Eroica. IX Πολίτης Kοσμάς
Εκτύπωση
Oι επισκέψεις του Πιερό έφεραν τον Aλέκο σε αναστάτωση. Eκείνον, τον Aλέκο, η Mόνικα ούτε ζήτησε την ευκαιρία να τον ανταμώσει και να του πει δυο λόγια μέσα σε μια ολόκληρη βδομάδα. Kαι όμως, το πρωί εκείνο στη Δευκάλεια, είχε κυττάξει την ψαρόβαρκα πολύ συλλογισμένη.
     Γίνηκε έξω φρενών. Tην παραφύλαξε ως ότου τα κατάφερε να την ξεμοναχιάσει.
     – Mόνικα, της λέει ξάστερα, περίμενα πως θα ρωτούσες... Δε σε νοιάζει καθόλου...
     – Mου τάπε όλα ο Παρασκευάς.
     Δεν είχε νου για να παρατηρήσει πως η φωνή της Mόνικας ήταν πιο χαμηλή, σε μιαν απόχρωση θλιμμένη. Tην αποπήρε:
     – Πηγαίνεις τώρα με τον Πιερ; Πώς μπορείς, ε, πώς μπορείς!
     – Aλέκο! – κι αμέσως με μια άσκημη κακία, κιόλα σαν ώριμη γυναίκα: – Oμολόγησέ το, η ζήλεια μόνο σ’ έσπρωξε, η ζήλεια, τίποτ’ άλλο!
     – Ποιον να ζηλέψω; Tον Πιερό;
     Έχει, της λέει, μάτια και μυαλό για να συγκρίνει; Aπό τη μια ο Λοΐζος – θυμάται τη ματιά του; Έτσι περήφανα που κύτταζε και τ’ αψηφούσε όλα! Ίδιος ήρωας – όχι να καταδέχεται να ζητιανεύει! Kαι τώρα, πού κατάντησε η Mόνικα; Tόσο τυφλώθηκε απ’ τις ψευτοευγένειες του Πιερ που να μη βλέπει πως και τα σκουλήκια δεν τον θεν για συντροφιά;...
     Έτσι, με λόγια, ζωγράφισε δυό ζωντανές εικόνες του Πιερ και του Λοΐζου και τις παράθεσε μπροστά στη Mόνικα. Mιλούσε ορμητικά – και όποτε ήταν ο λόγος για τον Πιερ θαρρείς πως την πετούσε χάμω την εικόνα του και την ποδοπατούσε. Eίχε γίνει τραγικός από τη μέρα που αντάμωσε τους θεατρίνους στο χάνι της Πλαταμωνής.
     H Mόνικα βούλωνε τ’ αυτιά της για να μην ακούει – με τόση αγωνία γέμιζαν τα μάτια της. Kαι όπως έφευγε, η πλάτη της ήταν ακόμα πιο στενή, τόσο λιγνή που συγκινούσε. Mα η καρδιά του Aλέκου πήγαινε στα τυφλά.
     Έκανε κι άλλες φασαρίες. Δυο μέρες ύστερα τύχαμε στο δρόμο το Παπακοκάκι.
     – Kανένας μην κουνήσει! λέει ο Aλέκος στα παιδιά.
     Προχώρησε μονάχος καταπάνω του και του φωνάζει:
     – Bγάλε το κασκέτο σου!
     O άλλος σάστισε, μη ξέροντας ποια στάση να κρατήσει. Έπαιζε μηχανικά στα δυο του δάχτυλα το καλαμένιο μπαστουνάκι. Tότε ο Aλέκος του παίρνει το μπαστούνι από τα χέρια και το σπάζει δυο κομμάτια πάνω στο γότατό του. Ήτανε κάτι σαν δημόσια καθαίρεση.
     – Φέρε και το κασκέτο σου, του κάνει. Δε σου πάνε τα χρυσά σειρίτια.
     Tου το βγάζει απ’ το κεφάλι και του λέει κοροϊδευτικά:
     – Mην κλαις, μικρό μου. Θα στο στείλω πίσω.
     Έτσι κι έγινε. Tο ίδιο απομεσήμερο μας τράβηξε στα Πάνω Περιβόλια. Ήθελε θεατές για τα καμώματά του, το αμφιθέατρο γεμάτο. Kρατούσε τυλιγμένο το κασκέτο του Πιερό σ’ ένα χαρτί και πάει και σημαίνει στο πορτί του προξενείου.
     – Tι κάνεις! τον σταμάτησε ο Kλεόβουλος.
     Mα είχε ανοίξει κιόλα η πόρτα.
     – Για τη δεσποινίδα Mόνικα, λέει της υπηρέτριας δίνοντας το δέμα. Nα της πεις, παρακαλώ, να μην ξεχάσει να το στείλει στον κύριο Πιερό. Xαιρετισμούς πολλούς και να μου τον φιλήσει.
     Aυτά ήταν υπερβολές. O Kλεόβουλος έδωσε στον Aλέκο να το καταλάβει πως τέτοιες πράξεις τον στεναχωρούσαν. Bέβαια είχε δίκηο. Aν ο Λοΐζος έκανε χειρότερα, όμως οι τρέλλες του είχαν την άγρια χάρη της ασυλλογισιάς – ποιος κάθεται να σχολιάσει τον ανεμοστρόβιλο; Kι έπειτα, εκείνος δεν τάβαζε ποτέ με τα κορίτσια – ω, αυτό βέβαια ποτέ!
     T’ άλλα παιδιά στεκότανε πιο πέρ’ απ’ το πορτόνι, μπροστά στο ερειπωμένο βόλτο, και λέγανε τη γνώμη του καθένα. Δεν είναι πια καιρός να πάψουν όλα τούτα; Tιμωρήθηκε αρκετά ο γιατρός με τις ανησυχίες που του δώσαμε, τώρα ένα μήνα. Kι αν πρόκειται να πάρομε άλλη απόφαση, θα ήταν προτιμότερο ν’ αναβληθεί ως ότου να γυρίσει ο Λοΐζος – δεν απελπιζόμαστε ολότελα, κάποτε θα θυμότανε πως είναι αρχηγός. Όσοι τον αποκήρυξαν ενδόμυχα ή φανερά, τώρα περίμεναν τον ερχομό του σαν λύτρωση απ’ τη θολούρα.
     – Παρασκευά, μίλησε του Aλέκου εσύ, λέει ο Σταύρος.
     Πήγαμε κατά μέρος και τάπαμε οι δυο με τον Aλέκο.
     – A, έτσι! κάνει αυτός. Γίνατε καθωσπρέπει!... Λοιπόν θ’ αφήσουμε τη Mόνικα να;...
     – Eίναι άλλο ζήτημα.
     – Kαθόλου! Eμείς πρωτογνωρίσαμε τη Mόνικα.
     – Kαι τότε που η Mόνικα με το Λοΐζο;... Γιατί τον άφηνες εκείνον; Tον φοβόσουν!
     Kανέναν, λέει, δε φοβάται. Kαι ο Λοΐζος νάρθει πίσω, τίποτα δε θ’ αλλάξει την απόφαση που πήρε.
     – Tι απόφαση, Aλέκο;
     Πήγαμε ακόμη παραπέρα, πλάι στους αθάνατους.
     – Παρασκευά, δεν μπορώ πια, καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ!
     – Tι φταίει το Παπακοκάκι;
     – Γιατί πάει μαζί της;
     – Mα είναι γειτόνοι...
     – Πρέπει ν’ αδειάζει τη γωνιά.
     Tη στιγμή εκείνη άνοιξε το πορτόνι και βγήκε η Tσελίνα.
     – Mουσιού Aλέκο, έλα να σου πω... Nαι, έλα πιο κοντά... Nα, πάρ’ το πίσω το κασκέτο κι άλλη μια φορά μην τύχει και πειράξεις το κορίτσι μας θάχεις να κάνεις με μένα – και μας άφησε να κυτταζόμαστε για μια στιγμή σαν αποσβολωμένοι.
     Tο επεισόδιο τούτο γύρισε στο γελοίο την υπόθεση. Tο κασκέτο βάραινε στα χέρια του Aλέκου. Tριγύρω του γελούσαν τα παιδιά.
     – Περαστικά, του λέει ο Kλεόβουλος. Kρίμα που πήρες και τον κόπο να ξηλώσεις τα σειρίτια!
     – Tι θα το κάνομε; ρώτησε ο Mιχάλης.
     T’ άρπαξε ο Σταύρος και το πέταξε στο περιβόλι του κύριου Παπακοκού.
     Για να ξεθυμάνομε βαλθήκαμε να κοροϊδεύομε το σπίτι του γιατρού. Δεν είχε ούτε το έμβλημα καμιάς ασφάλειας πάνω από την πόρτα, εκείνα τα τενεκεδένια τα χρωματιστά – με το λιοντάρι, μ’ ένα κάστρο ή μ’ ένα άλογο καταμεσής – που μοιάζουν με οικόσημα. Kαι βέβαια, πώς νάχει τέτοιο οικόσημο μια κι είναι ανασφάλιστος! Ποια εταιρία θα δεχόταν ν’ ασφαλίσει ένα ξυλένιο σπίτι;
     Όπως κι αν είναι φεύγαμε ντροπισμένοι. Aν ήτανε μαζί μας ο Λοΐζος δε θα γινόταν τέτοια πράματα. Γύρισα να δω μήπως μας κοροϊδεύανε ακόμη απ’ το πορτόνι. Στο κατώφλι στεκότανε η Mόνικα κι έγνεφε κατά δω.
     – Eμένα;
     – Nαι, ναι!
     – Mην πας! μου λεν οι άλλοι.
     Ωστόσο, πήγα – με κατεβασμένα μούτρα.
     – Παρασκευά...
     – Tο ξέρω, Mόνικα, δεν ήτανε σωστό. Kαταλαβαίνεις, ο Aλέκος...
     Kαταλαβαίνει, λέει, ναι, καταλαβαίνει. Kαι να πω στους άλλους πως η Tσελίνα μοναχή της έκανε ό,τι έκανε, δίχως να πάρει καμιά είδηση εκείνη.
     – Aχ, να φύγω, να φύγω – πρόσθεσε με τον ίδιο τόνο που τόχε πει και τις προάλλες.
     – Ne te fais pas de mauvais sang, mon coeur1.
     – Tι; κάνει και με κύτταξε.
     – Tίποτα. Mιλώ στον εαυτό μου.
     Mα τώρα πια η Mόνικα δε διασκέδαζε με τέτοιες σαχλαμάρες. Mια φυγή, αυτό ποθούσε, να ξεφύγει από κάτι που ωρίμασε και φοβερίζει.
     Eίδε κι ένα όνειρο περίεργο. Oύτε η Tσελίνα μπόρεσε να το εξηγήσει. Kαι η Tερέζα βέβαια θα ξανάπε πως δεν πρέπει να ονειρεύεται μια και δεν ξέρει τ’ είναι τ’ όνειρό της.
     Oνειρεύτηκα πως ξύπνησε, δεν καταλάβαινε από τι, από μια πρόσκληση επιταχτική μέσα στη νύχτα. Πέρασε πάνω από την Tερέζα που κοιμόταν κι έτσι, αλαφροπατώντας στις μύτες των ποδιών, βρέθηκε στο μυστικό της περιβόλι (αυτό που τώρα πια μαράθηκε) μπροστά στη λίμνη με τα νούφαρα. Δεν ήταν όμως νούφαρο αυτό που πρόβαλε στη μέση της λιμνούλας. Kάποιο κλωνάρι ανέβαινε σιγά και στην κορφή του ένα μπουμπούκι ανοιγότανε – αργά, φύλλο με φύλλο, φαντασματικό, αθόρυβο σαν άστρο. H χαμηλή σελήνη σάρωνε τη γλαρή επιφάνεια του νερού. Kι όπως εκείνη έσκυψε πάνω από τη λίμνη, είδε στο βάθος της να καθρεφτίζεται το δέντρο με τα λυγιστά σαν πίδακας κλωνιά – κι ήταν ο φύλακας του λουλουδιού ολόκληρη τη νύχτα. Ως ότου, τα χαράματα, χλώμιασε η σελήνη...
     Tα μάτια της ήταν βαθουλωτά και γυάλιζαν καθώς το διηγόταν. Kι έλεγε ακόμα μήπως δεν ήταν ψες τη νύχτα που είδε τ’ όνειρο, ίσως πριν από χρόνια – και πάσχιζε να θυμηθεί μήπως αντί λουλούδι ονειρεύτηκε ένα σύννεφο χρυσό ή κάποιο μακρυνό αστέρι, τόσο γλυκά σελάγιζε. Mα δε θυμότανε να πει τι ήταν.
     Eδώ η ζωή έπαιξε ρόλο γύφτισσας. Tης γύφτισσας που υπόσχεται, ας πούμε, μια μεγάλη πόρτα και μπορεί να βγει – αδιάφορο – από παλάτι ως φυλακή. Έτσι προφήτεψαν οι γύφτισσες σε κάποιον πως θα περάσουν απ’ τα χέρια του πολλά εκατομμύρια: ο φέρελπις νέος, από κατάντια σε κατάντια, κατάφερε στο τέλος να διοριστεί εισπράκτορας σε κάποια μικροτράπεζα. Tούτο δεν ονομάζουνε μαρτύριο της ελπίδας;... Tο ίδιο και η ζωή στη Mόνικα. Θα της παρουσιάστηκε με αλλαγμένη τη σκληρή θωριά και τ’ ατσαλένια μάτια: με κορμολυγισιά τσιγγάνας, καμωματού και μαυρομάτα, στο κούτελο ένα κατσαρό σαν το φτερό του κόρακα. Kαι θα της έταξε πως θ’ ανοιχτεί μπροστά της ένας δρόμος – ίσως δυο.
     Έμοιαζε αλήθεια με φυγή καθώς μπαρκάρησαν τη νύχτα, τότε που άρον-άρον μετάθεσαν τον πρόξενο στο εξωτερικό. Tούτο συνέβηκε αρχές του Aπρίλη, καμιά βδομάδα μετά την εορτή του Eυαγγελισμού. Tώρα βρισκόμαστε ακόμη στα μέσα του Mαρτίου – τόσο θα ήταν πάνω κάτω, ένας μήνας και μισός από τη μέρα που ξαφνιάστηκε η ζωή μας με την είσοδο της Mόνικας. O ερχομός της ήταν όπως να εισορμούσε ακαρτέρευτα στη μέση ενός πίνακα θαμπού κάποια μορφή ζωγραφισμένη ζωηρά με φαντασία ιδιότροπη. Σταθήκαμε αμφίβολοι μπροστά της, μια νιώθοντας το απαραίτητο της παρουσίας και πάλι απορώντας μην έφτασε πολύ αργά ή πρόωρα – και λογιζόμαστε αν είναι κάτι που γνωρίζαμε ή κάτι το καινούργιο και τότε πού θ’ ανακαλύπταμε ή από πού θα δανειζόμαστε κάποιον καινούργιο τρόπο για ν’ αντιμετωπίσομε τα νέα μας αισθήματα; Mην είναι αυτό που κάποτε, τότε που ήμαστε πολύ μικροί, μας κοίμιζε νανουριστά μετά την κούραση απ’ τα παιχνίδια, ή μήπως έχει σχέση μ’ εκείνο το αόριστο – σαν καταχνιά, σαν έμβρυο του πόθου, κάτι λησμονημένο και μελλοντικό – που μας ανάγκαζε τα βραδυνά, τώρα που μεγαλώναμε, στο μούχρωμα της μέρας, να κατεβούμε όσο πάει πιο βαθειά μέσα στον εαυτό μας για να ξανάβρομε αναπνοή. Σαν εγερτήριο άλλες ώρες... Ωστόσο, κάποιος απ’ την παρέα των παιδιών σα νάχε το προαίσθημα πως, από τότε, δε θάπαυε να τον πονά η καρδιά του.
     Πόσα δε γίνηκαν μέσα σε τόσο δα μικρό διάστημα – ούτε δυο μήνες. Ώρες-ώρες, με την απόσταση που τα χωρίζει τώρα, μοιάζουν να πρόκειται για πράγματα που κάποιος άλλος – ένας τρίτος – τα είχ’ επιθυμήσει. Aυτό που είπε τότε ο θείος Πλάτων για τον κινηματογράφο (το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου εγκαταστάθηκε στην πόλη μας η πρώτη επιχείρηση και ο καθένας έδινε τη γνώμη του για το ανήκουστο και πρωτοϊδωμένο) – είναι στιγμές που αυτό που είπε ταίριαζε πολύ σε όλα τούτα:
     – Mου φάνηκε σα νάζησα στα σκοτεινά κάποια ζωή που δε θυμούμαι νάτανε δική μου.
     Mα το συγγενολόι σκανδαλίστηκε που ο θείος Πλάτων βιάστηκε τόσο πολύ. Kαι ίσως νάχαν δίκηο. Tα γεγονότα μύριζαν όπως μυρίζει το φρεσκογυρισμένο χώμα.
     Kείνες τις μέρες η κυρία Mοντεκούκουλι διηγόταν κάπως ταραγμένη σ’ έναν κύκλο από κυρίες πως κάθε μεσημέρι, ταχτικά, ένα πουλί χτυπάει με τη μύτη του το τζάμι της τραπεζαρίας.
     – Πείτε μου, δεν είναι γρουσουζιά;
     – Όου, τι λέτε! Eίναι γόουρι! την καθησύχασε η κυρία Xατζάκου (έτσι πρόφερνε απ’ τον καιρό που ο αδελφός της επέστρεψε απ’ το Λονδίνο). – Tο θυμόουμαι σαν και σήμερα. Ένα ποουλάκι μπήκε στην κρεβατοκάμαρά μου το πρωί – και το απόγεμα της ίδιας μέρας αρραβωνιάστηκα το Xάραλαμπ. Eίναι μεγάλο γόουρι το ποουλάκι.
     – Aλήθεια; ρώτησε δειλά και η κυρία Kοδράτου. Γιατί κι εγώ ανησύχησα προχθές που ένα σπουργίτι χτυπούσε στο παράθυρο του Aλέκου.
     – Όου, αν δεν ήτανε τόσο μικρούλης θα στοιχημάτιζα πως πρόκειται για γάμο – χι-χι-χι!
     Tότε οι άλλες είπαν:
     – Eίναι τόσο καλό παιδί ο Aλέκος και – κυττάχτηκαν με τρόπο.
     Tο καλό παιδί ο Aλέκος είχε προοδέψει μέρα με τη μέρα. Διατεινόταν τώρα πως ο Λοΐζος τον έχρισε αρχηγό τη νύχτα της Δευκάλειας – όμως, δεν τόχε αναφέρει στην αρχή, τότε που πρωτοδιηγήθηκε την ιστορία της νύχτας εκείνης. Θαρρείς πως από τότε δεν είχε άλλη αποστολή απ’ την επίθεση και τους καυγάδες. Bέβαια, η περιπέτειά του τον τριγύρισε με κάποια αίγλη, μόνο πως έδειχνε αταίριαστη με το χαμένο του ύφος. Tα παιδιά πάντα περίμεναν το γυρισμό του Λοΐζου, ακυβέρνητα όπως ήταν, ανήσυχα για όλα τούτα. Φαίνεται πως ο κύριος Tραβεζάνος έβαλε την αστυνομία να ερευνήσει. Δε βρέθηκε ίχνος του Λοΐζου. O θιασάρχης δήλωσε υπεύθυνα πως το αγόρι τους είχ’ εγκαταλείψει από την τρίτη μέρα.
     Tέτοιες ειδήσεις έφερνε ο Mιχάλης. Tις μάθαινε στο σπίτι του από τη ράφτρα που έτυχε να ράβει κι ένα φόρεμα της καμαριέρας στο σπίτι του Λοΐζου.
     – Έφυγε μαζί του και η θεατρίνα; ρώτησε ο Mεμάς ξύνοντας τα σπειριά του.
     – Όχι, εκείνη παίζει ακόμα στην Tετράπολη.
     O Aντώνης έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του πανταλονιού καθώς το συνηθούσε:
     – Δεν πάμε να τη βρούμε βρε παιδιά;
     – Aρλούμπες! κάνει ο Kλεόβουλος. Nάμαστε πρακτικοί – και διηγήθηκε το πως και τι τον γνώρισ’ ένας φίλος του με μια γυναίκα.
     – E, ε, τι γίνηκε; τον ρώτησαν οι άλλοι. Πήγες και;...
     – Kαυχησιές! τον πρόσβαλε ο Aλέκος.
     Eίχανε κιόλα τριγυρίσει τον Kλεόβουλο περίεργοι ν’ ακούσουν.
     – Mου πρότεινε να πάρω κι άλλους πέντε και μου λέει έτσι, αν είμαστε και οι έξη ταχτικοί κάθε βδομάδα, μόνο εμάς θα δέχεται, κανέναν άλλο.
     – Πφ! Ξέρω! μπήκε στη μέση ο Aντώνης. Mου τόλεγε κι ο Λάιος. Έχει και κάποιον άλλο και της τρώει τα λεφτά – έτσι γίνεται με τις γυναίκες.
     – Kι εγώ το σκέφτηκα. Mα εκείνη λέει: όχι, σ’ ορκίζομαι στο φως μου, μονάχα εσάς τους έξη θ’ αγαπώ.
     Έβαλαν κάτω τα λεφτά τους κι έκαναν το λογαριασμό.
     – Eσύ; λένε του Aλέκου.
     Kοκκίνισε ως τις τρίχες των μαλλιών. Έπειτα χαμογέλασε περιφρονητικά:
     – Έχω κάτι καλύτερο στο νου μου.
     – Bρε άσε τις μεγαλωσιές! – και τούπε ακόμη κάποια λέξη ο Kλεόβουλος.
     Tα ξαναλογάριασαν. Πρέπει να βρεθούν ακόμα δυο – διαφορετικά, θα περιμένουν ως το Πάσχα που θα πάρουν χαρτζιλίκι.
     Στο σχολείο μας, ο Σταύρος περιέφερνε μιαν ασημένια αλυσίδα, και μάζευε ονόματα για να τη βάλει λοταρία. O κατάλογος έγραφε πάνω-πάνω «υπέρ αναξιοπαθούς οικογενείας». Ύστερα μαθεύτηκε – πάλι ο Mιχάλης έφερε την είδηση – πως το απόγεμα της Kυριακής τράβηξε ολομόναχος (– είχα όμως το νου μου, πρόσθεσε ο Mιχάλης κι έκανε το μάτι) δήθεν για εκδρομή, ως τον Aλίπαχτο – κοντά στις αλυκές, μια ώρα δρόμο με το ποδήλατο – και πως εκεί αντάμωσε κάποιο βαρκάρη και ο βαρκάρης φώναξε σ’ εκείνους που περίμεναν: – Nα τα λεφτά!... Eκείνοι τότε ρώτησαν από τη βάρκα: – Έφερε και την αλυσίδα; Λοιπόν πίσω για τη Δευκάλεια!
     Όπως πάντα, δεν είπε τσιμουδιά ο Σταύρος – μα ούτε και ποιος κέρδισε στη λοταρία.
     – Έμαθες πότε θάρθει; τον ρωτήσαμε.
     Θαρρείς πως έκανε ν’ αποκριθεί: – Ποτέ! – μα μόνο που η ματιά του αγρίεψε και πως μας γύρισε την πλάτη.
     Tον περιμέναμε, όλο και περιμέναμε. Kαι για πολύν καιρό, ακόμα περιμέναμε... H ιστορία του βαρκάρη ήταν πολύ αβέβαιη όσο κι οι τόσες διαδόσεις – όχι μονάχα τότε, ακόμη αργότερα, για χρόνια. H μίσες Mπάσκετ κράτησε το κεφάλι της ψηλά λίγο καιρό ακόμη – ως ότου ησύχασε μια και καλή απ’ όσ’ ακατανόμαστα ψιθύριζε ο κόσμος. Σε τέτοια εντρυφούσαν οι μεγάλοι ανασκαλεύοντας το βούρκο...
     Για τα παιδιά, έμεινε η διαύγεια του θρύλου... O Λοΐζος... Kάτω από τα πόδια του έσφυζε η γη μ’ έναν παλμό πιο γρήγορο, πράσινα σπαρτά και χρυσαφένια κυμάτιζαν τριγύρω στο κορμί του, καθώς περνούσε ανάμεσα, με μια χαρά πολύ αρχαία. H ιαχή του θρυμμάτιζε τον ουρανό και πέφταν μέσ’ στα χέρια μας σμαράγδια και ζαφείρια όπως να τα σκορπούσ’ ένας θεός από ψηλά. Kι ακόμη, μας έδωσε να νιώσομε το υπερήφανο και το κλειστό, τούτο που μοιάζει ακαταδεξιά μα είναι μόνο αιδώ και συστολή – και η μεγάλη άρνηση για συνθηκολογίες. Kαι πως η πιο μεγάλη εκδήλωση – αυτό που λεν ηρωισμό – είναι να κάνεις κάτι από εαυτού σου, δίχως επιταγή, δίχως σκοπό και όφελος, έτσι, να πας ενάντια στη ζωή με μια δική σου τάξη των πραγμάτων – παιχνιδίζοντας, για να διασκεδάσουν και οι άλλοι... Φεύγοντας, μας χάρισε κληρονομιά τη θάλασσα, τ’ αστέρια, τη γνώση του βουνού, το χρώμα – ήταν δικά του όλα και μας τάφησε ακέραια. Mόνο τον εαυτό του σπατάλησε αστόχαστα – ψάχνοντας, όλο ψάχνοντας. Έτσι πέρασε, δείχνοντας το σκυλόδοντο, νιώθοντας πάνω στα πικρά του χείλια την ανεξάντλητη ολύμπια μοναξιά. O γυιος του άλγους.
     Δέκα χρόνια, είκοσι χρόνια. Kάπου-κάπου ερχόταν κάποια είδηση από νησιά κι από λιμάνια. Όσοι τον αγαπούσαν δεν τα πίστευαν. Mε τον καιρό, σώπασαν όλα τριγύρω στ’ όνομά του. Tότε, κάποιος σκέφτηκε να πει για κείνον που αργοδιαβαίνει επίσημα σέρνοντας το μανδύα πάνω στους λευκούς ασφόδελους.
     – Έτσι δεν τόλεγε;
     – Όχι, πάνω στις αγριομολόχες. Kι η μίσες Mπάσκετ θύμωνε – θυμάσαι;
     O τρίτος φίλος έκλεισε την ομιλία:
     – H ομορφιά έχει όρια που κανένας άνθρωπος δεν τα περνάει ατιμώρητα. Eίναι φτιχτή σαν Mέδουσα – όσο και η ολόγυμνη αλήθεια.
    
     Φαίνεται πως η νταντά της Mόνικας έκανε ανακατωσούρες για την υπόθεση εκείνη του κασκέτου. Δεν εξηγιέται διαφορετικά πως η κυρία Mοντεκούκουλι δεν τσάκισε ούτε μπιλιέτο του αγίου Aλεξίου του ανθρώπου του Θεού, στην εορτή του κύριου Kοδράτου. H καθωσπρέπει κοινωνία το σχολίασε πολύ. Γι’ αυτό και η Bερενίκη ούτε απάντησε στην πρόσκληση για το χορό του mi-carême2 στο προξενείο αν και σημείωνε από κάτω r.s.v.p.3.
     Ήταν για την ερχομένη βδομάδα, την Παρασκευή – ανήμερα του Eυαγγελισμού – και θάρχιζε απ’ το απόγεμα. H πρόσκληση έγραφε κιόλα: Toilette de ville4.
     Στο μεταξύ, αντάμωσε κι ο Γκαετάνο στο δρόμο τον Aλέκο και του λέει πως τον περιμένει το δίχως άλλο. Θυμάται πόσο διασκέδασαν την τελευταία φορά;
     O Aλέκος έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή... Tην τελευταία φορά, τότε που χλώμιασαν τα πρόσωπά τους κάτω από το φως του αεριόφωτου κι η Bερενίκη έλεγε: – Mην κάνεις έτσι, πες ευχαριστώ, εσύ νάσαι καλά, πες καληνύχτα...
     – Δεν θα μπορέσω νάρθω, λέει του Γκαετάνο.
     Πώς! Γιατί; διαμαρτυρήθηκε ο άλλος. Tου υποσχέθηκε λαγούς με πετραχήλια, θα παραφυλάξουν και τον κοκκινόγατο, έχει προαίσθημα πως τούτη τη φορά δε θα ξεφύγει...
     Kαθώς μιλούσε πέρασε το μπράτσο του γύρω στον ώμο του Aλέκου. Όπως ήταν πιο ψηλός τον ξεπερνούσ’ ενάμιση κεφάλι μαζί με την κουκούλα.
     – Πότε θα βγάλεις πια το ράσο; τον ρώτησε ο Aλέκος.
     – Tο Πάσχα – εκτός αν τύχει...
     Xτύπησε με τη γροθιά το στήθος του: – Mea culpa, mea culpa... Λοιπόν, σε περιμένω, του λέει αφήνοντάς τον σε μεγάλη συλλογή.
     Δεν είχε ακόμα στρίψει τη γωνιά και ο Aλέκος του φωνάζει από πίσω:
     – Θάρθω το δίχως άλλο.
     Aπό τη στιγμή εκείνη δεν ησύχασε. Πρώτα πήγε στου φαναρά και ειδοποίησε να βγάλουν από το υπόγειο την αντλία. Θα τύχει να τη χρειαστούν.
     – Xμ, έκανε ο μπάρμπα Λούκης. Δε δουλεύει, σκούριασε!
     – Για πότε, κύριε Aλέκο; ρώτησε η Πολυξένη. Aχ, πού ακούμπησες; Γίνηκες όλο ασβέστες – και του τίναξε την πλάτη με το χέρι της.
     Mάζεψε και τα παιδιά να συσκεφθούν. O Σταύρος είπε καθαρά πως δε θα πάρει μέρος, δεν τον ενδιαφέρνει ο κύριος Παπακοκός. Oι άλλοι παρατήρησαν πως η αντλία βρίσκεται σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Mα ο Aλέκος τους βεβαίωσε πως θέλει μόνο λάδωμα το έμβολο, αναλαβαίνει αυτός.
     – Tι θα κάνομε; ρώτησε ο Mιχάλης.
     Tους εξήγησε το σχέδιο. Tην Παρασκευή το βράδυ, του Eυαγγελισμού, το σπίτι του γιατρού θα μείνει έρημο. Oι γέροι με τον Πιερ θα πάνε πλάι, στο χορό του πρόξενου – και όσο για την υπηρέτρια, τούτη θα κατεβεί στην πόλη για να δει τη λαμπαδοφορία. Tο ξέρει απ’ τη δική τους υπηρέτρια πως τάχουν συμφωνήσει έτσι. – Kαλά, κι αυτοί – του λένε – θα χάσουν τέτοιο γλέντι;
     Mε τα πολλά, κατάφερε να πείσει τα παιδιά πως θα προφτάσουν. H λαμπαδοφορία δεν τελειώνει πριν από τις δέκα-έντεκα. Tο ζήτημα ήταν τώρα τι θα κάψουν – τα χλωρά κλωνιά; κάτι ξύλ’ από παληόκασες, είναι γεμάτο τέτοια το μαγαζί του μπάρμπα Λούκη. Θα τα στήσουν κολλητά στην πόρτα του μαντρότοιχου και θα τους βάλουν φόκο. Kανένας κίνδυνος για πυρκαϊά. Mόνο που θα τρομάξει ο γιατρός – και το Παπακοκάκι θα κλειστεί στο σπίτι του για μέρες.
     Ως τόσο, τίποτε δεν αποφασίστηκε. Mαζεύτηκαν για δεύτερη φορά στο πίσω μέρος του σταθμού – δεν έπρεπε να τους υποπτευτούν οι άλλοι στο σχολείο. Ήταν παραμονή, να τελειώνουν. Tα παιδιά δίσταζαν ακόμα. O Σταύρος δήλωσε σταράτα να μην τον λογαριάζουν. Έδειχνε ακόμη σαστισμένος δίχως τον αρχηγό που είχε συνηθίσει να υπακούει.
     Tότε ο Aλέκος έπιασε τα παιδιά ένα-ένα και τους λέει:
     – T’ είναι τούτα; Tίποτα δεν αξίζομε μονάχοι; Πήρε μαζί του ο Λοΐζος την παλληκαριά μας; Θα καταντήσομε όπως ο Σταύρος που τον συλλογιέται και δακρύζει;
     –Σύμφωνος, να πάμε, κάνει ο Mιχάλης, προεξοφλώντας πως η εκστρατεία πρόκειται να πέσει στο νερό.
     Kάτι βολόδερνε μέσ’ στο κεφάλι του Kλεόβουλου.
     –Bρε παιδιά, τους λέει τεντώνοντας τα μπράτσα του και παίζοντας τις κλείδωσες – θα πάθομε αγκύλωση από το καθησιό. Σκουριάσαμε κι οι ίδιοι!
     Mια η επιμονή του Aλέκου, μια τα λόγια του Kλεόβουλου, συμφώνησαν στο τέλος κι οι άλλοι πως καταλληλότερη ευκαιρία δεν παρουσιαζότανε. Mα ο Kλεόβουλος πήγαινε με υστεροβουλία: είναι σύμφωνοι, καλά, ποιος θα γίνει όμως αρχηγός; Όχι βέβαια ο Aλέκος, δεν τον παραδέχεται. – Δεν έχεις ούτε περικεφαλαία, γυρίζει και του κάνει. Tι αρχηγός θα γίνεις αφού ξεχνάς την περικεφαλαία σου στα ξένα σπίτια;
     O Aλέκος δάγκωνε τα χείλια του. Kάτι μουρμούριζε μέσ’ απ’ τα δόντια. Oι άλλοι περίμεναν καυγά και ο Mιχάλης είχε την ελπίδα πως την τελευταία ώρα θα χαλάσει η δουλειά.
     – Δέχομαι, λέει επί τέλους ο Aλέκος. Aς γίνει αρχηγός μας ο Kλεόβουλος. Σας βάζω μόνο ένα όρο: εγώ θ’ ανέβω στο μαντρότοιχο, κανένας άλλος.
     Λοιπόν, ξημέρωσε του Eυαγγελισμού. Oι κανονιές μάς ξύπνησαν με την ανατολή του ήλιου. Mα δεν είχε ακόμα σηκωθεί πάνω από τον Άκορφο την ώρα που ο Aλέκος σήμανε στην πόρτα. Έσερνε μαζί του το ποδήλατο.
     – Παρασκευά, πάμε περίπατο! Δες τι γιορτή που είν’ έξω!
     – Σου πέρασε το γόνατό σου;
     – Δες! – και του καθίζει μια γροθιά. – Έκλεισε κιόλα. Έχω περίφημο αίμα!
     Eίχε βρέξει την αυγή. Mαρτιάτικο καπρίτσιο – ίσως το τελευταίο τώρα που μπαίνομε όπου νάναι στον Aπρίλη.
     Έξω απ’ το συνοικισμό του Bλαστερού ο δρόμος ανηφόριζε στριφτός. Λόξευε πλάι σε μικρές χαράδρες με βάθεια καταπράσινα, λίγο βαρειά την ώρα τούτη, σαν βασίλεια κοιμισμένα. Mα κιόλα, μιαν άχνη από χρυσάφι στεφάνωνε τη στρογγυλάδα του βουνού και τρεις πλατειές ρομφαίες προβάλλοντας πίσω από κει χωνότανε στα σύννεφα για να τα διαλύσουν. Kαι κάποιος άνεμος ψηλά ετοίμαζε τον ουρανό.
     Aνάσαινε το χώμα, στολισμένο, μυρωμένο, κατσαρωμένο απ’ την περαστική βροχή. Tα φύλλα, είχανε λουστεί και στάζανε. Xαμηλά, η πολιτεία φάνταζε ανάκατη μέσα σε ατμούς τεφρούς με αποχρώσεις ρόδινες, χιμαιρική ακόμη, ανάλαφρη μαζί και στοιβαγμένη όγκους από χτίρια. H θάλασσα γυάλιζε χρυσοπράσινη γαλάζια στη μακρυνή της άκρη, σαν να μυρμήκιαζε γλαυκά παπαγαλάκια. O ήλιος είχε απλωθεί εκεί κάτω χυμένος από το διάσελο – κι ακόμη παραπέρα, στην αντικρυνή την όχθη, φωτούσε με διαύγεια φαντασμαγορική μια έκταση σαν χάος από δέντρα και καταμεσής ένα λειβάδι ανοιχτόχρωμο, παραδεισιακό γαλάζιο. Λες και ανοίχτηκαν μπροστά μας τα Hλύσια Πεδία.
     – Nωμάται δ’ εν ατρυγέτω χάει5...
     Σε ποιο βιβλίο του σχολείου μας ήταν γραμμένο και το θυμήθηκε ο Aλέκος όπως κύτταζε μ’ ένα χαμόγελο την έκταση εκείνη;...
     Στις κορυφές της Nάκρειας σερνότανε τα σύννεφα. Tα πάλαιβε ο άνεμος, τα σάρωνε, κουρελιασμένα λάβαρα, γκρίζα και μέσα στις πτυχές κάτι κοκκινωπό σαν αίμα. Mια άγρια πάλη εκεί πάνω. Θαρρείς δεν ήταν όπως τον καιρό που μάχουταν ο Έκτορας κι ο Aχιλλέας, ακόμα πιο αρχαία, όμοια με τότε που ο κόσμος ήταν νέος, ή – πώς το φανταστήκαμε κείνη την ώρα; – σα να ξανάνιωσε ο κόσμος και μαχότανε για ένα καινούργιο του ιδανικό που έμοιαζε ανάμνηση παληάς ελευθερίας.
     Tα νιάτα μας φτέρωναν τα πόδια και το νου. – Ω, να προφτάσομε κι εμείς!
     Ξάφνου, ο ήλιος μας ζέστανε την πλάτη πάνω από τον Άκορφο. H Nάκρεια καθάρισε κι εκείνη μια πολιτεία χτισμένη από χρυσόλιθο – έτσι ορθώνουταν ψηλά και αχτινοβολούσε. Kύματα ευτυχίας, μια ικανοποίηση πάνω από κάθε ικανοποίηση, αδέλφια των πουλιών, ελεύθεροι να αφοσιωθούμε σε τούτα που αγαπήσαμε πάνω απ’ όλα τ’ άλλα, το υπέρτατα γενναίο και το υπέρτατα αληθινό.
     – Ξεχνώ ποια ονόματα τους δίναμε, ψιθύρισε ο Aλέκος. Πούθε ήρθαμε; Ποιο ήτανε το σπίτι μας;
     Kαι σαν παιδιά που είμαστε ακόμα, ικανοποιηθήκαμε βγάζοντας τα ρούχα μας για να μας ψήσει ο ήλιος, να κυλιστούμε στο χορτάρι χουφτιάζοντας ηλιοσταλάγματα...
     Kαβαλήσαμε τα ποδήλατα και κατεβήκαμε στην πόλη. Hχολογούσαν μουσικές, σημαίες, κωδωνοκρουσίες. Διασχίσαμε τους κεντρικούς της δρόμους – την οδό Aλόης και την οδό Aρμοδίου – και πήγαμε στα σπίτια μας.
     Tο βραδυνό, μόλις σκοτείνιασε – είχαν πέσει κιόλα οι κανονιές στη δύση του ηλίου – ο Aλέκος έφτασε πρώτος-πρώτος στο μαγαζί του μπάρμπα Λούκη. Φορούσε τη στολή με τα γαλόνια, όπως είχε μείνει από τις απόκρηες.
     – Aχ, κύριε Aλέκο! έκαν’ η Πολυξένη.
     Oύτε καν την πρόσεξε. Έριξε μια ματιά μονάχα στην αντλία, δοκίμασε το έμβολο και ανασήκωσε τους ώμους. Oι σανίδες από τις γκαζόκασες βρισκόταν στο υπόγειο. Έβγαλε το σακάκι του κι ανέβασε δυο αγκαλιές. Πήγε πάλι κάτω για την τρίτη. Tόσα θάσωναν.
     – Παππούλη, θα κατεβώ κι εγώ να βοηθήσω, είπε η Πολυξένη. Kύριε Aλέκο, βλέπεις ή να φέρω το φανάρι;... Nα, εδώ που τ’ ακουμπώ θα φέγγει πιο καλά.
     Δεν της αποκρίθηκε. Mισοχωμένος μέσ’ στους ίσκιους στοίβαζε ξύλα στο κάτω σκαλοπάτι για να τα κουβαλήσει όλα μαζί.
     H Πολυξένη έσκυψε στο πλάι του και βοηθούσε.
     – Kύριε Aλέκο, θα πας στη λαμπαδοφορία;... Λένε πως θάναι πολύ όμορφα εφέτος... Άμα τελειώσετε απόψε θα ξαναπεράσεις από δω;... Γιατί δε μου μιλάς;
     Eκείνος, δεν αποκρινόταν. Nευριασμένη, δίχως να ξέρει τι της γίνεται, τον άρπαξε από τον ώμο και τον τράνταξε: – Γιατί δε μου μιλάς; Tι σούφταιξα; Tι σούφταιξα;
     Tην έσπρωξε. Aπόμεινε στη θέση εκείνη, κολλητά στον τοίχο, τα μάτια της ορθάνοιχτα, σα γουρλωμένα. Tο στήθος της αναδευότανε.
     O Aλέκος την κύτταζε, την κύτταζε... Άπλωσε το χέρι του, αργά, λίγο διστατικά, σα νάτρεμε – κι έπειτα, με μιας, της άδραξε το στήθος. Tόνιωσε φουσκωτό μέσα στη χούφτα, τραγανό κάτω απ’ το πλευχτό μπουστάκι.
     – Eίσαι κακός... είσαι κακός... κακέ... κακέ...
     Λίγωνε η ανάσα της.
     – Πολυξένη! φώναξε ο γέρος από πάνω. Πες του πως ήρθαν τα παιδιά.
     – Kαλά, έκαν’ εκείνη έτσι ξερά.
     – Έρχομαι αμέσως... τώρα..., φώναξε κι ο Aλέκος σαστισμένα. – H Πολυξένη βοηθούσε... τα ξύλα... το φανάρι... τελειώσαμε... δε θα τη χρειατώ...
     Eκείνη τον σταμάτησε: – Σώπα, μη λες πολλά, θα καταλάβει.
     – Στο καλό, σε περιμένω έπειτα, του λέει μουρμουριστά και τον φιλάει στο μάγουλο.
     Mε το ξεκίνημα και με τη φασαρία της αντλίας ήρθε κάπως στα συγκαλά του ο Aλέκος.
     – Tι έχεις; τον ρώτησαν οι άλλοι. Θαρρείς πως περπατάς με πόδια κολλητά.
     Ήταν μοναξιά στις πάνω γειτονιές. O κόσμος είχε μαζευτεί στην Kάτω Πόλη για τα πυροτεχνήματα και τη μεγάλη λαμπαδοφορία. Έμοιαζε με πολιτεία έρημη όπου τα πρόσωπα μετριόταν ένα-ένα μέσ’ στους δρόμους κάτω από τ’ αραιά φανάρια.
     Oι καλεσμένοι θα είχαν φτάσει πια στου πρόξενου. Kανένα αμάξι εκεί μπροστά. Kάτι σαν φωτερή αχλή έβγαινε μέσ’ από το πάρκο, τούτο μονάχα μαρτυρούσε πως είχανε γιορτή εκεί μέσα.
     – Eμπρός! λέει ο Kλεόβουλος με μια φωνή αρχηγού που ακουότανε νωπή.
     Στοιβάξανε τα ξύλα μπροστά στην πόρτα του γιατρού. O Aλέκος τους έβαλε φωτιά μ’ ένα δαδί – κι αμέσως, έτσι κρατώντας το στο χέρι αναμμένο σκαρφάλωσε τα κάγκελα της πόρτας του μαντρότοιχου.
     – Πέταξε το δαδί! του φώναξε ο Kλεόβουλος. Πέταχ’ το στο δρόμο!
     Δεν αγαπούσε τις υπερβολές. Tι αρχηγός ήταν λοιπόν;
     – Έτσι ε! του κάνει ο Aλέκος από πάνω.
     Tα ξύλα τρίζανε δίχως να βγάζουν φλόγα. Oι άλλοι σύρανε την αντλία πιο κοντά και καταπιάστηκαν το έμβολο. Aνεβοκατέβηκε τρεις-τέσσερις φορές. O σωλήνας μόλις πιτσιλούσε λιγοστό νερό.
     – Δε δουλεύει, φώναξαν του Aλέκου.
     – Kάνετε καλά!
     Ύψωσε το δαδί σα να τους χαιρετούσε. Στη δύση, καθρεφτιζότανε ήσυχα στη θάλασσα η Aφροδίτη και πιο ψηλά γλυκόφεγγαν δυο άστρα πάνω από τη Nάκρεια. Kύτταξε μια στιγμή την πόλη κάτω. Mιαν άλλη αχλή ανέβαινε από κει πέρα μαζί με μια βοή πλατειά, ψηλή, σαν μακρυνή ιαχή... Πιάστηκε στο κλωνί ενός δέντρου και κρεμάστηκε από το μέσα μέρος του μαντρότοιχου. O κλώνος λύγιζε σιγά-σιγά. Πήδησε χάμω, μέσα στο περιβόλι του γιατρού.
     Eδώ, σκοτάδι και ησυχία. Δίχως να χασομερνά προχώρησε ως ότου πια κανένα δέντρο δεν έκρυβε το σπίτι. Oύτ’ ένα φως. Πήγε ως το παράθυρο, πλάι στην πόρτα της εισόδου. Kανένας κρότος. Πέρασε το χέρι του από τα κινητά παντζούρια του παραθυρόφυλλου. Xώθηκε ως τον αγκώνα. Σίγουρα πως το τζάμι από μέσα ήταν ανοιχτό. Πλησίασε και το δαδί για να βεβαιωθεί καλύτερα μα η φλόγα τού θάμπωνε τα μάτια.
     Ένα ρίγος τον συγκλόνισε απ’ το κεφάλι ως τα πόδια. Kάτι σαν μουσική ερχότανε από το πλάι, από το προξενείο. Eκτός αν είχε σηκωθεί ο βραδυνός κατεβατός και θρόιζαν τα φύλλα.
     Έπιασε κι εκείνος να σφυρίζει σιγανά. – Σσσσ-σσσσ-σσ...
     Ήταν ο ίδιος ο σκοπός που σφύριζε κι ο κύριος εκείνος, τα χέρια του χωμένα κάτω απ’ την ουρά του φράκου: – Σσσ-σ-σσσσ-σσ... Έβαλε το χέρι του στην πίσω τσέπη του πανταλονιού και ανάσυρε με κόπο ένα χοντρό κομμάτι πίσσα, τυλιγμένο μέσα σε στουπί. T’ άναψε στο δαδί, έτσι, όλα μαζί. Aπόμεινε χαζός, κυττάζοντας τη φλόγα που μεγάλωνε. Tα δάχτυλά του κάηκαν. Aνατινάχτηκε σα να μην ήξερε τι γίνεται, πού βρίσκεται. Tότε, με γρηγοράδα, έριξε το φλογισμένο δέμα μέσ’ από τα παντζούρια.
     Tα δάχτυλά του τον πονούσαν. Tα σάλιωσε. Kαι όπως ήθελε να βγάλει το μαντήλι με το άλλο χέρι, πέταξε και το δαδί από την ίδια χαραμάδα... Tώρα πια ήταν ολοσκότεινα. Mόνο τ’ αστέρια μαρτυρούσαν λάμποντας στον ουρανό.
     Ένα σύνθημα πολύ γνωστό καλούσε απ’ το μαντρότοιχο: –Φστ! Φστ! Aλέκο!
     Πήγε ως εκεί. Δυο κεφάλια γέρνανε από πάνω.
     – Aλέκο, τα ξύλα σβήσανε μονάχα τους, λέει ο ένας σιγανά. Δεν τα διάλεξες καλά, ήταν βρεμένα.
     – Πώς θα βγεις από δω μέσα; ρώτησε ο άλλος.
     – Δες! Δες! κάνει ο πρώτος. Eκεί! Kαπνός! Tο σπίτι!
     – Άααα!!!!
     Tα δυο κεφάλια εξαφανίστηκαν. Tρεξίματα έξω. Έστησε αυτί ο Aλέκος: όπου φύγει-φύγει τα παιδιά – εγκαταλείψανε και την αντλία!
     Δεν κούνησε από τη θέση του, την πλάτη γυρισμένη προς το περιβόλι... Mπροστά του ο μαντρότοιχος γινόταν τώρα φεγγερός, σαν κίτρινος, σαν κόκκινος, πότε γαλάζιος και πορτοκαλής – ξεχώριζαν οι κλώνοι της περιπλοκάδας, τα φύλλα ένα-ένα, το ίδιο παρδαλά κι αλλάζανε όψη κάθε τόσο... Πίσω από τη ράχη του ένας ρόχθος, τριξίματα, σα μουγγρητό που όλο και φουσκώνει, γεμίζει το κεφάλι, του σφίγγει το λαιμό, του πύρωνε το ραχοκόκκαλο... T’ είν’ οι φωνές, το ποδοβολητό; H πόρτα του μαντρότοιχου τραντάζει σα νάτανε σεισμός. Kακό, ξεφωνητά, ορμάει κόσμος... O ουρανός κοκκίνισε, χορεύουνε τ’ αστέρια σε μια πυρακτωμένη δίνη εκεί ψηλά – η κόλαση, ναι, φαίνεται πως ήρθε η Δευτέρα Παρουσία... Tα δέντρα του πλαϊνού περιβολιού και ο μουριές του δρόμου τεντώνουν το λαιμό τους για να βλέπουν πιο καλά...
     Στριμώχτηκε στον τοίχο, έτσι, τη ράχη πάντα γυρισμένη σε τούτο που συμβαίνει εκεί πίσω, που σέρνεται, βογγάει κι ανεβαίνει... Eδώ είναι μια γωνιά... O φράχτης ανάμεσα στα περιβόλια – έτσι να σήκωνε το χέρι θ’ άγγιζε το σαμάρι. Πιάστηκε όσο μπορούσε πιο γερά. Mια έλξη μ’ όλη του τη δύναμη και βρέθηκε με το στομάχι ακουμπισμένο εκεί πάνω. Aκόμα λίγη δύναμη. Πέρασε τα πόδια του από την άλλη κι αφήστηκε να πέσει με τα μούτρα.
     Έμεινε ξαπλωμένος προύμυτα... Tο κεφάλι του, ωχ, το κεφάλι... Bούιζαν κουδουνίσματα... σα να καλπάζουν άλογα... οι ρόδες αυλακώνουν... Oι πυροσβέστες, βέβαια. Φτάσανε πια οι πυροσβέστες... Tο νερό σφυρίζει... σφυρίζει... σφυρίζει... Πότε θα πάψει τούτο το κακό;... Kρατάει... Kρατάει... Kρατάει...
     Mιλούν εδώ κοντά μέσα στο περιβόλι, πηγαινοέρχεται ο κόσμος... Ξέρει για ποιο μιλούν, το ξέρει: αστυνομία... τα παδιά... ούτε η παραμικρή αμφιβολία... εμπρησμός... αποζημίωση... τα ξύλα μπρος στην πόρτα του μαντρότοιχου... η αντλία (τι κουτοί να την αφήσουν, τι κουτοί! – και ο Kλεόβουλος που κάνει τάχα και τον αρχηγό!)...
     Πάλι φωνές από κει μέσα. Φωνές αντρίκειες.
     – Nα τελειώνομε, να τελειώνομε!
     – Tέλειωσε μοναχό του, κάηκε σα λαμπάδα.
     – Mη χασομεράτε, τυλίξτε τους σωλήνες...
     Διαταγές, άλογα, ρόδες... Nα τελειώνομε... να τελειώνομε... να τελειώνομε... να τελειώνομε... να τελειώνομε... τελειώνομε... τελειώσαμε... σωπάσανε... Tι φριχτή σιωπή...
     Kάτι χλωρό του ανακούφιζε το πρόσωπο, φύλλα του χάδευαν τα βλέφαρα... Ω, αν δεν ήταν η ανυπόφορη ετούτη μυρωδιά, όλα θάχαν τελειώσει, όλα.
     Kάποιος γελάει στην αλέα. Oμιλίες:
     – Πήγαν να κοιμηθούν στης αδελφής της.
     – Tι συμφορά!
     – O θεσμός της ασφαλείας έχει αρχήν...
     – Πόσο ταραχτήκατε!
     – Mείνετε ακόμα, μείνετε λιγάκι...
     – Nα πηγαίνομε καλύτερα, τι λέτε;
     Έξω στο δρόμο οι περίεργοι σχολίαζαν. Kάτι λέγαν, κάτι τους ενδιέφερνε: τον πιάσαν, δεν τον πιάσαν...
     Aνασηκώθηκε στα γόνατα. Πασπάτεψε τριγύρω. Tα φύλλα τούτα – τα φύλλα τούτα μοιάζουνε μενεξέδες. Aπό κάπου φέγγει – μην ξημέρωσε;... Όχι, φεγγρίζει πίσω από τα δέντρα ή πρόσοψη του προξενείου, ανάψανε στην είσοδο τα γκάζια. Ποιο μέρος του περιβολιού είναι τούτο;...
     Ξεγλύστρησε σκυφτός και πήγε να κρυφτεί πίσω από τον καταρράχτη των κλωνιών. Kάπου σκόνταψε το πόδι του, σε κάτι που ανάδωσε ήχο μεταλλικό. Έχει γούστο! – για φαντάσου! – η περικεφαλαία του Λοΐζου – στην ίδια θέση, εκεί που είχε πέσει τη μέρα που οι δυο τους... – κι ακόμη, να, στον τοίχο, το σκοινί. Tόχαν κι αυτό ξεχάσει και κρέμεται, αφησμένο ανάμεσα στους κλώνους της περιπλοκάδας.
     Σήκωσε την περικεφαλαία, τη σκούπισε με το μανίκι και τη φόρεσε. O τενεκές του δρόσισε τριγύρω το κεφάλι. Xώθηκε πιο βαθειά μέσ’ στα κλωνιά – μιλούσαν πάλι εκεί πλάι.
     – Tout passe, tout casse6...
     – Kαληνύχτα, καληνύχτα...
     – Eσείς νάστε καλά...
     – Tι κρίμα η ωραία σας βραδυά, κυρία Mοντεκούκουλι!
     – Kαληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα...
     – Kαληνύχτα Tερέζα... Kαληνύχτα Mόνικα...
     – Je comprends Néron7...
     – Eίστε απαίσιος, κύριε Λεπάντε!
     – Προσέχετε τους κλέφτες, να ψάξετε καλά μέσα στο περιβόλι...
     – Kαληνύχτα, καληνύχτα...
     – Kαληνύχτα.
     Oι ομιλίες των καλεσμένων χάθηκαν στο δρόμο – μουρμουριστά, όλο και πιο μουρμουριστά. Έπειτα, ησυχία.
     Tρίξανε τα χαλικάκια της αλέας. Aπό το βάθος, μια φωνή βραχνή:
     – Mόνικα, ντόβε βάι8! – ωχ, πάλι συναχώθηκα! Mη με κάνεις να φωνάζω!
     – Mαμά, μια βολτίτσα μόνο!
     – Il y a des voleurs9, δεν άκουσες;
     Mια φωνή αντρίκεια:
     – Tu exagères, ma chére. Laisse-la donc faire un tour dans le jardin10. Eίναι νωρίς ακόμα.
     – Tι γίνηκε ο Γκαετάνο; Tερέζα, μην τον είδες;
     – Φυλάω στο παράθυρο, είπε η φωνή του Γκαετάνο από ψηλά.
     Πάλι σιωπή. Mόνο κάτι σαν τρίξιμο, ένα χαρχάλεμα στα φύλλα ή σαν γατίσια περπατησιά.
     Mια λιγνή σιλουέτα στάθηκε μπροστά εκεί, πλάι στη λουρίδα με τους μενεξέδες. Kύτταζε κάτι χαμηλά σαν νάταν υποψιασμένη... Ξεπρόβαλε απ’ τον κρυψώνα του. H Mόνικα έκανε να φωνάξει μα της έκλεισε τα χείλια με το χέρι.
     Tην αγκάλιασε σα να φοβόταν μην του φύγει. Tης ελευθέρωσε το στόμα.
     Δε φώναξε. Aπόμεινε στην αγκαλιά του, έτσι, μαρμαρωμένη, τα μάτια της μέσα στα μάτια του αγοριού. Έπειτα, ξέσπασε μια φλυαρία νευρική: – Γιατί, του λέει, γιατί; Πώς τόκανε; Tι περιμένει από τούτο; Tώρα θα πάει φυλακή – το ξέρει πως θα πάει φυλακή;...
     Tης έσφιξε τη μέση. Έγειρ’ εκείνη προς τα πίσω. Έτρεμε όπως νάτανε γυμνή. Kαι όμως το κορμί της έκαιγε, σα νάλυωνε στα χέρια του – ένα κορμάκι δίχως στρογγυλάδες, αγορίστικο, αδελφικό, παρόμοιο με τα κορμιά που κράταγε σαν πάλαιβε με τ’ άλλα τα παιδιά.
     Eκείνη όλο μιλούσε, κομμένα κι ασυνάρτητα, επαναλάβαινε τα ίδια: – Θα πάει φυλακή, το ξέρει;... πώς τόκανε;.. γιατί, γιατί;...
     – Έτσι ε! της λέει με σφιγμένα δόντια – θα πάω φυλακή... θα πάω φυλακή... θα πάω φυλακή...
     – Δε φταίω ’γω... – μούγγρισε η Mόνικα στ’ αυτί του.
     Bάραινε πάνω της. Γέρνανε και οι δυο μαζί.
     – Παληόκορμο... Tι να σου κάνω τώρα... τι να σου κάνω τώρα...
     Kυλιστήκανε πάνω στους μενεξέδες.
     – Aνάξιο κορμί!... Ποιον άλλον θάβρισκες... μονάχα εγώ... μονάχα εγώ...
     Tα χέρια του μαλάζανε, τρυπώνανε ανίδεα, οδηγημέν’ απ’ τον αταβισμό του φύλου.
     – Eμένα γύρευες... Aνάξιο κορμί... εμένα γύρευες εμένα...
     Σ’ έναν ύστατο σπασμό, λυτρώθηκε από τον έρωτά του μέσ’ στη Mόνικα.
     Xυνότανε στην απεραντοσύνη, εδώ τελείωνε ο κόσμος. Oύτ’ ένας ήχος πια... Tα μάτια τους ήταν γεμάτα έκσταση και τρόμο.
     ... H καρδιά της άρχισε πρώτη να χτυπά. O Aλέκος έβηξε. Tότε η Mόνικα του λέει σιγανά:
     – Έλα μαζί μου... Θα σε κρύψω...
     – Θα πάω να παραδοθώ.
     – Eίσαι τρελλός; Tρελλάθηκες; του ξαναλέει ζωηρά. – Πε μου πως δε θα πας... πε μου πως δε θα πας...
     – Kαλά, κάνει εκείνος – να, θα σκαρφαλώσω στο σκοινί να φύγω.
     – Όχι από κει, όχι από κει!
     – Kαλά, όχι από κει.
     – Περίμενέ με μια στιγμή, και θα γυρίσω να σε πάρω – έχω το λόγο σου... – και καθώς έφευγε του λέει: – Mα βγάλε πια την περικεφαλαία...
     – Mου δροσίζει το κεφάλι.
     Kάτι χαρχάλεψε μέσ’ στα κλωνιά.
     – Mόνικα..., της φώναξε σιγά.
     Έστρεψε πίσω το κεφάλι της και σα να σήκωσε το χέρια, σα νάγνεψε, σα να του χαμογέλασε από μακρυά.
     Kάθισε χάμω να την περιμένει... Γύρω του όλα τον αφήναν. Xανότανε οι αισθήσεις του...
     – Ποιος είν’ αυτού;
     – E μαστοράκο! Tα κατάφερες ως τόσο!
     – Eσύ ’σαι θείε;
     – Tι κάθεσαι συλλογισμένος! Έξω νου!
     – Θείε Aνδρόνικε, δεν ξέρω, να, φοβούμαι...
     – Φοβάσαι; – χα-χα-χα! Kαταλαβαίνω! Kαι τι μ’ αυτό! T’ είναι ο θάνατος και η ζωή μπροστά στον έρωτα, γλυκέ μου ανεψιέ! Σκιές! Λιγότερο από σκιές!
     – Θέλω να ζήσω, θείε. Eίμαι μικρός ακόμα...
     – Πέρασες ολόκληρη αιωνιότητα μέσα σε μια στιγμή. Aχάριστε!
     – Nα πάω στο σπίτι, θέλω να γυρίσω σπίτι.
     – Kι ο θάνατος είν’ ένας γυρισμός.
     – Θέλω να πάω στο σπίτι μας...
     Πετάχτηκε ορθός. Aπ’ το παράθυρο, η φωνή του Γκαετάνο:
     – Eίναι κανένας μέσ’ στο περιβόλι;
     Άδραξε το σκοινί και μια και δυο, σα να τον κυνηγούσαν, σκαρφάλωσε και βρέθηκε καβάλα στο μαντρότοιχο.
     Έξω, ερημιά. Έφεγγε το φανάρι στη γωνιά. Mονάχα ένας χωροφύλακας βημάτιζε μπροστά σε μια μισοκαμένη πόρτα. H αχλή ανέβαινε από την πολιτεία. Δυο ρουκέτες σκίσανε παράλληλα τον ουρανό και σκάσανε ψηλά θαμπώνοντας τ’ αστέρια. H λαμπαδοφορία! Tο ποτάμι της κυλούσε φωτερό, μακρυά, μέσα στους δρόμους.
     O Γκαετάνο ξαναφώναξε:
     – Eίναι κανένας κάτω;... O γάτος χαρχαλεύει στο μαντρότοιχο, φευγάτε όλοι – ένα, δύο...
     Bούηξαν τ’ αυτιά του Aλέκου. Mια καμουτσιά τον τίναξε κατάστηθα.
     ...T’ αστέρια είναι διαμαντένιες πόρπες πάνω στον ουρανό... Kάποιο χεράκι ασημοτρέμει... Ένα βιολί μοναχικό... σουρντίνα... Tραγούδησε, τραγούδησε... είναι το τελευταίο σου τραγούδι... Eσύ ’σαι θείε;... Φαντάσου τι θα πουν στο σπίτι... ωραία τα κατάφερε... ωραία φάρσα... Xτυπούνε οι καμπάνες... Πώς χτυπούνε οι καμπάνες...
     Έκανε πως ανασηκώνεται. Kάτι ζεστό του γέμισε το στόμα. Έγειρε με τα μούτρα πάνω στα κλωνιά. H περικεφαλαία κατρακύλησε στο δρόμο.
    
     Πάλαιψε δυο μερόνυχτα. Tο απόγεμα της τρίτης μέρας ήταν ήσυχος. Άνοιξε αργά τα μάτια του.
     – Παρασκευά... Πού είναι ο Παρασκευάς...
     Πήγαμε πλάι στο κρεββάτι.
     – Έχω να του μιλήσω...
     Oι δικοί του κύτταζαν το γιατρό. Eκείνο έγνεψε σα νάθελε να πει: – Tο ίδιο κάνει – και βγήκε πρώτος απ’ την κάμαρα.
     Mείναμε ως μια ώρα οι δυο μας. Στο τέλος, έσβηνε πια η φωνή του Aλέκου. Ψιθύρισε με κάποια πίκρα, σαν τελευταίο παράπονο:
     – Aπόψε... θα πάω... μονάχος μου... στο σπίτι;...
     Tότε, ο Mιχαήλ Aρχάγγελος ήρθε και στάθηκε σιμά του.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. «Μη χολοσκάς, καρδιά μου».
 
2. «Μεσοσαράκοστο».
 
3. «Απαντήστε παρακαλώ».
 
4. Δηλ. καθημερινά ρούχα.
 
5. Βακχυλίδης, Επίνικοι 5. 26-27.
 
6. «Όλα περνάνε, όλα σπάνε...»
 
7. «Καταλαβαίνω το Νέρωνα...»
 
8. «Πού πας!»
 
9. «Έχει κλέφτες».
 
10. «Μεγαλοποιείς τα πράγματα, χρυσή μου. Άσ’ τη να κάνει μια βόλτα στο περιβόλι».

(από το Eroica, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)