Γύρω στα Ημερολόγια του Γιώργου Θεοτοκά, Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, Ιωάννινα 1989, 12-23.Σαββίδης Γ. Π.
Εκτύπωση
Ύστερα από 15 χρόνια, με πολλαπλή συγκίνηση ανακαλώ την προηγούμενη φορά που είχα την τιμή να μιλήσω στην Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών.
     Πρώτον, γιατί από το 1971 — όταν, κάνοντας μια πολιτική χειρονομία στο κενό, είχα παραιτηθεί από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης —, κανείς άλλος, επί δύο χρόνια, δεν είχε τολμήσει να με καλέσει να μιλήσω δημοσία, εκτός από το Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης. Μα ο Κύριος Φρόντζος, στα 1973, όχι μόνο με προσκάλεσε, αλλά και, παρουσιάζοντας τον ομιλητή σε ένα ακροατήριο του οποίου την πρώτη σειρά κοσμούσαν στολές αξιωματικών, είχε απεριφράστως εξάρει την ηθική σημασία της παραίτησής μου.
     Δεύτερον, επειδή ο μόνος όρος που του είχα θέσει ήταν να μιλήσω για τον Σεφέρη — όνομα τότε απόβλητο στο καθαρτήριο της Χούντας, ιδίως μετά την αναπόφευκτη πολιτικοποίηση της κηδείας του ποιητή. Βέβαια, ως τίτλο της ομιλίας εκείνης είχα προτείνει «Με τον Σεφέρη στην Βόρειο Ήπειρο — παρουσίαση ανέκδοτων σελίδων από το ημερολόγιό του». Και ο Κύριος Φρόντζος είχε αμέσως δεχτεί το θέμα, μολονότι, από την αρχή της τότε εικοσάχρονης ήδη γνωριμίας μας, μου είχε δηλώσει πως η ποίηση του Σεφέρη δεν τον συγκινούσε.
     Τέτοια ήταν η ψυχική του ευρωστία.
     Τρίτον, ένας λόγος που θυμάμαι ζωηρότατα όλες αυτές τις λεπτομέρειες είναι πως η ομιλία είχε προγραμματιστεί από καιρό για τις 14 Νοεμβρίου 1973. Η γυναίκα μου και εγώ είχαμε αφήσει τα δύο έφηβα παιδιά μας μόνα τους σε μιαν Αθήνα που έβραζε όλο και περισσότερο στην οδό Σόλωνος και στην οδό Πατησίων. Και αναγκαστήκαμε τότε να φύγουμε βιαστικά από τα αγαπημένα μας Γιάννενα, ελπίζοντας να πείσουμε τα δυο αγόρια μας να μην κλειστούν στο Πολυτεχνείο.
     Στο σημείο αυτό, σαν να βλέπω την σκιά του Σεφέρη να μου υπενθυμίζει δύο ειρωνικούς στίχους του:
 
     Κι όλα τούτα είναι παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν
          πια κανέναν
     δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε.
 
Σύμφωνοι, δάσκαλε. Ας προχωρήσουμε συνεπώς σε πιο πρόσφατες ιστορίες, για να φτάσουμε κιόλα κάποτε και στο θέμα της αποψινής ομιλίας.
     Λοιπόν, επιτρέψετέ μου να ομολογήσω παρευθύς πως το θέμα αυτό — «Γύρω στα Ημερολόγια του Γιώργου Θεοτοκά — Ανέκδοτες σελίδες» είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια τριπλή φενάκη.
     Πρώτα-πρώτα, επειδή την τελευταία φορά που ανταμώσαμε, ο Κύριος Φρόντζος και εγώ — μέσα Σεπτεμβρίου 1986 ―, του είχα τάξει να έρθω να σας μιλήσω για τον Μιχάλη Γκανά. Πάλι αμέσως εδέχτηκε το θέμα επί πιστώσει, και μετά μου ζήτησε πληροφορίες για τον άγνωστό του αυτόν Ηπειρώτη συγγραφέα. Τέτοια ήταν η πνευματική του ευρυχωρία.
     Κατόπι, πρέπει να δηλώσω πως δεν έχω τίποτε το ιδιαίτερα καινούργιο να πω για τα Ημερολόγια του Θεοτοκά — τουλάχιστον όχι για τα Τετράδια Ημερολογίου (1939-1953), που εκδόθηκαν πέρυσι με εισαγωγή και επιμέλεια του νέου συναδέλφου, Δημήτρη Τζιόβα.
     Και, τέλος, οφείλω να διευκρινίσω πως οι ανέκδοτες σελίδες που θα διαβάσουμε απόψε, τυπικώς αποτελούνται από μία και μόνη σελίδα εφηβικού ημερολογίου, και από 16 σελίδες ενός νεανικού κειμένου που τιτλοφορείται εσκεμμένα «Σαν Ημερολόγιο». Το υλικό αυτό, που προέρχεται από το Αρχείο Θεοτοκά, το έχω συμπεριλάβει ως επίμετρο στην προσεχή επανέκδοση του Ημερολογίου της «Αργώς» και του «Δαιμονίου», με το οποίο ολοκληρώνεται κάπως η έκδοση του Δρ. Τζιόβα.
     Ίσως χρωστώ μιαν ακόμη προκαταρτική διευκρίνιση. Η παρουσία της Ηπείρου και των Ηπειρωτών στο έργο του Θεοτοκά παραμένει, όσο γνωρίζω, αδιερεύνητη. Μένοντας στον αφρό των έντυπων τεκμηρίων, επισημαίνω δύο ώριμες δραματικές του δημιουργίες: Το Γεφύρι της Άρτας (1942), και Το τίμημα της Λευτεριάς (1948) — μάλιστα το δεύτερο έχει για κεντρικό ήρωα τον Κατσαντώνη και διαδραματίζεται σε μεγάλο βαθμό στα Γιάννενα.
     Σκαλίζοντας λίγο ακόμα, υποθέτω πως θα βρούμε και άλλα τεκμήρια, όπως, π.χ., το γεγονός ότι η οικογένεια Νοταρά, η οποία αποτελεί τον κορμό της Αργώς, δηλώνεται θεληματικά πως ξεκίνησε από τα Γιάννενα «στις αρχές του 18ου αιώνα».
     Ωστόσο, για να μην κρύβομαι πίσω από το σχολαστικό μου δάχτυλο, σίγουρα το αποψινό θέμα δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις Ηπειρωτικές Μελέτες — και μόνο με τη καλή σας θέληση μπορεί να ενταχθεί στον κύκλο ενδιαφερόντων του Ιδρύματος Μελετών Ιονίου και Αδριατικού Χώρου.
 
Και τώρα, στο προκείμενο.
     Τα δύο ανέκδοτα κείμενα που θα διαβάσουμε εδώ σε λίγο αποτελούν, μαζί με το Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμόνιου», το μόνο ίχνος των «παλιών ημερολογίων» τα οποία ο Θεοτοκάς ανεξήγητα κατέστρεψε στις 12 Απριλίου 1939, δηλαδή πέντε μέρες μετά την θεατρική απόβαση των Ιταλών στην Αλβανία.
     Όπως γράφει ο ίδιος στο Ημερολόγιό του εκείνη την μοιραία Τετάρτη της Διακαινισίμου: Εν όψει της επιστρατεύσεως καταστρέφω σήμερα παλιά ημερολόγια και γράμματα. Θα ήθελα να κάνω μια γενική εκκαθάριση των χειρογράφων μου, να κάψω ό,τι είναι σκάρτο, δηλαδή τα τρία τέταρτα, μα δεν έχω την ψυχική ηρεμία που χρειάζεται για μια τέτοια δουλειά.
 
     Τα πιο θετικά αποτελέσματα της σπασμωδικής αυτής εκκαθάρισης ήταν αφ’ ενός η επιλογή των ημερολογιακών εγγραφών που αποτέλεσαν το Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμόνιου» και αφ’ ετέρου η απόφαση του Θεοτοκά να διασώσει τις ακριβότερες παιδικές και εφηβικές του εμπειρίες, γράφοντας τον Λεωνή.
     Δεν έχει νόημα, θαρρώ, να συζητήσουμε κατά πόσο τα δύο κείμενα που θα διαβάσουμε απόψε, σώθηκαν κατά τύχην ή εσκεμμένα — όπως πιστεύω. Αμφότερα, πάντως, αναφέρονται στην εμπειρία της Μικρασιατικής Καταστροφής, και το πρώτο ανήκει πιθανότατα στο υλικό που στοφάρισε τον Λεωνή.
     Τώρα, πριν ακούσουμε τον λόγο του επίδοξου συγγραφέα, υπογραμμίζω πως πέρα από τις φραστικές αδεξιότητες ενός ανοιχτομάτη εφήβου 16 ετών, μαθητή Ελληνογαλλικού Λυκείου της Κωνσταντινουπόλεως, διακρίνεται μια πρώιμη εκφραστική και συναισθηματική οικονομία. Αξιοσημείωτη είναι και η γλώσσα των δύο ημερολογιακών εγγραφών αυτής της σελίδας — μόνο γνωστό μου δείγμα της ιδιωτικής καθαρεύουσας του Θεοτοκά, την οποία απαρνήθηκε συνειδητά εννέα μήνες αργότερα.
     Μένει να προειδοποιήσω πως βρισκόμαστε στην Πόλη, την παραμονή του εορτασμού της εκατονταετηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης, και ένα χρόνο πριν από την Μικρασιατική Καταστροφή.
 

[Α´]

24 Μαρτίου 1921. Καιρός ωραίος, ολίγον ψυχρός, υγρασία αρκετή εις τους δρόμους. Η Κωνσταντινούπολις είναι ολίγον νευρική. Η απροσδόκητος υποχώρησις του στρατού μας εις το Εσκί-Σεχήρ αναποδογύρισε τα αισθήματα· έφερε εις τους Τούρκους ενθουσιασμόν και εις ημάς ανησυχίαν. Σκυθρωποί διαβάται διαβάζουν τα προ του Προξενείου τοιχοκολλημένα ανακοινωθέντα. Λέγεται ότι μεταξύ των Τούρκων ευρίσκονται Γάλλοι και Ιταλοί αξιωματικοί, ότι αυτοί τους διοργανώνουν την αντίστασιν. Εν πάση περιπτώσει όλοι σκέπτονται κάθε άλλο παρά την αυριανήν επέτειον.
     Ώρα δύο και δέκα. Ο γαλανός Βόσπορος εδέχθη μίαν εισέτι φοράν τον Αβέρωφ. Το θρυλικόν σκάφος έρχεται κατά πάσαν πιθανότητα διά την τελετήν της κηδείας του Τοποτηρητού [του Πατριαρχικού Θρόνου]. Προχωρεί βραδέως, ενώ η μεγάλη σημαία του κυματίζει και απλώνεται, και ενώ τα μαύρα τηλεβόλα του κάποτε-κάποτε θραύουν την γαληνιαίαν σιωπήν. Ο πρώτος αιών της ελληνικής ανεξαρτησίας έκλεισε με τους κανονιοβολισμούς του Αβέρωφ ενώπιον του Δολμά-Μπαχτσέ.
 
25 Μαρτίου. Η Κωνσταντινούπολις δεν ήλλαξε φυσιογνωμίαν. Ο καιρός είναι έκτακτος, μόνον μερικαί σημαίαι εις την οδόν Πέρα υπενθυμίζουν την ημέραν. Εις το Προξενείον οι διαβάται εξακολουθούν να σταθμεύουν ενώπιον των ανακοινωθέντων. Εις την Εκκλησία ψάλλεται η κλασική λειτουργία. Η αλήθεια είναι ότι το σύνολον φαίνεται ολίγον σοβαρότερον. Ένας άνθρωπος του λαού κλαίει οκτώ ιδικούς του πεσόντας εις τα πεδία της Ανατολής.
 

[Β´]

Το δεύτερο και εκτενέστερο κείμενο που θα διαβάσουμε απόψε μας προειδοποιεί με δυο λέξεις στην θέση του τίτλου — «Σαν ημερολόγιο»— πως δεν είναι καθαυτό ημερολογιακή εγγραφή, αλλά προφανώς λογοτεχνική επεξεργασία και ανάπτυξη ατόφιων ημερολογιακών σημειώσεων ποικίλων εποχών.
     Η βασική σκηνοθεσία του κειμένου μας πηγαίνει στον Ιανουάριο 1927, όταν ο Θεοτοκάς, 22 ετών πια και πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ταξίδεψε, σαν άταχτο αστόπουλο, για «ελεύθερες σπουδές» στο Παρίσι. Όπως θα ιδούμε, σε ένα σημείο, ρητώς παρατίθενται, δήθεν από μνήμης, σημειώσεις από ένα άλλο ταξίδι που ο Θεοτοκάς είχε κάνει στην Ιταλία ως απόφοιτος του Γυμνασίου στα μέσα του 1922.
     Κυρίως με βάση λίγο-πολύ επισφαλή υφολογικά κριτήρια, κλίνω να τοποθετήσω την γραφή του «Σαν ημερολόγιο» ύστερα από το νευρώδες Ελεύθερο Πνεύμα (που είναι χρονολογημένο: Ιούλιος 1929) και μάλλον μετά τις μαλθακές Ώρες Αργίας (που εκδόθηκαν τον Μάρτιο 1931) — οπωσδήποτε στα χρόνια κυοφορίας της Αργώς (1929-32).
     Όλα τα φύλλα του χειρογράφου έχουν διαγραφές και προσθήκες, κυρίως με μελάνι: πολλές από τις αναγνώσιμες διαγραφές δείχνουν πως βρισκόμαστε σιμά στο αρχικό στάδιο γραφής του κειμένου, ενώ οι περισσότερες προσθήκες μαρτυρούν τουλάχιστον μια ύστερη θεώρηση, η οποία δεν αποκλείεται να έγινε στα 1939.
     Αν η προφορική επισήμανση καθεμιάς από αυτές τις διαγραφές και προσθήκες δεν κινδύνευε να γίνει κουραστική για όλους μας εδώ, θα είχαμε μια παραδειγματική ευκαιρία να εκτιμήσουμε καλύτερα τον αγώνα του Θεοτοκά για «ένα ύφος καθαρό και απλό, μεστό και εκφραστικό, ευλύγιστο και πειθαρχημένο, μια γλώσσα ζωντανή χωρίς βαρβαρότητες και κανονική χωρίς σχολαστικισμό» — όπως το προδιέγραψε ο ίδιος προλογίζοντας, στα 1931, τις Ώρες Αργίας.
     Το κείμενο αρχίζει με την από μνήμης παράθεση μιας σημαδιακής φράσης του τότε ακόμη διάσημου Γάλλου συγγραφέα και πολιτικού Maurice Barrès (1862-1923). Την φράση αυτή, παρά τις επιφυλάξεις του Θεοτοκά, την μετέφρασα όσο καλύτερα μπορούσα, και την μετάφραση θα σας την διαβάσω πριν από το γαλλικό πρωτότυπο.
     Και κλείνω τούτη την λειψήν εισαγωγή με την ευχή να ιδούμε γρήγορα μια συστηματική εργασία για την πνευματική σχέση Θεοτοκά-Μπαρρές, μακάρι ως τελευταίο κεφάλαιο μιας μονογραφίας για την γοητεία που άσκησε ο Μπαρρές στην λογοτεχνία μας — γοητεία που έχει κιόλας επισημανθεί, θετικά είτε αρνητικά, σε τόσο διάφορους συγγραφείς, όσο ο Δραγούμης, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης και ο Σεφέρης.
 
 

ΣΑΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

«Regards ardents, [et] cerclés de noir, cœurs tumultueux des enfants de vingt ans, qui rêvez des illustres poètes, des capitaines, des amants, [ou] des aventuriers marqués par la gloire, je vous prends à témoin qu’elle est ce qui ne meurt pas».1
     (Δε θα τολμήσω να βάλω χέρι σε μια φράση σαν κι αυτήν. Κάθε μετάφραση θα είναι μια βεβήλωση. Δεν είμαι πια παιδί και τα λόγια του Μπαρρές δε με αναστατώνουνε σήμερα όπως άλλοτε. Μα υπάρχουν νεώτεροί μου, που έχουν ανάγκη να νιώσουν κι αυτοί μερικές τέτοιες συγκινήσεις. Δε θέλω να τους χαλάσω την εντύπωση, κι αν δεν ξέρουνε τη γλώσσα του Μπαρρές, καλύτερα να μην ακούσουνε τη φωνή του παρά να την ακούσουνε νοθευμένη.)
 
Simplon Orient Express. Μου είπανε να πάω στη Δύση να «εμβαθύνω» και να «ειδικευτώ». Η οικογένειά μου μού έδωσε ένα καρνέ με τσέκια. Οι καθηγητές μου μού δώσανε καλές συμβουλές. Οι φίλοι μου μού ευχηθήκανε πολλές γυναίκες και πολλές γνώσεις. Το τραίνο τρέχει εύθυμο μέσα στο χλωμό ήλιο του Γενάρη. Η Ελλάδα φεύγει από παντού.
     Μόνος μέσα στο διαμέρισμά μου, γιατί λέω και ξαναλέω τη φράση του Μπαρρές και μου σφίγγεται η καρδιά;
     Είμουνα μικρός μαθητής του γυμνασίου, όταν πέσανε ξαφνικά αυτά τα λόγια μπροστά στα μάτια μου, ενώ ξεφύλλιζα κάποιο βιβλίο που δεν μπορούσα να καταλάβω. Μικρός, πολύ μικρός, στην ηλικία των πρώτων ονείρων και των πρώτων ερώτων, κ’ ένιωσα το χτύπημα βαθιά. Αυτός ο άνθρωπος με γνώριζε. Είχε γράψει για μένα. Τον είχα αντίκρυ μου και μου μιλούσε. Έβλεπε μέσα μου, καταλάβαινε τους πιο κρυφούς, τους πιο σκεπασμένους πόθους μου, έβγαζε γυμνή την ψυχή μου στο φως. Ένιωθα το μάτι του απάνω μου, το μάτι του σα μαχαιριά που με κάρφωνε στον τοίχο, τσακισμένο, εξουθενωμένο, ανίκανο να αντισταθώ.
     Όταν συνήρθα από το πρώτο χτύπημα ένιωσα τον ενθουσιασμό εκείνο, τον πρωτόγονο και ρωμαλέο, που νιώθει το πλήθος του δρόμου στο πέρασμα της στρατιωτικής μουσικής. Τα μάτια μου γεμίσανε. Γελούσα νευρικά. Μέσα μου ξέσπαγε ο συναγερμός όλων μου των κρυφών δυνάμεων. Μέσα μου είχα την τυφλή ορμή ενός λαού που πάει στον πόλεμο. Είχα όρεξη να ζητωκραυγάσω. Πήρα βήμα κι ακολούθησα μηχανικά χωρίς να ξέρω που πηγαίνω.
     Μπαρρές, σύντροφε της πρώτης μου νιότης, αν δε με πήγες πουθενά, τότε που σ’ ακολούθησα χωρίς να σε καταλαβαίνω, αν μ’ άφησες έρημο κι απελπισμένο στα μισά του δρόμου, δε σου κρατώ κακία, γιατί μου χάρισες μερικές από τις συγκινήσεις εκείνες που γι’ αυτές μονάχα αξίζει η ζωή. Δε μου ’δωσες την αλήθεια. Δε μου ’δωσες ένα σκοπό. Μου ’σπασες όμως μερικές φορές τα νεύρα. Μερικές φορές, μ’ ένα φύσημά σου, έκανες την ψυχή μου να ξεχειλίσει. Κάποιες φράσεις σου, άγριες, μπηχτές, που μου ’χωνες βαθιά μέσα στα στήθη, πλουτίσανε παραπάνω την εσωτερική μου ζωή από όλη τη σοφία των δασκάλων. Ύστερα από κάθε μαχαιριά, ξεσκισμένος, αιματωμένος, σ’ ευγνωμονούσα. Σήμερα που δε σε πιστεύω πια, που δεν πιστεύω πια σε κανέναν, ούτε σ’ εμένα τον ίδιο, σ’ εσένα χρωστώ μερικές από τις πιο όμορφες αναμνήσεις μου. Και σήμερα σ’ ευγνωμονώ.
     Μα γιατί μέσα στο τραίνο της Δύσης, γιατί, ενήλικος πια και επιστήμονας με δίπλωμα, ξαναγίνομαι παιδί και ξαναλέω, ύστερα από χρόνια, τη φράση που μουρμούριζα πηγαίνοντας στο σχολειό μου, με το Θουκυδίδη κάτω απ’ τη μασχάλη;
     Μπαρρές, περήφανε Μπαρρές, ήξερες να λες, στον τόνο που έπρεπε, μια λέξη που θα μας κάνει πάντα όλους μας παιδιά.
     Η Δόξα.
 
Προσπαθώ να αναλύσω την αίσθηση που μου προξενεί αυτή η λέξη και δεν καταφέρνω τίποτα.
     Θυμούμαι που ακολούθησα κάποτε μια εκδρομή φοιτητών της Φιλολογίας στην Ολυμπία. Οι νέοι αυτοί, πολύ μορφωμένοι οι περισσότεροι, με πολύ βιβλιογραφία στο κεφάλι, παίζανε τον αρχαίο κόσμο στα δάχτυλά τους. Είχανε διαιρέσει την ομορφιά σε θέματα εξετάσεων, την είχανε κάνει φίσες. Όταν γινόταν λόγος για τον Ερμή κατορθώνανε να αναπτύσσουνε το ζήτημα με τις ώρες. Δεν ξέρω τι έπαθα όταν αντίκρυσα για πρώτη φορά το Θεό. Ξέρω μονάχα ότι έζησα εκεί μια από τις μεγάλες στιγμές της ζωής μου. Μα όταν οι σύντροφοί μου μού ζητήσανε τη γνώμη μου δεν είχα τίποτα να πω. Ήταν αδύνατο να εκφράσω με λόγια αυτό που είχα μέσα μου. Σίγουρα οι νέοι φιλόλογοι θα χαμογελάσανε για την αμάθειά μου. Εγώ όμως δεν τους ζούλεψα για την υπεροχή απέναντί μου. Έκρυψα τον μυστικό μου πλούτο βαθιά μέσα μου, και τον κράτησα εκεί για μένα μονάχα. Πολλές φορές κατάλαβα πως οι άνθρωποι που μπορούνε να πούνε ό,τι αισθάνουνται, δεν αισθάνουνται πολλά.
 
Η Δόξα.
     Ξαπλωμένος στον καναπέ του διαμερίσματός μου. Το τσιγάρο μου έσβησε. Άφησα το κεφάλι μου στο ρυθμό του τραίνου. Γέρνει πότε από τη μια μεριά, πότε από την άλλη. Το μάτι μου ξεκουράζεται απάνω στους μονότονους χιονισμένους κάμπους της Γιουγκοσλαβίας: Σ’ αυτές τις ώρες της μεγάλης αμηχανίας μου, στις ώρες που έχω κάτι μέσα μου και δεν μπορώ να το βγάλω, ζω τις πιο πλούσιες στιγμές μου.
     Η Δόξα. Δεν ξέρω τι νιώθω. Σπαθιά, ωρθωμένα, λάμπουνε στον ήλιο. Η σάλπιγγα της νίκης που βροντά στ’ αυτιά μου. Κορώνες. Δάφνες. Ήλιος. Πολύς ήλιος, λαμπρός, υπέροχος που τυφλώνει τα μάτια μου. Η κραυγή της μάζας. Σκοτεινός ανθρώπινος ωκεανός που μουγγρίζει. Δεν ξέρω. Ένας κρύος ιδρώτας, ένα καρδιοχτύπι. Τίποτα παραπάνω.
     Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου ο μικρός μαθητής, με το Θουκυδίδη κάτω από τη μασχάλη. Πώς τ’ αγαπώ αυτό το παιδί του παλιού καιρού! Μεγάλα μάτια ρεμβώδη που κοιτάζανε πάντα ψηλά. Μεγάλη καρδιά γεμάτη ενθουσιασμούς και συγκινήσεις. Μυαλό τυραννημένο. Σιωπηλό παιδί, ντροπαλό παιδί, πάντα ερωτευμένο, χωρίς ποτέ να τολμήσει να το πει. Ήρθε μέσα στο τραίνο και με κοιτάζει με θλίψη.
     Καλό παιδί, γιατί δε μ’ άφησες εκείνη τη μέρα να πάω το δρόμο μου σαν τους άλλους; Γιατί δε μ’ άφησες να χαρώ την εύκολη ζωή;
 
Είδα από κοντά και τη θεωρία και τη δράση, και ξέρω πώς φτάνουν οι άνθρωποι της εποχής μου.
     Την έζησα καλά αυτή την Αθήνα του εικοστού αιώνα, τη ζωντανή Αθήνα της κίνησης και της ταχύτητας, την Αθήνα τη ζαλισμένη, που γυρεύει τον εαυτό της και δεν τον βρήκε ακόμα, μέσα στα χρηματιστήριά της, στα πελώρια σπίτια από μπετόν με τα σιδερένια κάγκελα, στην πάλη των τάξεων, στην τζαζ, στις χιλιάδες αυτοκίνητα που βοΐζουνε γελαστά και χαρούμενα, και λένε νέους ρυθμούς γύρω από τον Παρθενώνα.
      Ήταν ένα εύθυμο φθινοπωρινό πρωί όταν έφτασα στην Αθήνα, ένα πρωί χαρά θεού. Έσφιγγα μέσα στην τσέπη μου με περηφάνεια το πτυχίο του γυμνασίου. Ξεμύτιζα στον κόσμο. Βγήκα στους δρόμους κ’ ήθελα να ρουφήξω την πόλη σε μια μέρα, τη λευκή πόλη όπου θα ζούσα τη ζωή μου. Πώς να ξεχάσω το θέαμα που αντίκρισα στο πρώτο μου βήμα; Μπροστά πήγαινε ένας καβαλάρης, μαύρος, κατάμαυρος, λιγνός μέσα στη στολή του, σα σκελετός. Κοίταζε κάτω με σφιγμένα τα δόντια. Πίσω του έσερνε μερικές σημαίες μπαρουτοκαπνισμένες, μερικά ξεχαρβαλωμένα κανόνια, μερικούς άντρες, λαβωμένους, τσακισμένους, σπασμένα μούτρα — τα τελευταία συντρίμμια της στρατιάς. Τριγύρω μου παντού η φτώχεια, η γύμνια, η πείνα, η αρρώστεια, τα δάκρυα, ο θάνατος απάνω στα πεζοδρόμια. Η σκοτεινή απέραντη μάζα της προσφυγιάς. Ύστερα σκιστήκανε οι νόμοι και γίνανε σκοτωμοί μέσα στους δρόμους. Οι γέροι λέγανε πως η Ελλάδα τέλειωσε και πάει.
     Οι γέροι νομίζουνε πάντα πως όλα τελειώνουν επειδή τελειώνουν αυτοί. Εγώ όμως είδα να πληθαίνουνε κάθε μέρα τα αυτοκίνητα στους δρόμους της Αθήνας. Μύρισα την μπενζίνα με τα δυο μου ρουθούνια. Είδα τα σιδερένια πουλιά να σκίζουνε τους γαλανούς ουρανούς μας. Είδα ροδοκόκκινα παιδιά να τραβούνε κλωτσιές απάνω σε πέτσινες μπάλες και να ανταλλάσσουνε γροθιές και να αιματώνουνε τα μούτρα τους γελώντας. Από τις κιτρινιασμένες μορφές των πατέρων τους, που γεμίζουνε τις σκάλες των υπουργείων, μ’ αρέσει παραπάνω η ρωμαλέα φιλοδοξία τους να σπάσουν ένα ρεκόρ. Είδα τα ηλιοκαμένα ελεύθερα κορίτσια της τζαζ και της αμμουδιάς και τ’ αγαπώ παραπάνω από τις Φαρμακωμένες. Είδα τη μίζερη επαρχιώτικη Ελλάδα να τελειώνει, την Ελλάδα του χωριού και της στάνης, την Ελλάδα του καφενέ και της ταβέρνας. Μα είδα πολλά πράματα ν’ αρχίζουν.
     Αυτό το τραγικό, αιματωμένο 1922 το αγαπώ και το σέβουμαι. Δεν είναι δικό μου επάγγελμα οι αναστεναγμοί. Δεν έχω στο νου μου να γράψω μοιρολόγια. Αυτό το δημιουργικό 1922 ανοίγει μια νέα ζωή για το έθνος μου. Δώσαμε πολλά δάκρια στους πεθαμένους. Τώρα πρόκειται να ζήσουμε. Κάνετε τόπο στους ζωντανούς.
     Τους βλέπω τώρα από μακριά. Όσο φεύγει το τραίνο τους βλέπω καλύτερα. Τώρα έχω μπροστά στα μάτια μου μια συνολική εικόνα.
     Τι καζάνι η σημερνή Αθήνα! Η αλλαγή ήταν πολύ απότομη και γίναν όλα θάλασσα. Το καζάνι βράζει.
     Κανείς δεν ξέρει τι θέλει. Κανείς δεν ξέρει πού πάει. Όλοι φωνάζουνε μαζί. Μαλλιοτραβιούνται χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό. Τι πανδαιμόνιο!
     Αυτό το έθνος κοιλοπονά. Ποιος μπορεί να μαντεύσει τι θα μας γεννοβολήσει;
     Εγώ όμως είμαι πιο σοφός απ’ αυτούς. Γιατί αυτοί νομίζουνε πως ξέρουνε τι θέλουνε, ενώ εγώ ξέρω πως δεν ξέρω.
     Είδα τι γίνεται εκεί μέσα. Όπου τρέξει τρέξει. Όπου φτάσει φτάσει. Όλοι έχουνε κι από μια συνταγή για τη σωτηρία του έθνους. Αγώνας ταχύτητας. Δε λείπει κανείς από το χορό. Είναι κάποιοι πρωθυπουργοί της Ελλάδας, κάποιοι πολιτικοί αρχηγοί, κάποιοι πνευματικοί οδηγητές του έθνους, κάποιοι πρυτάνεις Πανεπιστημίων, που αν μου ζητήσουν καμμιά μέρα να τους διορίσω δαχτυλογράφους μου, θα αρνηθώ για λόγους ευπρεπείας.
     Όλοι οι νέοι βάλανε στο κεφάλι τους να γίνουνε υπουργοί ή καθηγητές Πανεπιστημίων. Αυτά είναι τα όνειρα της νεότητας, το ρουσφέτι και το δασκαλίκι. Κακομοιριασμένα όνειρα αυτά καθεαυτά, αλλά θυμηθείτε ότι η σωτηρία του έθνους εξαρτάται απ’ αυτούς τους δύο θεσμούς. (Ξέχασα. Έχουμε κι Ακαδημία. Ένα πρωί ο στρατηγός Πάγκαλος αποφάσισε να κάνει μεγάλα έργα και ν’ αφήσει όνομα στην ιστορία. Προσκάλεσε σαράντα αγαθούς ανθρώπους: «Κύριοι, θα μου σκαρώσετε γλώσσα, επιστήμες, γράμματα και τέχνες. Κλίνατε επί δεξιά! Εμπρός μαρς!» Από τότε οι σαράντα αγαθοί άνθρωποι νομίζουνε με τα σωστά τους πως χρησιμεύουνε σε κάτι.)
     Αλήθεια, τι ζωντανό, τι πολύπλοκο θέμα, αυτή η μεταπολεμική Ελλάδα.
     Γιατί να το κρύβω περισσότερο; Βάλθηκα να τα πω όλα. Η επιτυχία μού χαμογελά εκεί μέσα.
     Έχω δίπλωμα νομικής. Έχω μερικούς κουμπάρους σε μια εκλογική περιφέρεια. Μπορώ να γράψω μερικές φυλλάδες με υποσημειώσεις και με βιβλιογραφία που να λένε σε κάθε σελίδα: «η επιστήμη διδάσκει...» Μου χρειάζονται ιδέες. Πέρνω όποιες δήποτε. Τα μεγάλα αξιώματα περιμένουν. Μια μικρή απόφαση κ’ έφτασα χωρίς κόπο στη δόξα των πεζοδρομίων.
     Το τραίνο προχωρεί μέσα στη νύχτα της Κεντρικής Ευρώπης. Χιόνια, χιόνια, χιόνια. Το παιδί με τα ρεμβώδη μάτια και με το Θουκυδίδη, με κοιτάζει παραπονεμένο.
     Έχεις δίκιο, καλό παιδί, έχεις δίκιο. Μου γεμίσανε το κεφάλι. Με ζαλίσανε. Μου είπανε: ικανότητές μου, δυναμικότητες, μόρφωση, λειψανδρία της Ελλάδας. Ξέρω, ξέρω. Ας τ’ αφήσουμε αυτά μια για πάντα. Ξέρω. Οι θέσεις είναι άδειες. Μερικά βήματα και φτάσαμε. Δε χρειάζουνται πολλά. Κεραμιδάκια. Ευσυνείδητοι νέοι, ευσυνείδητες προσπάθειες. Φτωχαδάκια, μίζερα κεφαλάκια, μικρές καρδούλες. Ξεκινούν από τη μετριότητα, φτάνουν τη μετριότητα. Η μετριότητα τους αρκεί.
     Κ’ εγώ προτιμώ: τίποτα. Έχεις δίκιο, καλό παιδί.
 
Ο ήλιος. Η θάλασσα.
     Πριν από μερικά χρόνια πέρασα βιαστικός στους δρόμους της Ιταλίας, χάθηκα για λίγο μέσα στα βουβά παλάτια κ’ ερωτεύτηκα την κόκκινη Βενετιά. Σκύβω απ’ το παράθυρό μου. 100 την ώρα. Ο αέρας μου δέρνει τα μάγουλα. Αναπνέω βαθιά την καπνιά και την ταχύτητα. 110, 120. Μπροστά στα μάτια μου αστράψανε για μια στιγμή η Αδριατική, η Πάντοβα, η Βερόνα, το Μιλάνο, οι λίμνες. Ξαναθυμούμαι κάποιους παλιούς μου ρεμβασμούς.
     Ένα βράδι μπροστά στη σελήνη της Βενετιάς είχα γράψει την αμηχανία μου. Το ’σκισα από καιρό εκείνο το σημειωματάριο, μα θυμούμαι απάνω-κάτω μερικές φράσεις. Δε θέλω να περιορίσω την παιδική τους αφέλεια. Ό,τι αισθάνθηκα τ’ αγαπώ και δεν ντρέπουμαι για τους παλιούς εαυτούς μου. Είχα γράψει:
     «Κάτω από τον ουρανό της Ιταλίας αντάμωσα τον ίσκιο του Μπάιρον και με σέρνει ανάμεσα στα συντρίμμια των χαμένων κόσμων, τον αγαπώ τον όμορφο ίσκιο που με πηγαίνει, τον αγαπώ γιατί σαν κ’ εμένα ένιωσε την απογοήτευση και το βαρεμό. Μα τον ζουλεύω γιατί αυτός μια μέρα, είδε στ’ αντικρινά ακρογιάλια τη φλόγα του Μεσολογγιού, να φεγγοβολά μέσα στη νύχτα της Ελλάδας, και πήγε και δόθηκε σε μια ιδέα. Εγώ πότε θα βρω το Μεσολόγγι μου, το Μεσολόγγι που θα κάνει την ψυχή μου να ξεχειλίσει και να βγάλει αυτό που κρύβει;»
     Ξαναείδα το λόρδο σήμερα. Μες στον καπνό του τραίνου, ενώ το κεφάλι μου σκυμμένο απ’ το παράθυρο έσκιζε τον αέρα με ταχύτητα των 120. Ο λόρδος είναι πάντα εκεί, μες στον αέρα της Ιταλίας, χλωμός, απελπισμένος, τρελλός από έρωτα, από αμηχανία κι από δόξα. Μα γιατί σήμερα μια βέβηλη υποψία μού πέρασε από το νου;
     Άραγε πίστεψε ποτέ ο Μπάιρον στην Ελλάδα;
     Δεν ξέρω. Φοβούμαι. Φοβούμαι πολύ. Κάθε Έλληνας που περιδιαβάζει με τη βαλίζα στο χέρι σε μια από τις πέντε ηπείρους, θεωρεί τον εαυτό του ένα μικρό υπουργό των Εξωτερικών της Δημοκρατίας, και νομίζει χρέος του να πιστεύει στις εθνικές απόψεις. Φοβούμαι.
     Μα γιατί να κρύβουμαι από τον εαυτό μου; Έτσι που τον ένιωσα για μια στιγμή, ίσως τον αγαπώ ακόμα πιο πολύ από το λόρδο. Αηδιασμένος από μικρότητες, τρελλός για μεγαλείο, είδε κάπου ένα ωραίο τέλος και πήγε και το πήρε. Τι την ήθελε την πίστη;
     Δεν ήταν άνθρωπος για να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα σαν εμποροϋπάλληλος. Για να καεί του χρειαζότανε η πυρά μιας Ελλάδας.
     Δεν ήταν άνθρωπος για να τελειώσει άνανδρα τη ζωή του πίσω από ένα ντουβάρι, στο δρόμο της ήττας και της φυγής. Του χρειαζότανε να πέσει πολεμώντας μια Αυτοκρατορία στήθος με στήθος.
     Καλοί άνθρωποι, που θα σκανδαλιστείτε, το ξέρω που δεν μπορείτε να τη νιώσετε αυτή τη δόξα χωρίς σκοπό, αυτή τη «δόξα για τη δόξα». Μην ανησυχείτε. Δεν ασεβώ προς τη μνήμη του. Πολλοί, πάρα πολλοί, σκοτώνουνται κάθε μέρα από καθήκον. Λίγοι σκοτώνουνται από αισθητική, για την ομορφιά ενός θανάτου.
     Εμένα όμως μου μιλά στην καρδιά ο λόρδος, όπως τον είδα σήμερα, εμένα που σε κάποιες νύχτες αϋπνίας, ένιωσα την ανάγκη να πάω στην Κίνα να πολεμήσω για οποιονδήποτε, για το βασιλιά της Αγγλίας, για τους Κινέζους, για τα Σοβιέτ, χωρίς πίστη, μόνο και μόνο για να ξεπεράσω την απελπιστική μετριότητα της ζωής μου. Βέβαια θα γελάσετε, γιατί δεν πήγα, κι ούτε θα πάω. Αυτόν όμως τον Μπάιρον που ένιωσα σήμερα, αυτόν που θα νομίσετε μικρότερο από τον άλλο, που θα τον πείτε θεατρίνο, δοκιμάστε λοιπόν να τον μιμηθείτε, καλοί άνθρωποι. Δοκιμάστε να δούμε αν είναι αυτό το θέατρο για τα φτωχά σας κοκκαλάκια.
 
Η Δόξα.
     Έχω μεγάλο δίκιο που αρνούμαι να δεχτώ χωρίς συζήτηση τις καθιερωμένες αντιλήψεις. Όλος ο κόσμος λέει πως οι σιδερόδρομοι της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας είναι στραβοί, κουτσοί κι ανάποδοι. Αντιθέτως, όλοι αναφέρουνε με ευλάβεια τη σιδεροδρομική οργάνωση της Ελβετίας. Εγώ ξέρω πως πέρασα από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία χωρίς ένα λεπτό καθυστέρηση ενώ η ηλεκτρική μηχανή που με παράλαβε στα ελβετικά σύνορα έσπασε με μεγάλη φασαρία και περνώ τη νύχτα περπατώντας μέσα στα χιόνια, γύρω από το τραίνο μου και κοιτάζοντας αυτές τις Άλπεις που δεν αγαπώ.
     Η Δόξα.
     Ειλικρινώς, πρέπει να ομολογήσω στον εαυτό μου πως δεν πιστεύω στη χρησιμότητά της. Και χωρίς αυτήν μπορεί να γίνει η παραγωγή των οικονομικών αγαθών (και μάλιστα καλύτερα) και η ανανέωση της ανθρώπινης μάζας. Μα θέλω να πιστεύω πως βρίσκουνται μερικοί άταχτοι γυμνασιόπαιδες από κείνους που πέρνουνε πάντα τους χειρότερους βαθμούς στη διαγωγή τους, μερικοί κακοί φοιτητές από κείνους που απορρίπτουνται τρεις φορές προτού πάρουνε δίπλωμα, μερικά παιδιά από κείνα που ονειρεύουνται στα θρανία τους να ξεπεράσουνε τη μετριότητα που τα βαραίνει απάνω στο στήθος, μερικά παιδιά με γουρλωμένα μάτια, με φωτιά στην ψυχή, με θύελλα στο κεφάλι, μερικά ανήσυχα παιδιά, που μουρμουρίζουνε κρυφά αυτή τη λέξη χωρίς να ξέρουν τι ζητούν.
     Αυτές οι ακατάστατες σελίδες δεν πάνε για το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, ούτε για την εχτίμηση των χρονογράφων του αθηναϊκού τύπου. Πάνε γι’ αυτά τα παιδιά, που θα χαρούν ίσως να δούνε στο χαρτί την αμηχανία τους και τον πόνο τους. Αν δεν ήτανε μερικά τέτοια παιδιά στον τόπο μου, αντί να γράφω θα προτιμούσα ν’ ανοίξω μπακάλικο στην οδό Αιόλου και να πουλώ κονσέρβες.
     «Regards ardents, cerclés de noir...»
 
Για να πει κανείς τον πόνο τους και την αμηχανία τους, για να επικοινωνήσει ψυχικά μαζί τους, σίγουρα αξίζει τον κόπο να κάνει την τιποτένια θυσία να περάσει για ανισόρροπος στα μάτια των σοβαρών ανθρώπων.
 
Εδώ τελειώνει η αποψινή μας συνομιλία με τον Γιώργο Θεοτοκά. Σας ευχαριστώ για την προσοχή που δώσατε στην προσπάθειά μου να τοποθετήσω τα δύο αυτά ανέκδοτα κείμενά του στο κενό που ο ίδιος θέλησε να αφήσει στις κυρίως ημερολογιακές του καταθέσεις πριν από τον Ιανουάριο 1939. Και είμαι πρόθυμος να αποκριθώ σε ερωτήσεις σας, στον βαθμό όπου το επιτρέπουν η ώρα και η μνήμη μου.
     Μονάχα παρακαλώ να μη με ρωτήσετε γιατί και πώς η αρχική μου πρόταση για παρουσίαση του Μιχάλη Γκανά κατέληξε σε διάλεξη περί Ημερολογίων Θεοτοκά. Είναι μια ιστορία που όντως δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον – ούτε καν για τον φίλτατο κ. Γκανά, στον οποίο έχω δώσει όλες τις δέουσες εξηγήσεις. Ωστόσο, επιτρέψετέ μου να ελπίζω πως η Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών θα με καλέσει τουλάχιστον άλλη μία φορά, καλού-κακού πριν από τον Νοέμβριο του μακάρι εθνοσωτηρίου έτους 2003, για να τιμήσω εκείνη τη υπόσχεση που είχα δώσει στον Κύριο Φρόντζο.
 
 

Αθήνα, 5 Νοεμβρίου-Γιάννενα, 14 Νοεμβρίου 1988

 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. «Βλέμματα φλογερά, μέσα σε μαύρους κύκλους, καρδιές ανάστατες εικοσάχρονων παιδιών, που ονειρεύεστε διάσημους ποιητές, καπετάνιους, εραστές, ή τυχοδιώκτες σημαδεμένους από την δόξα, σας καλώ να μαρτυρήσετε πως [η δόξα] είναι εκείνο που δεν πεθαίνει».

Καστανόχωμα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1989



Βιβλιοκρισία. Περιλαμβάνεται στο Καστανόχωμα, 1989, 115-129 (βλ. αρ. 505).