Ένας Οδυσσέας στον Φιλόπαππο (φόρος τιμής στον Έζρα Πάουντ), εφ. Το Βήμα (18.11.1972).Σαββίδης Γ. Π.
Εκτύπωση
Στις 13 Ιουνίου 1867, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, πρύτανης των κατεστημένων Νεοελλήνων ποιητών και πρώτος πρεσβευτής μας στην Ουάσιγκτον, συνάντησε τυχαία τον πρώτο μείζονα ποιητή του Νέου Κόσμου. Στον τρίτο τόμο των φλύαρων (μα πόσο χρήσιμων!) Απομνημονευμάτων του, η συνάντηση περιγράφεται ως εξής:
 
            Μετά τούτο δε μετέβην εις του Γενικού Εισαγγελέως,
            ως ενός των επισημοτάτην θέσιν κατεχόντων,
            και ίνα παρ’ αυτού ακούσω περί του Δικαστικού
            τού Κράτους οργανισμού. Και αυτόν μεν δεν επέτυχον,
            εύρον δ’ ένα των υπαλλήλων του, τον παράδοξον
            γέροντα Whitman, όστις εαυτόν έξοχον ποιητήν μάλλον
            ή δικαστικόν λειτουργόν εκλαμβάνων, ήκιστα μεν
            ειργάζετο εν τω γραφείω του, έγραφε δε και εξέδιδε
            ποιήσεις, ων συλλογήν προσέφερε και εις εμέ,
            και αίτινες μοι εφάνησαν, και ως προς την έννοιαν,
            σχεδόν παραφρονούσης μούσης τερατολογήματα.
 
Έναν αιώνα αργότερα, στις 5 Νοεμβρίου 1965, ένας πολύ διαφορετικός ποιητής-διπλωμάτης, ο Γιώργος Σεφέρης (στον οποίο οφείλω και την παραπάνω περικοπή του Ραγκαβή) συνάντησε στην Αθήνα, για πρώτη και τελευταία νομίζω φορά, τον Έζρα Πάουντ – «φασίστα», «προδότη», «παράφρονα», μα και (είτε μας αρέσει είτε όχι) παππού της νεότερης ποίησης και απευθείας πνευματικόν απόγονο του Ουώλτ Ουίτμαν.
            Είναι, βέβαια, πασίγνωστο πως ο Έλιοτ, στα 1922, αφιερώνοντας στον Πάουντ την Έρημη Χώρα, τον προσφώνησε με τα λόγια του Ντάντε: «Ο καλύτερος τεχνίτης της μητρικής γλώσσας»· λιγότερο γνωστό, ίσως, είναι ότι στα 1946, πάλι ο Έλιοτ βγήκε να τιμήσει την υπόδικο φίλο του, καταλήγοντας ότι «μας δίνει ένα υπόδειγμα αφοσίωσης στην “τέχνη της ποιήσεως”, που δεν μπορώ να το παραλληλίσω, στην εποχή μας, παρά με το υπόδειγμα του Βαλερύ και ως ένα σημείο του Γαίητς». Όσο για την συγγένεια του Πάουντ με την «παραφρονούσα μούσα» του Ουίτμαν, θαρρώ πως δεν χρειάζεται εδώ άλλη τεκμηρίωση, από το ποίημα που δημοσίεψε «στο μεσοστράτι της ζωής του»:
 
            Μια Συνθήκη
           
            Κάνω μια συνθήκη μαζί σου, Ουώλτ Ουίτμαν –
            αρκετά σε αντιπάθησα ως εδώ.
            Έρχομαι σε σένα σαν παιδί που μεγάλωσε πια
            και που είχε πατέρα στραβοκέφαλο·
            έφτασα πια στην ηλικία να φιλιώσουμε.
            Συ ήσουν που πελέκησες το νέο ξύλο,
            τώρα είναι καιρός να σκαλιστεί.
            Έχουμε τον ίδιο χυμό και την ίδια ρίζα –
            ας έρθουμε σε μια συναλλαγή εμείς οι δυο.
 
 
Δεν ξέρω αν και πώς απομνημονεύτηκε στο ημερολόγιο του Σεφέρη εκείνη η συνάντηση – είχαμε, όμως, η γυναίκα μου και εγώ, το προνόμιο να παραστούμε στο δεύτερο μέρος της, καλεσμένοι σε φιλικό πρόγευμα στο σπίτι της οδού Άγρας. Ο Σεφέρης είχε θεωρήσει χρέος του να παραλάβει τον γέροντα, καθώς και την σύντροφό του, την μουσικό Όλγα Ρατζ (που τόσα της οφείλουν οι εραστές του Βιβάλντι), από το ξενοδοχείο τους στην Πλάκα.
            Η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική, οι οικοδεσπότες φανερά συγκινημένοι, μα ο Πάουντ βρισκόταν τότε στην φάση της πιο αυστηρής σιωπής του (είδος αυτοτιμωρίας, καθώς βεβαιώνουν οι οικείοι του). Έτσι, η μόνη λέξη που ακούσαμε από το στόμα του, όλο το απόγευμα, ήταν η ράτσα του σκύλου –άγρυπνη πάντα η έγνοια του για την κυριολεξία– τον οποίον είχε σκαλίσει μισόν αιώνα πριν ο αδικοσκοτωμένος φίλος του, ο γλύπτης Ανρί Γκωντιέ-Μπρζέσκα (που θεατρίστηκε πρόσφατα ως «Άγριος Μεσσίας» στην κραυγαλέα ταινία του Κεν Ράσσελ). Αυτόν, φαντάζομαι, είχε κυρίως στο νου του ο ποιητής όταν έγραφε τους σκληρούς στίχους του Μώμπερλυ (1920) για το αισχρό μακελειό του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου:
 
            Σκοτωθήκαν μυριάδες,
            και ανάμεσά τους κάποιοι άριστοι,
            για μια σκύλα γριά και φαφούτα,
            για ένα χιλιομπαλωμένο πολιτισμό,
           
            χάρη, χαμογελώντας στο καλό στόμα,
            γοργά μάτια χαμένα κάτω από το βλέφαρο της γης,
           
            για μερικές ντουζίνες τσακισμένα αγάλματα,
            για λίγες χιλιάδες βλαμμένα βιβλία.
 
Για χάρη του Γκωντιέ, πάντως, δέχτηκε, μετά το φαγητό, να τον συντροφέψουμε, μαζί με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, στην προσώρας ανεπανάληπτη διεθνή έκθεση γλυπτικής που οι «φαυλοκράτες» είχαν στήσει στου Φιλοπάππου. Ο ίδιος ήταν ο πιο έμορφος παππούς που αξιώθηκα ποτέ να ιδώ – και η σιωπή του, τελικά, ανάλαφρη όσο και το περπάτημά του. Ελπίζω να έφυγε από την Ελλάδα με στερεωμένη την πεποίθηση πως τούτη «η ακτή της Μεσογείου εξακολουθεί να κατοικείται» (όπως μου είχε γράψει από το φρενοκομείο της Ουάσιγκτον, τον Νοέμβριο 1951, όταν, για να τον εγκαρδιώσω, του είχα στείλει την πρώτη αγγλική έκδοση των Ποιημάτων του Καβάφη).
            Δεν τον ξαναείδαμε παρά μονάχα φέτος, τον Ιούνιο, στο βενετσιάνικο θέατρο της Φενίτσε, προσηλωμένον στο άκουσμα του Ρέκβιεμ του Βέρντι. Πάντα λεβεντόκορμος, κομμάτι πιο αδύνατος μα και πιο διάφωτος, πάντα αγέλαστος αλλά όχι πια αμίλητος, και η κοφτερή ματιά του ανοξείδωτη. Η ματιά που ανταποκρίνεται στο ερώτημα του Ελύτη: «Εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;». Ματιά του πολύτροπου, πολύπαθου και πολύμαθου άντρα που αγωνίστηκε «να διατηρήσει το ύψος, στην αρχαία του σημασία» περιγράφοντας την επίγεια Κόλαση εκείνων που «προτίμησαν την ασέλγεια του χρήματος από τις απολαύσεις των αισθήσεων».
 
 
– Έστω. Μα τι απομένει, για μένα, σήμερα, από όλον αυτόν τον αγώνα; θα ρωτήσει ο αναγνώστης που διάβασε ως εδώ, πιθανότατα με λίγην είτε πολλήν αδημονία.
            Δεν μπορώ, βέβαια, να αποκριθώ για λογαριασμό του κάθε αναγνώστη. Αν δεν ξέρει αγγλικά, ας γυρέψει μερικές απαντήσεις στις Αντιγραφές του Σεφέρη (1939 και 1965), στην μετάφραση του Κατάη από τον Λορεντζάτο (1950) ή και στις Λύσεις, 1 του Τάσου Πορφύρη και του Στέφανου Ροζάνη (1967) – και με πολλή περίσκεψη στις μεταφράσεις του Ηλία Κυζηράκου (1966), του Κώστα Ιορδανίδη (1971), του Νίκου Σημηριώτη (1972) και του Λουκά Άννινου (1972). Εδώ, αλήθεια, υπάρχει πρόσφορο υλικό για μια σοβαρή συγκριτική μελέτη, του τύπου εκείνων που ο Ξενοφών Κοκκόλης δημοσίεψε πρόσφατα στην Διαγώνιο για ελληνικές μεταφράσεις ποιημάτων του Λόρκα και του Απολλιναίρ.
            Η δική μου απάντηση, στα πλαίσια τούτης της περιδιάβασης, είναι, συνοπτικά: ένα χνάρι. Με την έννοια, πρώτα, καταγραφής μια μείζονος μουσικής ευαισθησίας και μιας δυναμικής διδακτικής ιδιοσυγκρασίας. Δεύτερον με την έννοια μιας ριζοσπαστικής αντίληψης της βασικής ποιητικής λειτουργίας που είναι η μεταφορά (σε τούτη συνυπολογίζω και τις λεγόμενες μεταφράσεις του Πάουντ από τα ελληνικά, τα λατινικά, τα προβηγκιανά, τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα ιαπωνικά και τα κινέζικα). Τρίτον, με την έννοια της επίδρασης την οποίαν άσκησε και ασκεί –άμεσα είτε έμμεσα, θετικά η αρνητικά– πάνω σε ολόκληρη την σύγχρονη ποιητική (συμπεριλαμβανόμενου και του Μπρεχτ, ο οποίος του αφιέρωσε προκαταβολικά ένα πικρό επιτύμβιο). Τέλος, για να θυμηθώ τον Έλιοτ: με την έννοια του υποδείγματος, έστω και προς αποφυγήν.
 
Πάνω Νερά, Ερμής, 1973

Περιλαμβάνεται στα Πάνω Νερά, 1973, 84-88 (βλ. αρ. 298). Oι μεταφράσεις των ποιημάτων «Mια συνθήκη» και «Σκοτωθήκαν μυριάδες…» αναδημοσιεύτηκαν στο αφιέρωμα Γ. Π. Σαββίδης, «32 μεταφράσεις ποιητικών κειμένων (1945-1993)», 1995, 265 (βλ. αρ. 01) και στον τόμο Eδώδιμα Aποικιακά, Eλάσσονα και ανέκδοτα κείμενα και ποιητικές μεταφράσεις 1945-1995, Eρμής, 2000, 161-162.