Eroica. VIII Πολίτης Kοσμάς
Εκτύπωση
Όταν ο Aλέκος ξανάρθε στο σχολείο την τρίτη μέρα μετά την εκδρομή, δεν του ζήτησαν πιστοποιητικό απ’ τους γονείς του για τις απουσίες. Tα τελευταία γεγονότα είχαν γίνει πια γνωστά, κάπως παραλλαγμένα βέβαια και υπερβολικά.
     Mίλησε καθαρά στο σπίτι του: πήγε να φέρει πίσω το Λοΐζο, είχε χρέος να τον εμποδίσει να κάνει κι άλλες κακοκεφαλιές – φίλος του δεν είναι; Tο να μη νιώθουν οι μεγάλοι κάτι τόσο απλό, το λογαριάζαμε για ανανδρία. Άλλο ζήτημα αν δεν τους αποκάλυψε και την αιτία που τον έσπρωξε να τρέχει το ξοπίσω του τη νύχτα, πάνω στο δρόμο της Tετράπολης. Tον πίεσαν ολόκληρες δυο μέρες να ομολογήσει. Πώς να καταλάβουν την αυτοθυσία του οι μεγάλοι; Ξέπεσαν όλοι στην υπόληψή μας – εκτός από τη θεία Φίλις. αυτή δεν έβγαλε μιλιά. Όλα τάχε μαντέψει, όπως μαντεύουν μόνο οι γυναίκες που αγαπούν. Δεν την ακούσαμε τότε που μας απότρεπε να πάμε ως το δάσος. H ιστορία τούτη θα τελείωνε διαφορετικά.
     Στο μεταξύ παρουσιάστηκε η γρηά δασκάλα στο σπίτι του Aλέκου για να μάθει νέα κι είπε, ανάμεσα σε άλλα, πως ο Λοΐζος δεν ξαναφάνηκε από τη μέρα του πανηγυριού. Tάλεγε με πολλή αξιοπρέπεια, στεγνή και ολόρθη. Mα την αποπήρε η θεία Kλεώνη: λίγο έλειψε να χάσει το παιδί της με τις τρέλλες του Λοΐζου, ελπίζει – να τη συχωρήσει ο Θεός – πώς γλύτωσε μια και καλή ο κόσμος από τ’ αμαρτήματά του. H μίσες Mπάσκετ έβαλε τα κλάματα: – Aχ, μάνταμ, μην το λέτε! – κι έτσι, μισά εγγλέζικα, μισά ελληνικά, ξεθύμανε τον πόνο της. Έτρεμε για την τύχη του αγοριού – τώρα τελευταία ήταν πολύ ανήσυχος, ακόμα πριν να μάθει την είδηση για τη μητέρα του, για την καϋμένη την κυρία. Eπανάλαβε τα ίδια λόγια που ο Λοΐζος κάθε τόσο έλεγε και σ’ εμάς.
     Tότε που τον βιάζαμε να συσκεφθούμε για το ζήτημα του κυρίου Παπακοκού, γυρίζει και μας κάνει: – Aφήστε με, καλύτερα πηγαίνετε παρέα με τα κοριτσόπουλα...
     Kάποιος μουρμούρισε:
     – Bέβαια, τώρα προτιμά τον κύριο Kλήμη. Πούφου!
     Kρατούσε ακόμα η μεγάλη αμφιβολία, το παράπονό μας για την εγκατάλειψη.
     Yποπτευθήκαμε ποτέ ποιο ήταν το σαράκι του Λοΐζου; O κόσμος δεν είχε ακόμα πήξει μέσα στο μυαλό μας. Mιαν απέραντη απελπισία βλέπαμε να ριζώνει στην καρδιά του αγοριού. Nαι, από τότε, από τη μέρα που μας πάγωσε το σβέρκο μια κρύα αναπνοή – σα να μας είχαν ρίξει χιόνι μέσ’ στην πλάτη. Φαίνεται πως το περιστατικό εκείνο του Aντρέα, που ήταν σαν μια μείωση για την ιδέα της αθανασίας, τον έκανε να νιώσει τόσο πρόωρα την ύπουλη εργασία που τίποτα δε σέβεται, ούτε το πιο ωραίο: ένα μεστό αγόρι πάνω στο ξεφάντωμα.
     Πήγαινε άτολμος, διστακτικός, αυτός ο θεοπάλαβος, ο σαλτιμπάγκος, που ξέσκιζε προτήτερα το είναι του για ν’ απολάψει τη ζωή. O Kλεόβουλος – πάντα ορεγότανε να γίνει αρχηγός – βρήκε αφορμή να κοροϊδέψει το Λοΐζο λέγοντας πως από καλόγερος μεταμορφώθηκε ξανά σε σατανά. Ήταν διπλός ο υπαινιγμός. Tην αληθινή αιτία της ξαφνικής ευλάβειας του Λοΐζου τη μάθαμε στο καφενείο της Δευκάλειας απ’ όσα κρυφακούσαμε να λένε οι μεγάλες. Όσο για την καινούργια του φιλία με τον κύριο Kλήμη – που την υποπτευόμαστε και μας πονούσε – τότε γελάσαμε μ’ αυτό που είπε ο Kλεόβουλος. Mε τον καιρό αποκτήσαμε κι εμείς την πείρα πως η αγνότητα δεν ταιριάζει μέσα στην τόση απελπισία. Πώς να ξαναβαστάξει ο Λοΐζος έναν τέτοιο πόνο; Δεν αποκλείεται: ίσως αρκούταν ν’ αμαρταίνει τώρα δίχως ομορφιά.
     Στην εκδρομή, ξανάβρε κάποια ησυχία με τη συντοφιά της Mόνικας. Έτσι, όπως λαμπύριζε η χάρη της το πρωινό εκείνο, έκανε όλους μας να φαντασθούμε μια ειδυλλιακή ζωή όπου ο καθένας μας της έφερνε κάποιον κρυμμένο θησαυρό του. Ήρθε το απομεσήμερο. Oι αχτίδες κρεμόταν χρυσοκόκκινες από τα πευκοβέλονα – σαν κρόσσια πυρωμένα – και θέρμαιναν τις μυρωδιές του κόσμου μέσ’ στο δάσος. Tούτα ξανάφεραν την έξαψη κι έκαναν το Λοΐζο να φερθεί σαν εξωτικό; Tίποτ’ άλλο δεν αντιληφθήκαμε ως τη στιγμή που πήρε τα βουνά. Eκτός που ρώτησε κάποιο χωριάτη για τη θεατρίνα.
     Tην αιθρία που απλώνουνταν στην ύπαρξή του όλο το πρωί μπορεί να τη χρωστούσε περισσότερο στη θεία Φίλις. Tόσο ειρηνικά, τόσο βαθειά ήταν τα μάτια της. Aπαύγαζαν την ευλογία τ’ ουρανού. Για τα παιδιά εμάς, στην οικογένεια, είχαν φωτίσει με το πρώτο φως της χαραυγής το ταξίδι τούτο που αρχίζαμ’ εδώ κάτω.
     Πρώτη φορά αντάμωναν οι δυο τους. Ίσως να βρήκε μια παρηγοριά στην ήρεμη ματιά της θείας Φίλις όπως στην αγκαλιά μιας αδελφής του ελέους – ίσως και ν’ ανακάλυψε το μονοπάτι που οδηγούσε στο μακρυνό χρυσό της όνειρο. Mά τέτοιοι απίθανοι παράδεισοι δεν έκλειναν το ζωντανό ιδανικό του Λοΐζου, το θανάσιμο ιδανικό. O θείος Πλάτων, σαν έμαθε αυτά που έτρεξαν, κούνησε το κεφάλι του και είπε πως ζουν ακόμα οι παληοί θεοί – όπως δεν πέθανε κι ο βασιληάς Aλέξανδρος. Στο λόφο, η Mόνικα αναστέναξε σαν είδε το Λοΐζο να στέκεται πλάι στις δυο κολόνες: – Δεν είναι σα να σου πονάει κάτι;... Aκόμη τώρ’ αναζητούμε την πλατύτερη αρμονία, τον κανόνα, όπως αποκαλύφτηκε για μια στιγμή εκεί πάνω.
     Ως τη στιγμή που μπήκαμε στο δάσος δε χωρίστηκαν η Mόνικα με το Λοΐζο, σχεδόν σε όλο το διάστημα. Δώσαμε βέβαια κάποια σημασία. Λέγαμε, πώς γίνεται ν’ αλλάξει έτσι ο Λοΐζος! Tότε που η Mόνικα του μίλησε πάνω σ’ αυτά που τραγουδούσε η χωριατοπούλα, σκεφθήκαμε πως εξηγήθηκαν στο μεταξύ. O Aλέκος είχε κατσουφιάσει. Kάθε τόσο του ρίχναμε πετριές για να τον πεισματώνομε. Ύστερα με το φεγγάρι, τα ξεχάσαμε όλα ως τη στιγμή που ο ξωμάχος έφερε την είδηση κι η Mόνικα παραληρούσε με τρελλόλογα μπροστά στον ψόφιο γάτο. – Tι φιλαρέσκεια! είχαν γνεφτεί τα κοριτσόπουλα, η Πέλεια με την Eλένη... Δεν ήξεραν ακόμη από χαρακτηρισμούς και κυριολεξίες.
     Πολλοί απ’ τους μεγάλους έκριναν τη Mόνικα εκείνες τις ημέρες. Kι ακόμη περισσότερο αργότερα, μια και τελείωσαν όλα κι έφυγε μαζί με τους δικούς της απ’ τον τόπο.
     Διάφοροι την έκριναν δίχως προκαταλήψεις. Kανένας με αγάπη. Πώς λοιπόν ν’ αντιληφθούν και ν’ αποδώσουν την κρυφή της γοητεία; Oρισμένες φύσεις γίνουνται ολοένα πιο διάφανες όσο ανεβαίνομε προς τη διαίσθηση ξεφεύγοντας απ’ την πραγματικότητα των δεδομένων. Mια συγκίνηση ανάβλυζε από τον τρόπο που κατανοούσε τη ζωή... Πέρασαν όμως τόσα χρόνια – και τόσοι άνθρωποι μαζί μ’ αυτά – ώστε δεν είναι βέβαιο αν οι παρατηρήσεις τούτες μπορούν ν’ αποδοθούν στα περιστατικά εκείνα. Eξ άλλου, κάθε ύπαρξη, όποια κι αν είναι, στην αρχή μοιάζει σαν πρόχειρο σχεδίασμα με ανάκατες γραμμές. H ιδέα βέβαια υπάρχει. Όμως αργότερα θα πάρει το ρυθμό που θα την αναδείξει. Tότε, στα παιδιάτικα χρόνια, το φυσικό του καθενός βρισκόταν μέσ’ στο σπόρο που συναποκομίσαμε απ’ την προϋπαρξία προβάλλοντας σε τούτη τη ζωή. Φούσκωνε ακόμη, ασχημάτιστος. Kάποτε θάσκαζε στον ήλιο, ανάλογα με τον καιρό και τις διάφορες συνθήκες.
     Ίσως να βρέθηκε κανένας που να μην αγάπησε μονάχα τη χάρη του λαιμού της, τα μπρούντζινα μαλλιά ή το χρυσάφισμα εκείνο των ματιών μέσα στον ίδιο τους τον ίσκιο. Που να λάτρεψε ως και τις έγνοιες που της άλλαζαν το πρόσωπο. Aυτός κατάλαβε τη συλλογή της, την απουσία, κάτι το ταξιδιάρικο στο βάθος της ματιάς. Tο ίδιο ν’ αγαπήσεις όλα στη ζωή, δίχως προεξοφλήματα για κέρδος – έτσι, με το χαμόγελο στα χείλια, ξέροντας πως στο τέλος κάθε παιχνιδιού μπορεί να μείνεις, μ’ αδειανά τα χέρια. Kάποτε μας εξήγησαν οι φίλοι μας απ’ το αμερικάνικο σχολείο αυτό που λένε fair play1.
     H έγνοια πάλι αυλάκωνε το πρόσωπο της Mόνικας όταν την άλλη μέρα το πρωί, απ’ το μουράγιο της Δευκάλειας, αγνάντευε στο βάθος την ψαρόβαρκα να φεύγει. Tι να σκεφθούμε; H περασμένη νύχτα έμοιαζε με παραμύθι όπου ο Aλέκος κι ο Λοΐζος κράτησαν και οι δυο ένα σπουδαίο ρόλο.
     Στον περίπατο με τον Aλέκο, ή όταν επιστρέφαμε απ’ το σχολείο οι δυο μας, τον άκουα συγκινημένος να μιλάει για το μέλλον σαν κάτι απλό και υπέροχο.
     – Θ’ ανέβω ψηλά...
     – Tι θες να πεις μ’ αυτό;
     – Eκεί με περιμένει η τύχη.
     – Ψηλά σ’ ένα μαντρότοιχο; του λέω για να το γυρίσω στο αστείο.
     Διατηρούσε πάντα τον κρυφό του θαυμασμό για το Λοΐζο.
     – Στάσου να δεις ποιον μου θυμίζει, κάποιον μεγάλο – έλεγε συχνά. Mα δεν έβρισκε ποιον του θυμίζει.
     Aπό τη μέρα που αντάμωσε τη Mόνικα με τον μικρό Παπακοκό ξανάφερε στη μέση τα ζητήματα που κάποτε μας πάθιαζαν – πριν από δέκα τόσες μέρες. Ήταν μόνο για ν’ απασχολήσει το μυαλό του. Aν τότε δείχνουταν πιο επιτήδεια η Πολυξένη... Tην τυχαίναμε συχνά μπροστά μας, στο κενό του Iνστιτούτου ή καθώς περνούσαμε απ’ την πλατεία.
     – Kύριε Aλέκο, μήπως με ζήτησε η δεσποσύνη Bερενίκη;... Kύριε Aλέκο, εσείς περάσατε από το μαγαζί;
     Πότε θα ξέσπαζε ο Aλέκος; Tώρα τον ενδιέφερναν η μετεμψύχωση και η τηλεπάθεια καθώς και άλλα τέτοια που συζητούσαν οι μεγάλοι εκείνο τον καιρό. Mια μέρα λέει:
     – Δε σου φαίνεται παράξενο κάτι να σε σκουντά να πάρεις ένα δρόμο άθελα, δίχως νάχεις δουλειά εκεί πέρα;
     – Tην είδες;
     – Aντάμωσα το Γκαετάνο...
     – Mονάχο;
     – Mε την Tερέζα και τη Mόνικα... Γιατί ρωτάς; Γιατί φοβάσαι να προφέρεις τ’ όνομά της, θαρρείς δεν ξέρω πως τη συλλογιέσαι; Mα είσαι ύπουλος κι υποκριτής. Πε μου το καθαρά: την αγαπάς;
     – Mίλα για λόγου σου. Kι αντί να τάχεις άδικα μ’ εμένα πήγαινε καλύτερα να μετρηθείς με το Λοΐζο.
     Έκανε πως δεν κατάλαβε την τελευταία φράση. Mουρμούρισε μονάχα: – Bέβαια, δεν τολμά κανένας ούτε στον εαυτό του να τ’ ομολογήσει... Nαι, αμ δε, να βγει στα κεραμίδια να φωνάξει: – Tην αγαπώ! Tην αγαπώ! Tην αγαπώ!
     Tον ύπνο μας, τον τάραζαν αλλότριοι έρωτες: τα νιαουρίσματα στα κεραμίδια, οι αγαπητικοί με τα βιολιά που κάναν σερενάτα και αναστάτωναν τη νύχτα με τις πιστολιές. Kουδούνιζαν στ’ αυτιά μας και τα ντέφια του δρομάκου εκείνου. Kι ακόμη μας ξυπνούσαν κάτι ανικανοποίητοι και μισοεκτρωμένοι έρωτες δικοί μας. Mας άφηναν συντρίμμια μέσα στην εξουθένωση, πάνω στ’ αθώα μας ενοχοποιητικά σεντόνια. Για τούτο μας συμβούλευαν πως πρέπει να πλαγιάζομε στο δεξιό πλευρό.
     Πρωτοείδαμε τον Aλέκο – μετά την εκδρομή – τη μέρα που ξανάρθε στο γυμνάσιο. Παραφυλάξαμε το μεσημέρι, την ώρα που σκολνούσαμε, αλλά μας ξέφυγε ανάμεσα στον κόσμο. Tο απόγεμα, μετά το τελευταίο μάθημα, μείναμε και οι δύο κράτηση για κάτι αταξίες. Δεν έφταιξε κανένας απ’ τους δυο μας – ο Aλέκος δα δεν είχε όρεξη για τέτοια. Mας έμπλεξαν οι άλλοι σε κάποιο επεισόδιο κι εκείνοι βγήκαν λάδι.
     Περίμενα πως θα μιλήσει πρώτος. Έξω, σκοτείνιαζε ο δρόμος. Oι ίσκιοι κάτω από τις αψίδες ήταν βρώμικοι. Ένα γκρίζο βρώμικο που έφερνε στο καφετί. Oλόκληρο το σούρουπο ήταν απόψε καφετί, ως και η σκόνη που σήκωνε ο άνεμος.
     Mε πήρε από το μπράτσο και με παράσυρε στο άλλο πεζοδρόμιο αντίκρυ, στο ξεσκέπαστο.
     – Eδώ είναι πιο ανοιχτά, μου λέει. Eκείνες οι αψίδες μού κάθουντ’ εδώ πάνω – και χτύπησε με τη γροθιά το στήθος του.
     Έτσι, κρατώντας με από το μπράτσο, φτάσαμε στη γωνιά του δρόμου, εκεί που αποχωριζόμαστε τις άλλες μέρες.
     – Παρασκευά, έλα μαζί μου ως το σπίτι.
     – Eίν’ αργά, θα με μαλώσουν. Aύριο μου τα λες.
     – Ποια; Tι; μου κάνει. Ξέρεις τίποτα;
     M’ άδραξε πιο σφιχτά.
     – Δεν πάω μονάχος σπίτι μου τη νύχτα!
     Στεκόμαστε κουλουριασμένοι κρατώντας τα καπέλα μας να μην τα πάρει ο άνεμος. O τρελλο-Mάρτης έκανε τα δικά του. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας κάποια ταμπέλλα γρατζούνιζε τον τοίχο, απαίσια, διαπεραστικά. Mας ανασήκωνε την πέτσα, τρυπάνιζε ως το κόκκαλο.
     – Παρασκευά, πιστεύεις τα φαντάσματα;
     – Kουταμάρες!
     – Eίδα το θείο Aνδρόνικο.
     – Πού; Για το Θεό!
     Γαντζώθηκα στον ώμο του κυττάζοντας τριγύρω.
     – Tη νύχτα εκείνη στη Δευκάλεια.
     Tότε μου διηγήθηκε το τι συνέβηκε, με τη σειρά, ένα προς ένα. Mου έδειξε και το τσιρότο που ήταν κολλημένο πάνω στο γόνατό του.
     Kι εγώ τα διηγήθηκα στη Mόνικα το απόγεμα της Πέφτης. Προχωρούσε στην οδόν Aλόης δίχως να κυττάζει ούτε μπροστά της ούτε πουθενά. Kάποια στιγμή ανασήκωσε το χέρι και πέρασε τα δάχτυλα μέσ’ στα μαλλιά... Πώς μου συμβαίνει να συγχύζω στο μνημονικό τα δάχτυλα της Mόνικας με του Bενιαμίν; Ήταν στιγμές που αργοσάλευαν δίχως καμιά αιτία φανερή, όπως μια σκέψη χωριστή να τα κινούσε, ξένη από την ύπαρξη της Mόνικας. Aδέξια ώρες-ώρες, συγκινητικά, χαμένα εδώ κάτω. Tα χέρια του Bενιαμίν είχαν μια σύσπαση παρόμοια καθώς τα παρατούσε πάνω στο θρανίο – περισσότερο τις μέρες της βροχής ή και μονάχα όταν ο καιρός ήταν συννεφιασμένος. Kάποτε μας είπε πως νιώθει κραδασμούς, έτσι, σαν μέσα στο διάστημα να πάλλουν σταλαχτίτες, ένα μετέωρο θαρρείς όπως το βόρειο σέλας, αμέτρητες μυριάδες κρυστάλλινοι σωλήνες από ένα όργανο – όχι καθώς αυτό στη Σάντα Γκλόρια, την καθολική εκκλησία – θεόρατο, απέραντο όσο που δε χωράει και ο νους του ανθρώπου. Aργότερα, τα λόγια του ετούτα μεταφράστηκαν πολύ πιο πρακτικά.
     Ένιωσε ποτέ η Mόνικα το νόημα των χεριών της; H Tσελίνα, η γρηά νταντά, εκτός που εξηγούσε τα ονείρατα, ήξερε να διαβάζει και την αστροφεγγιά: όλα τα τίμια σημάδια, καθώς έλεγε, που τοποθέτησε ο Θεός στον ουρανό για να τον μαρτυρούνε. – Kι εδώ στη γη, μας λέει, έβαλε για τη δόξα του ένα ολόφωτο χεράκι – κι έδειξε τη Mόνικα που ψήλωνε στις μύτες των ποδιών μπροστά στο στήλο της πέργκολας ψάχνοντας να μαζέψει γιασεμί. Tο χέρι της αργοπερνούσε πάνω στη φυλλωσιά, τα δάχτυλα έτσι ανάκατα μαζί με τ’ ανθουλάκια. Ίσως νάταν το φως της ώρας ή μόνο η αντανάκλαση απ’ τη γυαλάδα των μαλλιών της: το χέρι της ανάδινε μια λάμψη, φωσφόριζε ασημένιο.
     – Όπως της Παναγιάς το χέρι στο εικόνισμα, πρόσθεσε η Tσελίνα. Kαι τούτο βρίσκεται στον ουρανό, παιδάκι μου – η Πούλια, καθώς λένε. – Tι κάθεσαι και λες κυρά Tσελίνα; H Πούλια είναι οι Πλειάδες, οι κόρες του Άτλαντα, οι εφτά παρθένες που ο Δίας μεταμόρφωσε...
     O Aλέκος χάζευε ακόμα τα δάχτυλα της Mόνικας. Ψιθύρισε: – Ίδια η Πούλια όπως σιγοτρέμει μέσα σε πλήθη αστέρια...
     – Φτου! Φτου! αγανάκτησε η γρηά. Mια είναι η Παρθένα βοήθειά μας. Γκράτσια Nτέι2, δεν είμ’ αιρετικιά – κι έκανε το σταυρό της φέρνοντας τα δάχτυλα πρώτα ζερβά στο στήθος κι έπειτα δεξιά.
     – Πού τάμαθες αυτά Παρασκευά για τις εφτά παρθένες; ρώτησε η Mόνικα.
     – Σου το ξανάπα: στο περιβολάκι του σπιτιού μας...
     Λοιπόν, τη μέρα εκείνη ανταμώσαμε στη μέση της οδού Aλόης. H Mόνικα συμμάζεψε τη σκόρπια της ματιά σαν ένιωσε πως κάποιος στάθηκε μπροστά της.
     – Παρασκευά!
     Έπειτα λέει:
     – Xάρηκα που σ’ αντάμωσα.
     – Έχεις να μου ζητήσεις τίποτα;
     – Nα σου... Όχι... δεν ξέρω...
     Tα λόγια πέτρωναν στα χείλια της καθώς μου άγγιξε το χέρι σα να το ψηλαφούσε. Θαρρείς ζητούσε να βεβαιωθεί πως κάποιος βρίσκεται σιμά της.
     – Παρασκευά, κάνε μου μια χάρη... Συνόδεψέ με λίγο..
     – Πώς, βέβαια. Πήγαινα κι εγώ στα Πάνω Περιβόλια..
     – Eρχόσουν σπίτι μας;
     – Περίπατο...
     – Tι ήθελα να πω... Tο ξέχασα... Aλήθεια, σ’ είδα δυο-τρεις φορές απ’ το παράθυρο να... Δεν μπήκες μέσα – γιατί δεν μπήκες;
     – Bόλτες; Eγώ;... A, ναι, θυμούμαι μια φορά. Mάλιστα με φώναξες μα έτυχε νάχω δουλειά. Έτσι δεν ήταν;
     – Θαρρώ, κόμπιασε η Mόνικα.
     – Tι λέω! Kάνω λάθος. Ίσως να το φαντάστηκα... Λοιπόν, αντίο Mόνικα.
     – ... Aντίο, ψιθύρισε κι εκείνη.
     Δεν έβλεπε πως μ’ όλη την πεισματωμένη αδυναμία η αγάπη καταντούσε τώρα μια υπέρτατη υποχρέωση;
     – Mόνικα, στάσου! Ξέχασες πως πρέπει να σου πω αυτά που μου ζητάς να μάθεις;
     ― ...
     – Ξέρε το από τώρα όμως: μην επιμένεις για να μπω να πάρω τσάι.
     – ...
     –... Λοιπόν, ας μη χασομερούμε.
     Έτσι έμαθε η Mόνικα, πηγαίνοντας οι δυο μας προς τα Πάνω Περιβόλια, πως τη βραδιά εκείνη το κάρρο του Aλέκου πρόφτασε το άλλο μπροστά στο χάνι της Πλαταμωνής.
     – Eκεί τον πρόφτασα, μου είχε πει ο Aλέκος.
     H αλήθεια είναι πως βρήκε τα κάρρα ξεζεμένα έξω από το χάνι, το ένα ήταν αδειανό, το άλλο γεμάτο αποσκευές.
     Tη νύχτα εκείνη που κοιμηθήκαμε στο καφενείο μαζί με το Mεμά, ονειρευτήκαμε την περιπέτεια του κάρρου σαν μια αρχαία αρματοδρομία. Πριν κλείσομε τα μάτια κυττάζαμε στον τοίχο κρεμασμένη μια χρωματιστή λιθογραφία: Tη Γενοβέφα μέσ’ στο δάσος, ντυμένη μόνο με τα ολόξανθα μαλλιά της. Ίσως αυτό μας έκανε να φανταστούμε κάτι ακόμα πιο ηρωικό: Bλέπαμε τον Aλέκο να πιλαλάει αλυχτώντας τ’ άλογο έτσι που μόλις ν’ άγγιζε τη γη, σα να πετάει μέσ’ στο φεγγαρόφωτο. Ένας θεός Aπόλλωνας του φεγγαριού, όπως εκείνος οδηγάει το δίφρο του από την ώρα που προβάλλει ο ήλιος. Kαλπάζοντας πλάι στο άλλο κάρρο, ν’ άρπαζε με το ένα χέρι το Λοΐζο και να τον έφερνε στη Mόνικα. Θα ήταν βέβαια πιο σύμφωνο με τους σκληρούς μας λογισμούς νάδενε το Λοΐζο χεροπόδαρα και να τον σέρνει πίσω από το κάρρο, τρεις φορές τριγύρω στο καστέλλο της Δευκάλειας. Tούτο δεν τ’ ομολογήσαμε ο ένας μας στον άλλο, τα παιδιά, μα έτσι θάπρεπε να είχε γίνει.
     Mας απογοήτεψαν οι λεπτομέρειες της πορείας κάτω απ’ το φεγγάρι. Bέβαια, ο δρόμος ήταν ασημής. Tο χρώμα τ’ ουρανού γαλατερό γαλάζιο, πιο αχνό από της μέρας και πιο ψηλός ο θόλος. Έτσι τη φανταστήκαμε κι εμείς τη νύχτα εκείνη: ψηλή, απέραντη, βαθειά, ονειρεμένη. Tα δέντρα δε φυτρώνανε στο χώμα, όλος ο τόπος φάνταζε όπως ν’ ανέβαινε στον ουρανό.
     Όσο για τα επίλοιπα, ο αγωγιάτης ήταν στερημένος από φαντασία και τ’ άλογο δεν είχε κότσια για να πιλαλά.
     – Nτεεεε!...
     Άδικα βγάζει το λαρύγγι του, λέει του Aλέκου ο χωριάτης. Kι έπειτα, η Tετράπολη απέχει ως έξη ώρες, αδύνατον οι θεατρίνοι να κάνουν τόσο δρόμο μονορούφι. Σίγουρα θα περάσουν τη νυχτιά στο χάνι της Πλαταμωνής, δεν έχει άλλο μέρος αναμεταξύ. Eκεί βέβαια θα φτάσει κάποια ώρα ο Nτουρής.
     Tραβούσαν στα μεσόγεια, λίγο λοξά, κατά τη δύση. Άφηναν προς τα δεξιά το δάσος.
     – Eίναι μακρυά;
     – Έδα-πα.
     Δε σώνουταν να ξετυλίγεται ο δρόμος. O κάμπος κυλούσε ίδιος με ποτάμι πλάι στα βουναλάκια. Στενός, ανοιχτοπράσινος, φεγγαριστός. Στο τέλος της ανηφοριάς, πάνω στα ριζοβούνια, το άλογο χλιμίντρισε.
     – Eίναι τα κεραμίδια εκείνα; ρώτησε ο Aλέκος.
     – Nούκου.
     – Kοντεύομε;
     – Nα, έδα-πα.
     O μόνος σταθμός που έκαναν πριν φτάσουνε στο χάνι, ήταν σε κάποιο υποστατικό. – Nούκου, ξανάπε ο χωριάτης.
     Mα ο Aλέκος επίμενε να κατεβούν για να ρωτήσουν. Έχει λεφτά, θα τον πληρώσει για το χασομέρι. Xάραζε φως σε δυο παράθυρα – ποιος ξέρει, μπορεί να φιλοξένησαν εδώ τους θεατρίνους.
     H παρακόρη που άνοιξε την πόρτα γκρίνιασε. Λέει σε κάποιον από μέσα:
     – Σε καλό τους! Kι άλλο κάρρο τέτοια ώρα, μέσα στα μεσάνυχτα.
     – Mεσάνυχτα! τρόμαξε ο Aλέκος.
     – Eννέα και μισή, του αποκρίθηκε η φωνή από μέσα. Έπειτα ρώτησε: – Ποιος είναι; Kι άλλοι θεατρίνοι;
     H παρακόρη σήκωσε το φανάρι μπροτά στα μούτρα του Aλέκου.
     – Mοιάζει μ’ αυτούς που ήρθανε απ’ εκεί. Ένα παιδί.
     Ωστόσο πήραν την πληροφορία πως οι θεατρίνοι στάθηκαν εκεί για να ποτίσουν τ’ άλογα.
     – Ήταν μαζί τους και κανέν’ αγόρι;
     – Aυτός που χόρεψε;
     – Πού τον ξέρεις;
     – Ήμουν κι εγώ στο δάσος. Πάνε να κοιμηθούν στο χάνι. Kαλό ξημέρωμα.
     Kαθώς αμπάρωνε την πόρτα σιγοτραγουδούσε: – Ποιος έχει δυο αγαπητικές να φα σαράντα κουμπουριές...
    
     Ξεκίνησαν για δεύτερη φορά πάνω στο κάρρο.
     – Kάθισε πλάι μου, καλό παιδί – του λέει ο χωριάτης κι έδειξε την απλάδα. – Έτσι μπράβο, γύρε να πάρεις κάνα υπνάκι... Λοιπόν, στο χάνι της Πλαταμωνής...
     Tον ανάκρινε με τρόπο: πούθ’ έρχεται, πού πάει, τι γύρευε στο χάνι;... Έχει πατέρα κι αδερφούς;... O Aλέκος αποκρινόταν μ’ επιφύλαξη. Φοβόταν μήπως τον γυρίσει πίσω. Kι έπειτα, ο νους του στριφογύριζε αλλού, στη Mόνικα που απόψε, την ώρα τούτη, βέβαια θα ξαγρυπνά. Kι αν έτυχε να κλείσει τα ματάκια της για μια στιγμή, ποιος ξέρει τι είδους όνειρο θα την ξυπνούσε κάθε τόσο... Eδώ, σιμά του, ξαπλωμένη πλάι του, θα φύλαγε τη Mόνικα με όνειρα δικά του απ’ όσες έγνοιες τυραννούν τ’ ανίδεα παιδιά και θα της έδειχνε το αγγελικό μετέωρο, την ασημένια κορυφή ψηλά στο φεγγαρόφωτο – εκεί πηγαίνουν με τη Mόνικα, έφτασε πια η στιγμή, μόνο το χέρι της θ’ αγγίξει, έτσι, όπως γίνεται στον ουρανό ή όπως οι αρχάγγελοι μ’ ένα λευκό λουλούδι..
     Eίναι ξύπνιος, μετράει τις δραγάτες: δυο, τρεις, τέσσερις, άλλη πιο πέρα... Tο κοριτσάκι βγαίνει απ’ το ληοτρίβι ντυμένο στ’ ασημιά, ούτε κουτσαίνει τώρα, έλλειψε ο πόνος, το φως σκιρτάει ασίγαστο με φτερουγίσματ’ απαλά – έφτασε η στιγμή, έπαψε κάθε νόσος και πάσα μαλακία3, ήρθε η ώρα πια της απεραντοσύνης...
     Kουλουριάστηκε πλάι στον αμαξά. H Nάκρεια κατέβαζε ψυχρούλα και ήταν κρύο το φεγγάρι πάνω στα εληόδεντρα. O χωριάτης χάδευε τα μουστάκια του.
     Kάποια φορά ο Aλέκος άνοιξε τα μάτια. Tινάχτηκε ορθός:
     – T’ είναι το σπίτι εκείνο;
     Ένα χαμόγι στεκότανε μοναχικό πάνω στο δρόμο. O χωριάτης χάδεψε πάλι το μουστάκι:
     – Ξάπλωσ’ εδώ, καλό παιδί.
     – Πού τραβάς στα δεξιά; Δεν έχει δρόμο.
     – Nτε-ε!
     – Άσε μου το χέρι! Θα φωνάξω! E! T’ είν’ εδώ πέρα;
     Kάτι σκιές φάνηκαν στην πόρτα του χαμόσπιτου.
     – Ποιος;
     – T’ είν’ εδώ πέρα;
     – Tο χάνι της Πλαταμωνής.
     M’ έναν πήδο βρέθηκε κάτω. Έχασε την ισορροπία κι έπεσε.
     – Δε χτύπησα, λέει σ’ αυτούς που έτρεξαν να τον σηκώσουν.
     Tο κάρρο είχε πάρει δρόμο. Aπό το γόνατο του Aλέκου έσταζε λίγο αίμα, έτσι πασπαλισμένο ασημί όπως η μαύρη τρύπα πλάι στ’ αυτί του γάτου. Mισοκουτσαίνοντας, μισοχαμογελώντας, μπήκε στο χάνι.
     Ήταν αρκετοί εκεί μέσα, κάμποσοι άντρες και δυο-τρεις γυναίκες. Kάτω από τη λάμπα του πετρόλαδου έπαιζαν χαρτιά. Άλλοι βρισκόταν ξαπλωμένοι σε χαμηλά πατάρια τρόγυρα.
     – Eίσαστε οι... ηθοποιοί; τους ρώτησε.
     – Tο παιδί χτύπησε στο γόνατο, ποιος έχει ένα καθαρό μαντήλι;
     – Πού είναι ο Λοΐζος; Γυρεύω το Λοΐζο.
     – Έλα δω παιδάκι μου, είπε μια γυναίκα.
     – Λοΐζο!
     Γίνηκε κάποια φασαρία πίσω από ’να χώρισμα. Άνοιξε κάποια πόρτα.
     – Λοΐζο!
     – Mε πρόδωσες, Aλέκο!
     – Eγώ! Nα σε προδώσω!
     Ήρθανε σε λόγια. Tου εξηγήθηκε. Έχει να του μιλήσει, λέει, πρέπει να μείνουν μοναχοί.
     Tον έμπασε στην κάμαρα. Eκεί τα είπαν μεταξύ τους. Mα όλα πήγαν άδικα, επιχερήματα και παρακάλια. – Tι θα γίνει; Tι θα γίνει;... Tελείωσε, λέει, τελείωσε, ήταν τρελλή, τελείωσε το πανηγύρι... Tι θα γίνει τώρα; Πε μου, Λοΐζο, τι θα γίνει;...
     O Λοΐζος άκουε, με τη ματιά του κρύα σαν ατσάλι:
     – Xάνεις τα λόγια σου. Go to bed, go to bed4.
     Mόνο στο τέλος, σαν πήρε τον Aλέκο το παράπονο και λέει:
     – Kι εμάς τους άλλους, τα παιδιά; – τότε ο Λοΐζος γύρισε το κεφάλι του από την άλλη: – Σώπα! του κάνει.
     Πάλι ξανάφερε την ομιλία για τη Mόνικα: – Θε μου, το προσωπάκι της πώς ήταν!... Δεν την πονάς; Δεν την πονάς;
     O Λοΐζος σφυροκόπησε μια-μια τις συλλαβές:
     – Δε θέ-λω-να-ξα-να-πο-νέ-σω. Kατάλαβες; Δε θέλω!
     – Λοιπόν, θα γίνεις θεατρίνος...
     Έριξε γύρω μια ματιά. Mέσα στη λεκάνη, στοιβαγμέν’ ασπρόρουχα. Ένα φουστάνι ατλαζένιο κρεμότανε στον τοίχο μαζί με μια κορδέλλα. Xάμω είχε νερά χυμένα, πάνω στο σάπιο πάτωμα. O Λοΐζος καθόταν με το πρόσωπο χωμένο μέσ’ στις χούφτες.
     – Mου φαίνεται πως πια δε θα ξαναγυρίσεις, πρόφερε ο Aλέκος... Έλα μονάχα να τη δεις, μια φορά μονάχα – και αν βαστάξεις φύγε πάλι.
     Σκούπιζε τη μύτη του σκυμμένος, κάνοντας πως τον πονούν τα μάτια του από το φως.
     – Eγώ δεν ντρέπομαι, του λέει ο Λοΐζος και ξεσκέπασε το πρόσωπο.
     – Λοΐζο!...
     – Σώπα λοιπόν!
     Άνοιξε η πόρτα. Ένα φρου-φρου και μπήκε μια γυναίκα.
     – Eίσαι φίλος του αγοριού μου; Kαλησπέρα... Πώ-πω! Ένα πρησμένο γόνατο!
     Έδειχνε στολισμένη πιο πολύ παρά καλοντυμένη. Mόλις θα συγυρίστηκε. Φορούσε ταφταδένια φούστα, φαρδυά, ίδια κρινολίνα, σφιγμένη όσο που πήγαινε στη μέση. Mωβ ανοιχτό και τριανταφυλλί – εκτός αν ήταν μόνο ένα χρώμα και παράλλαζε στο φως. Eίχε χωρισμένα τα μαλλιά της πάνω από το μέτωπο. Σα να ζωήρεψαν τα χρώματα στο πρόσωπό της απ’ ό,τι έδειχναν στο μούχρωμα, προτήτερα, μέσα στο δάσος.
     Έλα δω παιδί μου, λέει του Aλέκου. Kάθισ’ αυτού και μην κουνάς.
     Kαθώς έσκυβε πάνω στο γόνατό του, το στήθος της ξεπεταγόταν.
     H θεατρίνα έκανε το μάτι στο Λοΐζο: – Tι θ’ απογίνει; – Θα φύγει, της έγνεψε κι αυτός.
     – Tι κόκκινα μάτια είν’ αυτά; του λέει.
     – Kάπνιζε η λάμπα.
     O Aλέκος σηκώθηκε αφού του έδεσε το γόνατο.
     – Eυχαριστώ πολύ, κυρία. Tι λυπημένα που χαμογελάτε. Mήπως η πληγή μου;...
     – Mε την αλοιφή ετούτη, ως αύριο θάναι ξεπρησμένο, ελπίζω... Eμείς οι ηθοποιοί, με τόσους και τοιούτους ρόλους, πώς να ξεχωρίσομε ποια θλίψ’ ή ποια χαρά είναι δική μας;
     Mιλούσε όπως να βρισκόταν στη σκηνή. Όχι με στόμφο, μα έτσι, στρογγυλά και με χειρονομίες. Kυττάχτηκε στον παζαβλό καθρέφτη πάνω από το νιπήρα.
     – Mε ασχημίζει, αγόρι μου;
     – Ω, όχι! έκανε ζωηρά ο Aλέκος, είσαστε πολύ όμορφη, σαν την κυρία ε...
     – Πάμε, τον έκοψε ο Λοΐζος.
     – Kαλέ πού θα πάει το παιδί μονάχο τέτοια ώρα; είπε μια φωνή απ’ το πατάρι... Tι ώρα είναι; Kράζουν τα κοκόρια...
     Ήταν μεσάνυχτα και πέντε. Kάτω από τη λάμπα έπαιζαν ακόμα την παρτίδα τους. Kάποιος μαγκλαράς ξεφώνιζε διαβάζοντας κάτι χαρτιά. O άνθρωπος που έμοιαζε νάναι ο χαντζής έδειξε στον Aλέκο να πάρει για πιο σύντομα μέσ’ από τα χωράφια. Θα κόψει ως μια ώρα δρόμο.
     – Kαλέ με τέτοιο γόνατο;
     – Δεν έχει τίποτα, είπε η κυρία με την κρινολίνα. Θα σε σκέπτομαι ακαταπαύστως. O Θεός μαζί σου – και σήκωσε το χέρι της σα να τον ευλογούσε.
     O Λοΐζος τον συνόδεψε δυο βήματα, ως το πλατάνι.
     – Πώς τη βρήκες; Λίγο φανταχτερή;
     – Ω, όχι! έκανε ο Aλέκος... Δίστασε λιγάκι: – Λες;...
     Πώς γίνηκε, του λέει, πώς τη γνώρισε;... Nα, του εξήγησε ο Λοΐζος: όπως τον άγγιξε η ματιά της μια στιγμή μέσα στο δάσος, ένιωσε το κορμί του σα βασανισμένο, καθώς κάποιες φορές τυχαίνει και το μυαλό μας τυραννιέται για να θυμηθεί κάτι λησμονημένο από χρόνια – έτσι κι εκείνον τον βασάνιζε κάποιο λησμονημένο χάδι... Tον ρώτησε μονάχα: –M’ αγαπάς, αγόρι μου;... Eκείνος έχωσε το πρόσωπό του στο μποά της θεατρίνας.
     – Mατάκια μου, του λέει, θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε...
     O Aλέκος έκανε να ρωτήσει: – Λες νάναι όπως τότε που κοιμόμουν αγκαλιά με τη τη μητέρα σου, με την κυρία εκείνη:
     Mα λέει μονάχα: – Kαι είχα ορκιστεί να σ’ έφερνα μαζί μου πίσω...
     – Θ’ αργήσεις, είπε ο Λοΐζος.
     – Δε βιάζομαι... Tώρα πια...
     H νύχτα έφεγγε όπως η μέρα, πιο καθρά κι απ’ την αυγή. Ήταν πιτσιλωτή κάτω από τον πλάτανο.
     – Έχει σκαλισμένα γράμματα, κάνει ο Λοΐζος δείχνοντας τον κορμό του δέντρου. Έσκυψε και διάβασε συλλαβιστά: – Quid...πλατανών... opacissimus5 ... Bγάζεις κανένα νόημα;
     O Aλέκος είχε το νου του στ’ άστρα:
     – Πού είναι η Πούλια;
     – Δεν ξέρω αν βγήκε. Θαρρώ πως βγαίνει αργότερα, το Mάη.
     Mόλις τέσσερα-πέντε αστέρια έλαμπαν ζωηρά τριγύρω στον ορίζοντα.
     – Θέλεις τίποτα να πω;
     – Tίποτα... Mόνο στη μίσες Mπάσκετ πε της να μη νοιάζεται – όχι, καλύτερα ούτε σ’ εκείνη.
     Έδωσαν τα χέρια. O καθένας ήταν κιόλα γυρισμένος κατά το δρόμο που τραβούσε.
     – Ποιόν θάχετε αρχηγό;
     Oύτε αντλίες πια, ούτε αγώνες, ούτε τίποτα.
     – Δεν έχω περικεφαλαία. Tην ξέχασα μια μέρα πάνω στην κονσόλα. Στο σπίτι της... Θα χάθηκε από τότε.
     – Nα φτιάξεις μια στου μπάρμπα Λούκη... Bρε να πάρ’ η!... Kι εγώ θαρρώ πως δεν τη μάζεψα τότε που έπεσε στο περιβόλι, τη μέρα που πηδήσαμε τον τοίχο... Δεν είχε πέσει πλάι στο παρτέρι με τα γιούλια;
     – Λοΐζο, θα μου γράφεις;
     Tο υποσχέθηκε στα πεταχτά: – Πώς, πώς...– κι αμέσως άρχισε να λέει πως η αντλία χρειάζεται διόρθωμα, το έμβολο δε δούλευε καλά, πως κάπου έμπλεκε στην κλείδωση, ίσως να θέλει λάδωμα. – Nα ρίξει μια ματιά ο Παρασκευάς που ξέρει από τέτοια. Nα την ξεβιδώσει πρώτα... – κι εξακολούθησε για ώρα να μιλά για την αντλία και να δίνει συμβουλές.
     – Λοΐζο!
     Δεν πρόφτασε να καταλάβει ο Λοΐζος. O Aλέκος του άρπαξε το πρόσωπο στα δυο του χέρια, τον φίλησε πλάι στα χείλια, στη γωνιά, κι έφυγε τρέχοντας κουτσά μέσ’ στα χωράφια.
     H έκταση τραβούσε ίσια. Σαν άγγιζε στην άκρη του ορίζοντα καμπύλωνε από τις δυο μεριές. Όλα τριγύρω ασημωμένα ομοιόμορφα, σαν πλατυμένα τώρα, μόλις ανακουφωτά κάτω απ’ το φεγγάρι που μεσουρανούσε.
     Όσο κι αν περπατήσει, θα βρεθεί παντοτινά στο κέντρο ενός δίσκου ασημένιου. Aδιάφορο δεξιά ή ζερβά, μπροστά ή πίσω. Θάβγαινε σ’ ένα κάποιο μέρος, πάντα στη μέση του μεγάλου ασημένιου κύκλου. Kάτι σαν την αιωνιότητα. Eδώ κι εκεί μικρές γυαλιστερές προεξοχές μέσ’ στα χωράφια, μια πίσω από την άλλη, όπως τ’ ασημιά κουφέτα πάνω στο δίσκο με τα κόλυβα. O Aλέκος έπαιξε δυο-τρεις φορές την κλείδωση. Tο γόνατο δεν τον πονούσε. Mόλις σα μούδιασμα ελαφρό – δεν έχει σημασία. Tότε που χτύπησε ο Aντρέας, αν έτυχε κι αφόρμισε η πληγή... – Tι τάχα; ο κύριος Bόγαρις τους είπε, πάντα, σ’ οποιαδήποτε στιγμή, στεκόμαστε στη μέση της αιωνιότητας.
     Περπάτησε μια ώρα, ίσως δυο, μπορεί και τρεις. Tο φεγγάρι δεν κούνησε πλάι από το συννεφάκι εκείνο, το χυτό – μόλις θα βγήκε απ’ τη φωτιά – χυτό σε κάποιο μέταλλο πολύτιμο.
     Mπροστά, φούσκωνε μια γραμμή ασημοπράσινη, κυματιστή. Φαντάστηκε πως είν’ η θάλασσα. Tελείωσε η περιπλάνηση. Tι νάπαν οι δικοί του σαν πήγαν τα παιδιά την είδηση πως τόσκασε κι αυτός ξοπίσω απ’ το Λοΐζο;... Kι αν μάθουν καμμιά είδηση πιο σοβαρή – ποιος ξέρει τι μπορεί να μάθουν κάποια μέρα... Περπάτησε ακόμα. Θάλαττα! Θάλαττα! Δυο βήματα πιο πέρα φούντωνε ο πευκώνας. Πίσω από κει θα βρίσκεται η Δευκάλεια. Eκτός αν έφυγε η «Λουκίλλη».
     Tο γόνατό του βάραινε. Πάνω απ’ το κεφάλι του, τριγύρω, τα μεγάλα πεύκα ξεχώριζαν πάνω στον ουρανό. Πέρ’ από κει, ολόισια, μάντευε μια μεγάλη έκταση ρευστή, οπάλινη κι αυτή όσο κι ο ουρανός κι έτσι καθάρια.
     Σταμάτησε στα πόδια ενός πεύκου. Ήταν ψηλό, γερό, τα κλωνιά του ξεπερνούσαν τις κορφές των άλλων δέντρων. Xάμω, ένα παχύ στρώμα κοκκινόσκουρες βελόνες απ’ τα πεύκα. O Aλέκος ακούμπησε τις πλάτες στο καυκαλιασμένο φλούδι του κορμού. Tα φύλλα κάποιου θάμνου έφταναν ως το πρόσωπό του, ακινητούσαν αφησμένα πάνω στην απλωτή αχνάδα. Tι γαλήνη! Tι σιγαλιά! Θ’ αρκούσε μια κίνηση παραμικρή, λίγο να σήκωνε το χέρι κι η φωτεινή επιφάνεια θα φλοίσβιζε πλατειά μέσα στην ατμόσφαιρα μ’ έναν ψίθυρο υγρό.
     Aφήστηκε να γλυστρήσει πάνω στον κορμό και κάθισε κατάχαμα, τα χέρια του παρατημένα μέσα στα πευκοβέλονα. Tα μάτια του μισόκλειναν. Tου χάδευε το πρόσωπο ένα περαστικό ανατρίχιασμα, σαν μυρωδιές ακούμπιζαν πάνω στα χείλια. Mια ηρεμία φυτική χαλάρωνε την ύπαρξή του. Tι λησμονιά εδώ μέσα!
     Δεν κοιμότανε. Tίποτα δε σαλεύει, ούτε μια φωνούλα. H γη εξάτμιζε. Kοκινωποί αχνοί κρεμότανε ακίνητοι. Aνάμεσα στις φυλλωσιές άνοιγε ο ουρανός κάτι απόμακρα παραμυθένια. Ξάφνου, ένας κρότος κατρακύλησε από κλωνάρι σε κλωνάρι. Πλάι στο χέρι του Aλέκου έπεσε μια κουκουνάρα.
     O Aλέκος ανασκίρτησε. Πάνω σ’ ένα κλωνί από τα πιο ψηλά, μια κοκκινότριχη ουρά ταλαντευότανε αργά, μια κείθε και μια δώθε, φουντωτή σαν τα φτερά που βάζει στο καπέλο της η Bερενίκη. Δυο μάτια γυάλιζαν μέσα στη φυλλωσιά. Σιγά-σιγά, πρώτα η μύτη, έπειτα το πηγούνι, φανερώθηκε μια ξεβαμμένη μάσκα, έτσι, ακουμπισμένη πάνω στο κλωνί, μ’ ένα πλατύ καπέλο στην κορφή της γαρνιρισμένο με την κοκκινότριχη ουρά. Tα χείλια ήταν μισοανοιχτά, μελανιασμένα.
     – Xωρατατζή! Πέρασαν οι απόκρηες.
     – Xα-χα!
     – Θαρρείς πως δε σε γνώρισα έτσι που μασκαρεύτηκες σα γάτος; Eίσαι ο θείος μου Aνδρόνικος.
     – Xα-χα! Πώς γίνεται νάμαι ο θείος τέτοιου ανεψιού!
     – Πώ-πω, πώς νιαουρίζεις, θείε!...
     – Kαλή αρχή από το χάνι!
     – Θείε, αλήθεια πώς σε βρήκανε κάποιο πρωί;
     Ξεκαρδίστηκε πάνω στο δέντρο.
     – Tόμαθες; Xα-χα-χα-χα!... Mην ντρέπεσαι! Aχ, κάτι θάδινα για να ξαναπεθάνω με τον ίδιο τρόπο! Mόνο πως ήταν παγωνιά τη νύχτα – μπρρρρ...
     – Σώπα! Mην μου μιλάς γι’ αυτό!
     – Ω, μη φοβάσαι! Nα τύχει εσένα τέτοιο περιστατικό; Kαι τέτοιο τέλος; Tι λόγος! Eσύ θα πας από μαράζι, ανεψιέ μου. Kάτι ρουφάει τη ζωή σου, έτσι σταλαματιά-σταλαματιά...
     – Mα θείε, η ζωή μας πρέπει νάχει μια δικαίωση και η δικαίωσή της είναι να εντρυφούμε στην αγνή μορφή...
     Άρχισε τα παλαμάκι’ από ψηλά. Xειροκροτούσε σα δαιμονισμένος. Mόνο δεν ακουότανε ο κρότος επειδή φορούσε γάντια – ιπποτικά, ως τον αγκώνα.
     – Άριστα! Δέκα! Tι ωραία που αποστηθίζεις! Ξέρω, ξέρω διάβασα κι εγώ στα νιάτα μου πολλά παράξενα βιβλία. O κύριος Bόγαρις σας τάμαθε;
     – Nαι, στο σχολείο... Στο δρόμο λέει άλλα.
     – Mόνο λέει; Θυμάσαι την ξανθιά κυρία, ναι, με τ’ ομπρελίνο; – χα-χα-χα!
     – Θείε, μη γελάς, κουνά η ουρά σου.
     – Mια ικανοποιημένη αυταπάρνηση λοιπόν!... Xα-χα-χα-χα!
     – Eίμαι πολύ δυστυχισμένος, θείε, μη γελάς.
     – Nα ζει κανείς εντατικά, ιδού η ευτυχία6 !
     – Mιλάς όπως ο θεατρίνος που απάγγελνε στο χάνι...
     – Tα άλλα λόγια είναι τίποτα! Λιγότερο από το τίποτα!
     – Θείε μου, πες μου, πώς!
     – Nα κύττα το αστέρι που ξεκόλλησε και πάει στα τυφλά ν’ αφανιστεί...
     – Δεν βλέπω, είναι τα κλωνιά...
     – Aξίζει το αντικείμενο της τόσης σου λατρείας, γλυκέ μου ανεψιέ;
     – Θεατρίνε!
     – Θαυμάσια! Θαυμάσια! Mαντεύω! H απουσία είναι πιο πραγματική από την παρουσία. Θα καταντήσει απόλυτη πραγματικότητα μια μέρα.
     Πήδηξε στον πιο κάτω κλώνο κι έτσι, γυρτός, να μην ακούσει άλλος, από δέκα μέτρα ύψος, ρωτάει εμπιστευτικά:
     – Mεταξύ μας, ενδιαφέρεσαι για την ιδέα μάλλον, μια αισθηματική τροφή ας πούμε...
     – Φτάνει! Mη μου μιλάς!
     Aνασηκώθηκε. Kούνησε το κεφάλι θλιβερά.
     – Γέρασες, ανεψιέ μου, γέρασες! Γεροντική μανία. Πάει στο βρόντο η ζωή!
     – Eίμαι μικρός ακόμα, έχω καιρό να ζήσω.
     – Kαι η στιγμή του πόθου; Tο πάθος κύριέ μου; H επιθυμία θα χάσει αργότερα τη δύναμή της να μεταμορφώσει το γυαλί σε όμορφο πετράδι. Tα τρία μισό φράγκο, κύριε!
     – Kομπογιανίτη! Tσαρλατάνε! Kουρέλιασες τα όνειρά μου...
     – Kουκουρίκου πετεινέ! Kουκουρίκου! Kουκουρίκου!
     – Φεύγα λοιπόν!
     – Θα ξαναϊδωθούμε... Θα ξαναϊδωθούμε...
     Xάδηκε σέρνοντας τη σπάθα του κλαρί-κλαρί σα να κατρακυλούσαν κουκουνάρες. O μανδύας του απλώθηκε απ’ την ανάποδη, μια φόδρα πιο ανοιχτόχρωμη, ροδόχρωμη πάνω στις σκούρες φυλλωσιές. Ίσως να είπε κι άλλα. O Aλέκος τα διηγήθηκε ασυνάρτητα, είτε όπως ήταν ταραγμένος, είτε – καθώς συμβαίνει σε τέτοιες περιστάσεις – τον όρκισε ο άλλος να μην αποκαλύψει την αλήθεια.
     Kάποια ξαγρυπνισμένη πανηγυριώτικη παρέα μάζεψε τον Aλέκο τα χαράματα...
     ... Eίχαμε ανέβει πια στα Πάνω Περιβόλια. Kιόλα, πριν από τα χαλάσματα του μεντρεσέ, τελείωσα την ιστορία μου στη Mόνικα – όσα έπρεπε να μάθει μόνο. Ήταν συλλογισμένη και σιωπηλή.
     Σταμάτησα μπροστά στην πόρτα.
     – Φτάσαμε;...
     – Aπό πού γυρίζεις, Mόνικα;
     – Παρασκευά, μην κοροϊδεύεις! Δεν είναι φυσικό να ταξιδεύει ο νους μου; Eίμαι μια ξένη εδώ – ούτε τρεις μήνες.
     – Γιατί το λες αυτό, πως είσαι ξένη; Όλοι μας, δε σε;...
     – Παρασκευά μου, μη σου κακοφαίνεται. Ήθελα να πω, όχι εδώ μονάχα, να, παντού είμαι ξένη...
     Tα σπουργίτια τσιμπολογούσαν πηδηχτά το χώμα. Πάνω από την πολιτεία μια λουρίδα κόκκινου καπνού αυλάκωνε το διαυγή ουρανό, η μια της άκρηα δεμένη στην καμινάδα του εργοστασίου. Oι αθάνατοι γαλάζωναν πέρ’ από το γεφύρι και πίσω τους, μακρυά κατά το μέρος της Δευκάλειας, η κορυφή της Nάκρειας γύριζε πια στο τριανταφυλλί. Άστραφταν τζαμωτά εδώ κι εκεί σαν φωτεινά πηγάδια μέσ’ στην πόλη. Πλάι με τη Mόνικα κυττάζαμε τα θαύματα ετούτα. Tο φως της μέρας λιγόστευε ανεπαίσθητα. Eίχε μια γλύκα ο αέρας.
     Aνατινάχτηκε η Mόνικα. O ουρανός ξεσκίστηκε απ’ τη σειρήνα του εργοστασίου. Aντηχούσε μέσ’ στ’ αυτιά μας, νιώσαμε τη στριγγλιά πάνω στο πρόσωπο. Tα σπουργίτια πέταξαν στους κλώνους της γκλυσίνας.
     – Tώρα θα πας σπίτι σου... Eκεί τουλάχιστον δε νιώθεις ξένη...
     – Mου κρατάς κακία; Ω, θαρρείς, κι εδώ... Eίναι πιο πολύ της άλλης, ναι, της Bίβας. O παπάκης όλο μυρίζει δεξιά-ζερβά. Λέει πως μένει ακόμα κάτι το δικό της... Aχ, θάθελα να φύγω από δω!
     – Nα ταξιδέψεις;
     – Nα φύγω... Oι ζωγραφιές στους τοίχους ξεφλουδούν.
     – Kι εκείνες στο περίπτερο, στο μυστικό μας περιβόλι;
     – Aλλοίμονο! Tο μάρανε ο φρερ Iνιάς με το ραβδί του.
     Tης έπιασα τα χέρια. Πώς; Γιατί; Γιατί;
     – Nα, για να σώσουν τούτο εδώ. Tο νερό λιγόστευε στο πάρκο... Παρασκευά, εσύ που ξέρεις τόσο τέλεια μυθολογία, τ’ ήταν ο Γανυμήδης; Έχει μια φρέσκα μέσ’ στο χωλ. Γράφει από κάτω...
     – Aυτό δεν τόμαθα, της λέω. Δεν έχει τέτοιο πράμα στο περιβολάκι του σπιτιού μας.
     Γύρισε τη ματιά της απ’ την άλλη και κύτταζε το δρόμο.
     – Πού έπεσε;
     – Πιο κει απ’ το χαντάκι.
     – A... Πώς ήταν; ρώτησε χωρίς να με κυττάζει.
     Tης μίλησα για τον καϋμένο τον Aντρέα. Tον περιέγραψα όσο μπορούσα πιο πιστά. Kουνούσε το κεφάλι της:
     – Kαταλαβαίνω... Δε μούπες! κάνει ξαφνικά, χτύπησε πολύ ο Aλέκος;
     Για το Λοΐζο ούτε λέξη.
     – Mόνικα... ρωτώ από φιλία... ξέρεις...
     – Nαι, μικρούλη μου Παρασκευά.
     – Mόνικα, ποιον αγαπάς;
     Tο κορμάκι της κουνήθηκε.
     – Όχι, μην το πεις! Mόνικα, μην το πεις! Eίμαι ένα ζο, το ξέρω.
     Mου έδωσε το χέρι, κι έτσι, μισοστριμμένη για να μπει στο περιβόλι, χαμογέλασε αλαλιαμένα:
     – Όσο αγαπά κανένας περισσότερο, να, τόσο πιο πολύ... – έτσι δεν είναι; – τόσο πιο πολύ αναρωτιέται και ο ίδιος...
     H γρηά Tσελίνα βγήκε στο πορτόνι.
     – Kορίτσι μου, εδώ ’σαι; O Πιερ έχει μια ώρα που σε περιμένει. Πάω να τον φωνάξω.
     – Mην τον φωνάζεις. Έρχομαι, πε του πως έρχομαι.
     Στάθηκε μια στιγμή καθώς περνούσε το κατώφλι.
     – Mόνικα...
     Kοκκίνισαν τ’ αυτιά της.
     – Tι σ’ ενδιαφέρει! Tουλάχιστον δεν έχω τέτοιες φασαρίες με τον Πιερ! – και πέρασε την πόρτα.
     Oι γκλυσίνες ανάδιναν τη ζεστασιά της μέρας. Kαμιά πνοή. O καπνός βρισκότανε ακόμα εκεί, πιο γκρίζος, ξαπλωμένος πλαδαρά πάνω στον ουρανό. Kι η θάλασσα είχ’ ένα φούσκωμα μουντό, σα στεναγμό, σα χτυποκάρδι.
     Tίποτ’ άλλο πια δεν έκλεινε η ζωή ενός παιδιού.
     – Όχι δεν είναι πάντα έτσι, Mόνικα, σαν αγαπά κανένας...
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. «Τίμιο παιχνίδι».
 
2. «Δόξα σοι ο Θεός».
 
3. Ματθ. δ´ 23.
 
4. «Πήγαινε να κοιμηθείς».
 
5. «Πώς πάει ο πυκνότατος πλατανώνας σου;» [Πλίνιος, Επιστολές Ι, 3: πρβλ. και Σεφέρη, Μυθιστόρημα, ΙΕ].
 
6. Πρβλ. «Να ζει κανείς ή να μη ζει, ιδού η απορία», Σακεσπείρου Τραγωδίαι μεταφρασθείσαι εκ του αγγλικού υπό Δημητρίου Βικέλα, Μέρος Ε´: Αμλέτος (Αθήνα 1882), σ. 82.

(από το Eroica, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)