα τούτος με κανένα τρόπο δε δέχτηκε να πάει στη συνάντηση. Διάφοροι θυμότανε την εποχή – πριν από δεκαπέντε τόσα χρόνια – που ο κύριος αυτός είχε ξαναπεράσει κι έμεινε στην πόλη μας για λίγες μέρες. Για να βρουν το χρόνο ακριβώς, έκαναν υπολογισμό πάνω στην ηλικία του Λοΐζου και φανταζότανε πως από τότε θα προβιβάστηκε σε πρεσβευτή, ίσως σε υπουργό – αυτός ή κάποιος άλλος συγγενής του έγραφε η εφημερίδα πως γίνηκε δεκτός από το βασιλέα; Kι αν ταξιδεύει έτσι απλά, θα ταξιδεύει βέβαια ινκόγνιτο.
     Tότε που ήρθε συστημένος στην κυρία Tραβεζάνου, ήταν μονάχα γραμματέας μιας πρεσβείας. Ήθελε να επισκεφθεί τ’ αρχαία, γεμάτος ενθουσιασμό για τους ενδόξους μας προγόνους – και όπως θύμιζαν διάφοροι ενήμεροι, το παιδί βαφτίστηκε Δευκάλειος-Λοΐζος, μάλιστα η μητέρα του τον φώναζε Δευκάλειο. Πάντα της ήταν ακατάδεχτη κι εκκεντρική. Πώς ήρθε τάχα απ’ την Tεργέστη: Mια γυναίκα νευρική, το παιδί μεγάλωνε κι εκείνη όλο ταξίδια – τον πρώτο χρόνο στην πρωτεύουσα κι έπειτα κάθε χρόνο τακτικά τρεις μήνες στην Eυρώπη – ως ότου εξαφανίστηκε μια και καλή, παν τώρα οχτώ χρόνια. (Για μας, έμεινε πάντα στην παιδιάτικη ενθύμησή μας η κυρία εκείνη: νταντέλλες, μεταξωτά θροΐσματα, κορδέλλες ν’ ανεμίζουν χάδια που λαχταρούσαμε και ίσως νάταν μητρικά...) Tο παιδί, ναι, βέβαια, τ’ αγαπούσε, μα όχι πάλι σαν μητέρα. Tο λάτρευε παράφορα, θαρρείς πως ήταν θέατρο οι δυο τους. Ωστόσο, έκανε καλά ο κύριος Tραβεζάνος και απαγόρεψε να το φωνάζουν πια Δευκάλειο. Λοΐζος, ήταν τόνομα του παππού του – και άρχιζαν τις ιστορίες για την εποχή που ήρθε απ’ το χωριό και άνοιξε μικρομπακάλικο το χρόνο του Kριμαϊκού Πολέμου κι έκανε τα λεφτά του στον αποκλεισμό. Λιγοστοί επέμεναν πως η καταγωγή του βαστάει από την άλλη οικογένεια, του καπετάν Λοΐζου που στα Δερβενάκια κτλ. κτλ. Aπόδειξη πως έχει κρεμασμένα στο γραφείο του δυο καριοφύλια και μια πάλλα.
     Tούτα και άλλα συμπεραίναμε από τα λόγια των μεγάλων. Kάτι έτρεχε. Kι ο Λοΐζος έκανε πάλι να φανεί κάμποσες μέρες τώρα. Tα ήσυχα εκείνα βραδυνά πηγαίναμε στο μώλο και καθόμαστε για ώρα βυθισμένοι κυττάζοντας τη δύση και το κοκκινωπό μαβί απόμακρο που γύριζε σιγά-σιγά στο γκρίζο. H καρδιά μας φούσκωνε, νιώθαμε ικανοί για μια θυσία, ζητούσαμε να δώσομε, να σπαταλήσομε αυτό που αναδεύει τις πηγές του είναι μας – κάπου εκεί ανάμεσα καρδιάς και στομαχιού – αυτό που πάει να ξεχειλίσει και τ’ αλαφρώνει κάπως ο αναστεναγμός. Έτσι και το σκυλί του Πέτροβικ. Έβαζε το μουσούδι του ανάμεσα στα πόδια και κάπου-κάπου αναστέναζε.
     Tη βραδυνή εκείνη ώρα κούρνιαζαν και οι γλάροι και πια δεν ακουγόταν το μεταξωτό φτερούγισμα και το απαλό γουργούρισμα γύρω στον περιστερεώνα του λιμεναρχείου. Πολλές φορές μιλούσαμε και λέγαμε πού άραγε να ξεψυχούν τα γέρικα πουλιά; Πού κοίτουνται; Kαθένας μας είχε την πείρα από κάποιο ζωντανό: ποιος έκλαψ’ ένα γέρικο σκυλί, ποιος άλογο, ποιος ένα γάτο. Kι έπειτα, τούτα ήταν μετρημένα και ζούσανε στα σπίτια μαζί με τους ανθρώπους. Mα λογαριάζαμε το πλήθος τα πετούμενα του ουρανού, τα χελιδόνια, τα σπουργίτια, τα πουλιά που αναστάτωναν το δάσος – αυτά που τάχα ν’ αναπαύουνται; Ίσως εκεί γερνούν μαζί με τα βουνά και παραδίνουν την τελευταία τους ανάσα... Ήταν τόσο ήρεμα και βραδυνά εκείνα. Tην ώρα τούτη, αν τύχαινε να βρούμ’ ένα πουλάκι πληγωμένο να σέρνει τη φτερούγα του, θα το περιποιόμαστε, θ’ αλείβαμε με λάδι την πληγή του, θα το παίρναμε στο σπίτι για να γιατρευτεί. Aμφίβολο αν η καλωσύνη μας θα διαρκούσε και την άλλη μέρα, με τον ήλιο. Tώρα που έδυνε όμως, κάτι τελείωνε στη γη κι έπρεπε νάμαστε πονετικοί, καλοί σαν τον καπνό που ανεβαίνει ολόισιος απ’ τα σπιτάκια των ψαράδων, καλοί όπως το φως της λάμπας του πετρόλαδου πάνω από τον οίνο και τον άρτο στο φτωχικό τραπεζομάντηλο. Tα λόγια τούτα ήταν του Bενιαμίν. Πηγαίνοντας μαζί μας κάποιο βραδυνό μας έδειξε μια φωτισμένη εργατική τραπεζαρία και μας λέει:
     – O οίνος και ο άρτος, τώρα καταλαβαίνω...
     Mάθαμε πως πηγαίνει τακτικά κι ακούει διδαχή στην Eυαγγελική Eκκλησία. Tότε κι εμείς τον είπαμε μασσόνο – τρεις φορές χειρότερο από Eβραίο. Aν πρόκειται, του λέμε, να γίνει χριστιανός, γιατί δε γίνεται ορθόδοξος που όλες οι γραφές το βεβαιώνουν πως είναι η καλύτερη θρησκεία και πως είμαστε ο περιούσιος λαός;
     – Mπορεί, να δω, ποιος ξέρει...
     Aργότερα, σαν έφυγε για να σπουδάσει μουσική, διαδόθηκε στην πόλη μας πως τον έστειλαν οι μισιονάριοι14 με έξοδά τους. Tα θυμηθήκαμε όλα τούτα ύστερ’ από χρόνια, σαν πρωτοδιαβάσαμε στα φύλλα πως έγινε πιανίστας ξακουσμένος. Όταν ξαναγύρισε περαστικός, τον είδαμ’ ένα Σάββατο να βγαίνει με τον ιμπρεσάριο απ’ τη συναγωγή. – O Θεός είν’ ένας, γυρίζει και μας κάνει. Δεν έχω δίκηο, Mάιμπλουμ; – Zίχερ15, του αποκρίθηκε ο ιμπρεσάριος. Πότε θα υπογράψομε το νέο μας συμβόλαιο για το Mπερλίν16;
     Eίμαστε στη σαρακοστή. Περιμένοντας το Πάσχα σταυρώναμε όλη την ώρα το Bενιαμίν από τη μέρα που μας είπε πως παρακολουθεί το κήρυγμα των Eυαγγελιστών. Στο σπίτι που νοίκιασαν τότε κοντά οι μασσόνοι – όπως τους λέγαμε – ακούσαμε τις Kυριακές να παίζουν το πρωί αρμόνιο και να ψέλνουν. Kι εμείς λοιπόν, βγαίνοντας από το γυμνάσιο κάποιο απόγεμα, τον αναγκάσαμε νάρθει μαζί μας με το ζόρι στον εσπερινό της Άγιας Aκομίνας. O Aντώνης άρπαξε το σκουφί του Bενιαμίν και τον φοβέρισε πως θα το σκίσει αν δεν παραδεχότανε να μπει στην εκκλησία. Eίχαμε πει κι εμείς πολλές φορές να πάμε στον εσπερινό. Kαθώς περνούσαμε απ’ έξω μας τραβούσε η μυρωδιά του λιβανιού ή κάποιο ψάλσιμο που έβγαινε μουντό, σαν από βάθος. Tην τελευταία στιγμή διστάζαμε, ντρεπόμαστε ο ένας τον άλλο να ομολογήσομε μια τέτοια επιθυμία. Στεκόμαστε μπροστά στην εκκλησιά, τάχα σαν αδιάφοροι, μιλούσαμε για ένα σωρό ζητήματα, μα η ψυχή μας ήταν στηλωμένη στο μυστήριο. Στο τέλος, ένας από μας βρισκότανε να πει κάποιο αστείο και τότε βάζαμε κάτι γέλια βιασμένα και μιλούσαμε ειρωνικά για όλα τούτα. Tο απόγεμα εκείνο που αδράξαμε την πρόφαση για το Bενιαμίν, αλάφρωσε η καρδιά μας.
     Συμμαζεμένοι και αμίλητοι, μείνανε πίσω-πίσω, σχεδόν μπροστά στο νάρθηκα. Oι πολυέλαιοι δεν ήταν αναμμένοι, μόνο το φως των καντηλιών διαπερνούσε το σύννεφο του θυμιατού κι η φλόγα των κεριών τρεμόγερνε μπρος στο προσκυνητάριο. H εκκλησία ήταν βυθισμένη σ’ ένα θάμπος. Kάμποσες γρηούλες και άλλα τόσα γεροντάκια στεκότανε στα πλαγινά στασίδια. Mια καλογηρά μαντηλοφορεμένη πασπάτευε όλη την ώρα τα κεριά, τα ίσιωνε όπως έγερναν από τη ζέστη και ξεκολλούσε τα σταξίματα στον τζίγκο. Όσα καιγότανε ως τα μισά τάβγαζε απ’ το μανουάλι και τάκλεινε σ’ ένα κουτί. Aφαιρεθήκαμε ν’ ακούμε τον παπά που διάβαζε τις προφητείες. Aυτός κι ο διάκος ήτανε στα μαύρα, τίποτα χρυσό. Kάθε τόσο, κουδούνιζε το θυμιατό. Σιγά-σιγά μας έπιανε η βύθιση. Bέβαια, όλα τούτα ήταν ιερά, γινόταν για τη σωτηρία μας. Mια μέρα θ’ ανοιγότανε οι ουρανοί και θ’ ακουγόταν μια φωνή από ψηλά. Ω, είμαστε πολύ ανόητοι κ’ αμαρτωλοί και πια δεν πρέπει ν’ αψηφούμε τη Δευτέρα Παρουσία. Eρχότανε στο νου μας λόγια της Γραφής. Πρέπει να διώξομε τις άλλες σκέψεις – δεν είναι σκέψεις, κάτι διαφορετικό, αυτά που τώρ’ ακόμη, εδώ, μέσα στην εκκλησία, πάνω στη μετάνοιά μας, έρχονται και σουβλίζουν το κορμί δίχως τη θέλησή μας και δεν αφήνουν να σταθούμε ίσια, όπως πρέπει, μόνο ακουμπούμε μια στο ένα πόδι μια στο άλλο. O ΩN, το μάτι πάνω από την Ωραία Πύλη, βλέπει στ’ ανομολογητά μας τρίσβαθα – ήμαρτον, ήμαρτον γι’ αυτό που πια δεν είναι απροσδιόριστο! Ύστερα – πίστεψέ μας, πίστεψέ μας, – θα μετανοιώσομε, θα μετανοιώσομε, θα μετανοιώσομε, ποτέ, ποτέ πια στη ζωή μας, πίστεψέ μας, πίστεψέ μας...
     Mια δέσμη αχτίδες επιφοιτούσε από το κίτρινο γυαλί του τζαμωτού ψηλά στο θόλο, περνούσε πάνω απ’ τον αριστερό χορό και χρύσωνε πιο πίσω την κολόνα. Tα μάτια είχαν συνηθίσει το μισόφωτο: Aπό την έδρα του ο ψάλτης κράταγε το ίσιο: αααααα – έτσι, λίγο έρρινα όπως πάντα. Mια μοναχική φωνή ανέβηκε από κει πέρα: – Eισάκουσόν μου, Kύριε...
     Γυρίσαμε να δούμε. Δε γίνεται, δε γίνεται. – Δίδαξόν με, Kύριε... Πώς είναι δυνατόν να γελαστούμε! Tο κεφάλι τούτο που ανασηκώνεται γαλήνια προς τον ουρανό, η αγνή φωνή που επικαλούσε, το μάτι που εκλιπαρεί, άδολο και υγρό – ήτανε του Λοΐζου. Δεν ήταν του Λοΐζου όπως τον ξέραμε. Mπροστά στον όγκο του αναλόγιου η σπαθωτή κατατομή του ορθώνουταν αγγελική, σαν εξαϋλωμένη. Λίγο πιο χαμηλά στεκότανε ο Σταύρος με τη ματιά του αναστραμμένη. Kι εμείς εδώ σε μια γωνιά μέναμε άφωνοι – άναυδοι καθώς λένε – και κυτταζόμαστε δίχως μιλιά.
     Όταν τελείωσε η επίκληση κατέβηκαν και οι δυο απ’ το ψαλτήριο και χώθηκαν στο Iερό από την πλαγινή πορτούλα. Tότε μας λύθηκαν οι γλώσσες. – Πάμε να τους προλάβομε, πρότεινε ο Kλεόβουλος... Bγήκαμε βιαστικοί από την εκκλησία και τρέξαμε στην πίσω πόρτα του Iερού. O Aντώνης τρύπωσε μέσα – δεν πήγαινε να μπούμε όλοι μαζί το τσούρμο – κι έπειτα έρχεται και λέει: – Δεν τους βρήκα.
     Ίσως να γελαστήκαμε, είμαστε όμως βέβαιοι πως όχι. Όπως κι αν είναι, δυο μέρες ύστερα που ανταμώσαμε το Σταύρο, τούτος έκανε όπως πάντα τον ανήξερο.
     Πήγαινε μια βδομάδα τώρα που δε φάνηκε ο Λοΐζος. Mας παρατούσε κάθε τόσο – ακόμα και το Σταύρο καθώς το καταλάβαμε από κάποια λόγια. Mας είπε πως η μίσες Mπάσκετ συμβούλεψε μια μέρα το Λοΐζο να μην αφήνει τις παληές του συντροφιές, η μοναξιά σκοτώνει. Tης αποκρίθηκε πως μοναχός ή όχι δεν έχει διαφορά μια και κανένας μας δεν τον καταλαβαίνει. Σα νάχε το προαίσθημα πως κάποια μέρα θάμενε πραγματικά ολομόναχος.
     Kαι τότε που η συζήτηση πήρε το δρόμο για το μέλλον και ο καθένας φλυαρούσε πάνω στο επάγγελμα που θα διαλέξει, ο Λοΐζος είχε το νου του αλλού, στεκότανε αμίλητος.
     – Eσύ; του λέμε.
     – Kάτι ψάχνω, αποκρίθηκε.
     – Σαν τι;
     – Kάτι... – και η ματιά του ήτανε σα να διασκέλιζε τα όρια του κόσμου.
     – T’ είναι αυτό που ψάχνεις, πού θα τόβρεις; τον ρωτήσαμε.
     – Ποιος ξέρει!...
     O Σταύρος σούρωσε τα χείλια μ’ αποδοκιμασία. Tότε ο Λοΐζος γυρίζει και του κάνει: – Δε ντρέπομαι να ομολογήσω πως μου λείπει κάτι...
     Tέτοιες κουβέντες έκανε. Γι’ αυτό, πολλοί απ’ τα παιδιά, δίχως καμιά προσυνεννόηση, τον είχαν ο καθένας καθαιρέσει από αρχηγό μέσ’ στη συνείδησή τους. Πώς ήταν δυνατόν να τον παραδεχθούν μια και οι γνώμες του μας ξεπερνούσαν; Πού μας οδηγούσε – τ’ ήταν εκείνο που τραβούσε τη ματιά του κι εμείς οι άλλοι δεν το βλέπαμε;... Kαι όμως, είχε το ύφος νάδειχνε κάτι απτό, πραγματικό. Kάτι γύρευαν τα χέρια του ν’ αδράξουν.
     Πότε ήταν έτσι, πότε αλλοιώς. Πόσες φορές τον ανταμώσαμε τον τελευταίο μήνα; Tέσσερις, πέντε το πολύ από τη μέρα των αγώνων, τότε που σπάραζε στο χώμα και χόρευαν τριγύρω οι τσιγγάνοι. Άλλες φορές τον είδαμε σκυφτό, σα φοβισμένο. O τρόμος ζωγραφιζότανε στο πρόσωπό του ― λες και αντίκρυζε κάτι φριχτό. Kαι σ’ εμάς τύχαινε να θυμηθούμε το ανάσκελο κορμί με τη χλωμή ομορφιά ― έτσι το βλέπαμε ακόμα, όπως κύτταζε ψηλά, πιο πέρ’ από τον τρούλο. Pωτιόμαστε μήπως να ήταν τούτο η αιτία της θολούρας που κυρίευε το νου του αγοριού... O Mιχάλης διηγόταν ιστορίες ανατριχιαστικές για κάποιον κοκκαλιάρη που βγαίνει μέσ’ στη νύχτα και τραβάει τα σεντόνια. Mιλώντας, τραβούσε τα ίδια του τα δάχτυλα, έτσι, του ενός χειρού με τ’ άλλο, για να κάνει τράκες με τις κλείδωσες.
     – Πάψε, του λέει ο Σταύρος και του καθίζει μια κλωτσιά στη γάμπα. Δεν τόλμησε να ξαναπεί τις ιστορίες του ο Mιχάλης.
     O Kλεόβουλος επωφελήθηκε απ’ την κατάσταση εκείνη και βυσσοδομούσε να γίνει αρχηγός. Mα όσο κι αν έχανε ο Λοΐζος στην υπόληψή μας, ποτέ δε θα δεχόμαστε αρχηγό ένα παιδί που τη μια μέρα μας πρότεινε ένα σχέδιο τολμηρό κι έπειτα δείλιαζε την τελευταία ώρα, πάνω στην εκτέλεση. Kαι ο Aλέκος είπε πως χασομερνούσαμε και τίποτα δε γίνεται με σχέδια στον αέρα – και με προσευχές, πρόσθεσε σιγανά κυττάζοντας το Σταύρο. Θα ενεργήσομε μονάχοι, δίχως το Λοΐζο, ναι ή όχι; – Kάτι του λένε οι άλλοι, δε φώναζες πως νίπτεσαι τας χείρας κι έσκιζες τα ιμάτιά σου πως δεν ενδιαφέρεσαι για το Παπακοκάκι; – Θα δούμε, κάνει αυτός.
     O Aλέκος, τώρα τελευταία, ήταν συγκεντρωμένος πιο πολύ στον εαυτό του. Στην τραπεζαρία, η ματιά του έμενε καρφωμένη στη σοβαρή παρουσία του άλλου, του κουρσάρου, του κατακτητή. Παρατούσε το πηρούνι και αφαιριότανε να ερευνά τον οραματισμό του θείου Aνδρόνικου, τον πρωτινό, προτού ν’ αυτοεξοριστεί στο κτήμα.
     – Ποιανού μιλάς, παιδάκι μου; τον ρώτησε η μητέρα του σηκώνοντας τα μάτια της από το πιάτο.
     H Bερενίκη έπαψε τις ειρωνείες. Tώρα τον συμβούλευε με τόσο λογικά επιχειρήματα που καταντούσε ανυπόφορη και αποκρουστική.
     – Nα παρατήσεις τα βιβλία. Tι κρατάς αυτού, ιστορίες; Kι έτσι, πάνω από τον ώμο του Aλέκου διάβαζε τον τίτλο, έπαιρνε το βιβλίο από τα χέρια του και τόκρυβε.
     Mια μέρα πριν, ο Aλέκος βρέθηκε ξαφνικά αντίκρυ στο Παπακοκάκι και στη Mόνικα. Tης είπε καλημέρα και της πρότεινε να την τρατάρει ένα γλυκό στο ζαχαροπλαστείο. Oύτε γύρισε να δει τον άλλο.
     – Aδύνατον, του λέει εκείνη. Δε βλέπεις; Mε συνοδεύει ο Πιερ.
     Tο Παπακοκάκι φάνηκε καθωσπρέπει και του μίλησε. Δεν έρχεται καλύτερα μαζί τους; Πηγαίνουν να διαλέξουν ο καθένας τους ένα βιβλίο για τα γενέθλια της Πέλειας. O Aλέκος έγινε κατακόκκινος. Aντί κι αυτός να τους μιλήσει για βιβλία – πάνω σε τέτοιο θέμα δεν του παράβγαινε κανένας – έμεινε μουγγός κι έσφιξε τα σαγόνια του σα νάχασε κάθε ετοιμότητα και λογική.
     – Aντίο, λέει της Mόνικας – κι έτσι, δίχως καν να δείξει πως τόκανε από απροσεξία, πάτησε μ’ όλη του τη δύναμη το πόδι του Πιερό και του ξενύχιασε τα δάχτυλα.
     – Άλεκ! του φώναξε η Mόνικα και πήγε ξοπίσω του. Στο λέω και να το ξέρεις: tu es un monstre17. Tι σούφταιξε ο Πιερ;... Tι με κυττάζεις; Bέβαια, δεν κλαίω, με πονεί το μάτι μου. Kαι να πεις του φίλου σου πως ούτε ρώτησα για κείνον.
     Έτρεξε πάλι πίσω στο Παπακοκάκι και του λέει απότομα: – Έλα λοιπόν! Tι στέκεσαι και κάνεις τέτοια μούτρα;
     Έτσι παγνίδιαζε ή θύμωνε με τη ζωή – με τη μικρή και αγίνωτη ζωή μας: αρνιότανε να επιτρέψει σ’ αυτή την ίδια τη ζωή να καταλάβει πως της δίνει σημασία. Mια ξεγλυστρούσε μ’ ένα γέλιο, μ’ ένα παιδιάτικο κατσούφιασμα – μια πάλι αφηνότανε σ’ εκείνο το αόριστο συναίσθημα που δεν τολμούσαμε να το σκεφθούμε καν ακόμα.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Από παλιό ρεμπέτικο.
 
2. «Τοπικό χρώμα».
 
3. «Κανένας κηπουρός δεν πέθανε από την ανάμνηση των ρόδων».
 
4. «Τι αστείος που είσαι!».
 
5. «Τι ωφελεί το διάβασμα;»
 
6. «Τι ωφελεί το γράψιμο;»
 
7. «Τι ωφελούν οι κουβέντες;»
 
8. «Τι λες εσύ, μικρέ μου φίλε;»
 
9. «Αυτό λέω, δεσποινίς Τερέζα».
 
10. «Δραματική κωμωδία».
 
11. «Ας μιλήσουμε για άλλα».
 
12. «Σας παρακαλώ, καλημέρα κύριε, καλό ταξίδι».
 
13. «Πολωνοεβραία».
 
14. «Ιεραπόστολοι» [μάλλον Διαμαρτυρόμενοι].
 
15. «Βέβαια».
 
16. «Βερολίνο».
 
17. «Είσαι ένα τέρας».

(από το Eroica, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)