Ψύλλοι στ’ άχερα του “μεγάλου Ναι”, εφ. Το Βήμα (21.7.1973).Σαββίδης Γ. Π.
Εκτύπωση
Τι απατηλός γέρος αυτός ο Καβάφης σας! Εκεί που, ενόσω ζούσε, έβαζε φίλους του να βεβαιώνουν ότι «ποτέ του δεν θα γράψει έναν ύμνο βενιζελικόν ή βασιλικό», νά σου τον τώρα, σαράντα χρόνια αθάνατος, που εμφανίζεται να πριμοδοτεί το «δεδομένο» (κόντεψα να πω «θεόδοτο») και μοναδικό υποψήφιο Σύνταγμα, με ξέφτια από ένα νεανικό (1899-1901) ποίημά του... Γιατί δεν φαντάζομαι να χωρεί αμφιβολία πως δικό του είναι «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΝΑΙ» που βλέπουμε τοιχοκολλημένο σε «οδούς, πλατέες, και πύλες της περιωνύμου πόλεως Αντιοχείας» καθώς και σε όλα τα ντουβάρια της λοιπής Επικράτειας.
            Πόσο θεμιτή, άραγε, είναι τούτη η πλάγια παρεμβολή ενός «ομογενούς» στον ξένο αχυρώνα; Και μη μου πείτε, παρακαλώ, πως γυρεύω ψύλλους στ’ άχερα ή πως ο Καβάφης, έχοντας μάλιστα διαλέξει την Ελληνικήν Υπηκοότητα, δεν είχε λιγότερο δικαίωμα να νοιάζεται για τις τύχες του Έθνους από όσο (ας πούμε) ο κ. Πάππας ή ο κ. Ωνάσης. Το ξέρω. Μόνο που συμβαίνει να θυμούμαι και κάποιους άλλους, ωριμότερους και σαφώς πολιτικούς του στίχους. Λ.χ.:
 
            ...Που κατά βάθος έγιναν
            σαν ένα είδος υπηρέται των Ρωμαίων
            το ξέρει ο Σελευκίδης, που αυτοί τους δίδουν
            κι αυτοί τους παίρνουνε τους θρόνους των
            αυθαίρετα, ως επιθυμούν, το ξέρει.
 
Ή και:
 
            κατά που θέλει και κατά που κάμνει
            οι Έλληνες (οι Έλληνες!) να τον ακολουθούν,
            μήτε να κρίνουν ή να συζητούν
            μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο.
 
Ή πάλι:
 
            Αυτή η Συρία — σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του,
            αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα.
 
Και ακόμη:
 
            Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία
            δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
            και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
            ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
            να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.
 
Ίσαμε το κυνικό:
 
                                    Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
            για το αψήφιστο της εκλογής.
            Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
 
Πριν ξαναδιαβάσουμε ολόκληρο το ποίημα του «μεγάλου Ναι» (ή μήπως είναι κυρίως του «μεγάλου Όχι»;) θα ήθελα να ξεκαθαρίσω στον αναγνώστη ότι συμμερίζομαι την γνώμη του Σεφέρη και για τούτο το κείμενο, γνώμη γραμμένη «εις ανύποπτον χρόνον» (1941) — αν υπάρχουν, στον αιώνα μας, χρόνοι «ανύποπτοι» για άλλους από τους ολότελα ανυποψίαστους:
 
Από τα ποιήματα του Καβάφη που μ’ ενοχλούν πραγματικά· πρώτα, γιατί δε μου μεταδίνει κανένα αίσθημα· έπειτα, γιατί άκουσα τόσους και τόσους να το απαγγέλνουν με το στόμφο εκείνων που δεν ξέρουνε τι λένε· θαρρείς πως ο καθένας μπορεί να το γεμίσει με όλα τα ναι και τα όχι που του έλαχαν στο μεροκάματό του. (…) Το μεγάλο Ναι και το μεγάλο Όχι δίνουν έναν ήχο αρκετά κούφιο…

            Και η γνώμη του Καβάφη; Ευτυχώς δεν θα χρειαστεί να αποκαλύψω την ταυτότητα του προσφιλούς μου μέντιουμ ούτε την παράνομή μου ραδιοτηλεφωνική σύνδεση με τον χώρον όπου αναπαύεται ο ποιητής. Γιατί υπάρχουν δύο αυθεντικά τεκμήρια της στάσης του Καβάφη απέναντι σε τούτο το ποίημά του: Πρώτον, ότι, μετά το 1910 και ίσαμε τον θάνατό του (1933), το άφησε, μαζί με 15 άλλα «σουξέ» του, σε ένα είδος καθαρτηρίου — δηλ. δεν τα αποκήρυξε, μα και δεν τα ενέταξε στις συλλογές που εξέδιδε ως τα τέλη της ζωής του. Δεύτερον, στο Αρχείο Καβάφη σώζονται ανέκδοτα δύο αυτόγραφα σχόλιά του, ασφαλώς πρώιμα, που μαρτυρούν, αν όχι τις επιφυλάξεις που ενδεχομένως ωρίμασαν αργότερα, πάντως όμως ότι σχεδόν εξαρχής ένιωθε πως το ποίημα αυτό ήταν κάπως μπόσικο και χρειαζόταν διευκρινίσεις.
            Το ένα σχόλιο, γραμμένο ελληνικά, πιθανότατα για να χρησιμέψει στον αδελφό-μεταφραστή του Τζων Καβάφη, αφορά τις δύο πρώτες (θεμελιακές, καθώς αποδεικνύεται) λέξεις του ποιήματος:
 
            Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
            που πρέπει το μεγάλο Ναι και το μεγάλο Όχι
            να πούνε…
 
Σχολιάζει λοιπόν ο Καβάφης: «Εφιστώ προσοχήν εις την λέξιν μερικούς. Σε μερικούς ανθρώπους, όχι σε όλους».
            Με άλλα λόγια: το ποίημά μου δεν είναι γενικής (ούτε καθημερινής) εφαρμογής, αλλά ισχύει μόνο για λίγους ανθρώπους (και για την ημέρα εκείνη που θα κρίνει όλη την υπόλοιπη ζωή τους). Έτσι, τουλάχιστον όσον αφορά τις δηλωμένες προθέσεις του Καβάφη, κάθε γενική εφαρμογή του ποιήματος, έστω και ολοκλήρου, είναι αυθαίρετη και προϋποθέτει βασική παρανόηση όχι μόνο των προθέσεων του ποιητή, αλλά και του ίδιου του κειμένου.
            Βέβαια, οι προθέσεις ενός συγγραφέα δεν δεσμεύουν τον αναγνώστη παρά στον βαθμόν όπου είναι πραγματοποιημένες στο κείμενό του. Και από αυτήν την άποψη δέχομαι πως το ποίημα του Καβάφη δίνει λαβή σε παρανοήσεις: η εννοιολογική χαλαρότητα του κειμένου σαν να δημιουργεί ένα κενό που ο κάθε αναγνώστης έχει τον πειρασμό να το γεμίσει με το περίσσευμα (ή το υστέρημα) της δικής του εμπειρίας είτε σύμφωνα με τις προσωπικές του ανάγκες και προκαταλήψεις.
            Τούτα μας οδηγούν στο δεύτερο και ουσιαστικότερο σχόλιο του Καβάφη για το ίδιο ποίημα. Αναφέρεται στον «ήρωα» ή αντι-ήρωά του — ο οποίος (ας μην το ξεχνούμε) δεν είναι εκείνος που είπε «το μεγάλο Ναι», αλλά αυτός που είπε «το μεγάλο Όχι». Το σχόλιο είναι συντομογραφημένο αγγλικά, άρα για προσωπική χρήση του ποιητή, και το μεταφράζω πιστά:
 
Αρνήθηκε, γιατί σκέφτηκε ευσυνείδητα ή πως είναι ακατάλληλος για το έργο ή πως το έργο είναι ανάξιό του ή πως το έργο δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί ή κάποια παρόμοια λογικήν αιτία. Όμως κάποιος άλλος ανέλαβε το έργο και επέτυχε — πιθανότατα επειδή ήταν ο κατάλληλος για τούτο το ειδικό έργο, ή είχε στην διάθεσή του ορισμένα ειδικά μέσα, τα οποία αλλοίωσαν ή διευκόλυναν ή βελτίωσαν το έργο είτε τα αποτελέσματά του. Η επιτυχία αυτού του κάποιου άλλου αντανακλά εις βάρος του Αρνηθέντος, και αυτός είναι ο λόγος που, αν και ο Αρνηθείς εγνώρισε πως το Όχι του ήταν σωστό, μολαταύτα τούτο το Όχι τον βαραίνει σε όλη την ζωή του — το κάνουν να τον βαραίνει οι υποψίες και οι φλυαρίες και οι επιτιμήσεις και οι παρανοήσεις των πολλών.
 
            Οφείλω να προσθέσω ότι το πρώτο σχόλιο συνοδεύεται από μιαν άλλη σημείωση του Καβάφη, για τον ιταλικό τίτλο του ποιήματος («Che fece… il gran rifiuto» = Αυτός που έκανε… την μεγάλη άρνηση). Είναι γνωστό πως προέρχεται από ένα στίχο του Ντάντε για κάποιον που από δειλία («per viltate» ή «per viltà») είπε Όχι, και τα αποσιωπητικά δείχνουν ότι ο Καβάφης παρέλειψε τις δύο αυτές λέξεις — δικαιωματικά (και στο σημείο αυτό διαφωνώ με την συνέχεια του σχόλιου του Σεφέρη) αφού δεν ερμηνεύει τον Ντάντε αλλά απλώς του δανείζεται μιαν έκφραση για τον τίτλο ενός τελείως άσχετου ποιήματος.
            Στην σημείωσή του, λοιπόν, αυτήν ο Καβάφης γράφει: «Το “per viltate” βγήκε διότι ακριβώς το ποίημα πραγματεύεται ή υπονοεί την έλλειψιν του viltate».
            Αλήθεια, συνήθως χρειάζεται ασύγκριτα περισσότερο θάρρος να πεις ένα Όχι παρά το ευάρεστο Ναι. Και έχω προσέξει πως σε φανερές ψηφοφορίες είναι κατά κανόνα αποδοτικότερο να θέτεις έτσι το ερώτημα ώστε μόνον όσοι διαφωνούν απολύτως είτε με την ουσία του ρωτήματος είτε με τον τρόπο που τίθεται (συχνά ο τρόπος είναι η ουσία) να είναι αναγκασμένοι να σηκώσουν το χέρι. Έτσι κιόλα κερδίζεις τους ψήφους των αναποφάσιστων και των αδιάφορων και των χαζών και των δειλών.
            Συνεπώς, αν το ποίημα αυτό αναμφισβήτητα ανήκει σε εκείνα που, κατά τον Κ.Θ.  Δημαρά, εκφράζουν πολύτροπα το καβαφικό πλέγμα της αποτυχίας — από το «Τείχη» (1896) μέχρι το «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» (1933) — ταυτόχρονα συνάπτεται με τον εξίσου σημαντικό καβαφικό κύκλο ποιημάτων της συνειδητής ανδρείας — από το «Θερμοπύλες» (1903) ίσαμε το «Στα 200 π.Χ.» (1931).
 
            Ο Καβάφης — ξετυλίγω τώρα ένα άλλο νήμα του Σεφέρη — είναι, πριν και μετά από οτιδήποτε άλλο (ποιητής ιστορικός, φιλοσοφικός, ηδονικός, είτε λυρικός, διδακτικός, δραματικός), ποιητής διαλεκτικός, δηλ. αμφίσημος. Θέση και άρση, λόγια και έργα, φαινόμενο και ουσία, επιθυμία και πραγματικότητα, αλήθεια και ψέμα, παρελθόν και παρόν, αδιάκοπα συμπλέκονται μέσα στο έργο του και το συνθέτουν.
            Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κριτικοί διαλεκτικά αγύμναστοι ή που θαρρούν πως η διαλεκτική εξισώνεται μηχανικά με την μονοσήμαντη και μονοκόμματη ταύτιση ή αντιπαράθεση (π.χ.) άσπρo-μαύρο ίσον πάντα ναι-όχι), τόσο χοντρά παραστράτησαν διαβάζοντάς τον. Γι’ αυτό επίσης θεωρώ γόνιμο να τον διαβάζουμε συγκριτικά — παρά τις οφθαλμοφανείς ιδεολογικές ή άλλες διαφορές του χαρμανιού που συνιστά τις ανεπανάληπτες προσωπικότητές τους — με τους τρεις άλλους κατεξοχήν διαλεκτικούς ποιητές του αιώνα μας: τον Παλαμά, τον Έλιοτ και τον Μπρεχτ.
            Με την στοιχειώδη διαλεκτική που διαθέτω, θα επιχειρήσω να κοιτάξω απόμακρα («Να μακραίνουμε τα πράγματα είναι ασφάλεια» συμβούλευε ο Καβάφης, προσεγγίζοντας την «αντικειμενική συστοιχία» του Έλιοτ και την «παραξένωση» του Μπρεχτ) το ποίημα – αφορμή μας, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τους άλλους τρεις ομότεχνούς του.
            Αρχίζοντας από τον Παλαμά. Η ποιητικά σημαντικότερη διαλεκτική του σύνθεση είναι, βέβαια, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1899-1906). Διαβάζοντας, λοιπόν, το κείμενο αυτό μαζί με τους φοιτητές μου, βεβαιώθηκα πόσο πιο θετικοί, ποιητικά, είναι οι λεγόμενοι «αρνητικοί» Λόγοι, σε σύγκριση με τους «ανοικοδομητικούς». Γιατί άραγε; Για να το πω συνοπτικά: νομίζω, γιατί ο Παλαμάς ένιωθε πολύ οξύτερα ― ύστερα μάλιστα από την εθνική ντροπή του 1897 και πριν από την εμφάνιση του Βενιζέλου — τι δεν ήθελε και τι τον πλήγωνε, παρά εκείνο που αόριστα επιθυμούσε ή που ενόμιζε πως όφειλε να θέλει. Και με αυτήν την ευκαιρία, έλεγα στα παιδιά:
 
Μην υποκύπτετε στον ψυχολογικόν εκβιασμό, όταν σας λένε πως η αρνητική στάση είναι πάντα στείρα, και πως για να αρνηθείς κάτι πρέπει να έχεις άλλο να προτείνεις στη θέση του. Ο νέος άνθρωπος είναι φυσικό να μην ξέρει ακριβώς τι θέλει, αλλά εξίσου φυσικό είναι να νιώθει εντονότερα τα στραβά που τον περιτριγυρίζουν. Αν η άρνησή σας αφορά κάτι που είναι ή κατάντησε αρνητικό, έχετε κάνει μια πράξη θετική και δυνάμει γόνιμη. Λέγοντας: Δεν θέλω τούτο το στραβό, είναι σαν να λέτε: Θέλω το σωστό. Ποιο είναι το σωστό, πιθανόν να μην το ξέρετε ή και να μην υπάρχει ακόμη — και πάντως, πολύ πριν να το ζητήσουμε από σας, έχετε το δικαίωμα να το ζητήσετε από μας. Ωστόσο, ήδη το Όχι σας απέναντι στο υπαρκτό στραβό είναι η προϋπόθεση για να βρεθεί το σωστό. Και από αυτή την άποψη, ο Γύφτος του Παλαμά μού φαίνεται σαν πρόδρομος των χίππηδων…
 
            Καιρός να προχωρήσουμε στον Έλιοτ. Στο Φονικό στην Εκκλησιά (1935), αυτό το υψηλό πολιτικό και αγγλοκαθολικό δράμα, ο αρχιεπίσκοπος Θωμάς Μπέκετ, για να μην αφήσει πια ορφανό το ποίμνιό του στην βίαιη κοσμικήν εξουσία του βασιλιά και των φεουδαρχών, επιστρέφει στην Αγγλία ύστερα από εφτά χρόνια εξορίας, αποφασισμένος να αντιμετωπίσει ακόμα και μαρτυρικό θάνατο. Στην ψυχική του προετοιμασία, έχει να δοκιμαστεί από τρεις κοσμικούς Πειρασμούς: της ανέμελης αισθησιακής ζωής· της εξουσίας που συνεπάγεται υποταγή της Εκκλησίας στον βασιλιά· ή της εξουσίας με προϋπόθεση να συμμαχήσει με τους φεουδάρχες για να προδώσουν μαζί τον βασιλιά.
            Απροσδόκητα, εμφανίζεται και ένας τέταρτος Πειρασμός. Είναι ο άλλος εαυτός του Θωμά, και τον παρακινεί να επιδιώξει με κάθε τρόπο το πιθανό μαρτύριο, δηλ. την εξασφάλιση όχι τόσο της μεταθανάτιας κοσμικής δόξας όσο του επουράνιου μεγαλείου. Εκείνο που βοηθάει τον Θωμά να νικήσει και τούτον τον Πειρασμό, είναι η φωνή λαού των απλών γυναικών της Καντερβουρίας: «Κατάστρεψε τον εαυτό σου και χαθήκαμε!». Τότε η φωνή του Θωμά αντηχεί γεμάτη διαλεκτική και χριστιανική σοφία:
 
            Ο τελευταίος πειρασμός είναι η πιο μεγάλη προδοσία:
            να κάνεις το σωστό για τη στραβήν αιτία…
 
            Τούτα τα λόγια μάς οδηγούν, διαλεκτικά πάντα, σε μιαν από τις κορυφώσεις ενός άλλου δράματος, μείζονος, πολιτικού και ανθρώπινου: στον Βίο του Γαλιλαίου (1938-39) του Μπρεχτ. Έχοντας απαρνηθεί (για να σώσει την ζωή του και για να ολοκληρώσει το έργο του), μπροστά στην Ιερά Εξέταση, αυτό που είναι βέβαιος πως αποτελεί τον θεμελιακό φυσικό νόμο του Σύμπαντος, ο Γαλιλαίος ακούει την πικρή κραυγή του αγαπημένου μαθητή του:
 
            Αλίμονο στον τόπο που δεν έχει ήρωες!
 
Και του αποκρίνεται:
 
            Όχι. Aλίμονο στον τόπο που έχει ανάγκη από ήρωες…
 
            Πόσο σχετική είναι η δήθεν απόλυτη αξία του «μεγάλου Ναι» όταν το κοιτάξουμε στην προοπτική των εκάστοτε συμφραζομένων του και γυμνωμένο από τα κούφια κεφαλαία του — «τες οικογενειακές του παραδόσεις, το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια» — θαρρώ πως φαίνεται ακόμη πιο καθαρά σε ένα άλλο μπρεχτικό παράδειγμα:
            Στα 1930, ο Μπρεχτ είχε γράψει μια σχολικήν όπερα (με μουσική του Κουρτ Βάιλ) που είχε τίτλο Αυτός που λέει ναι. Το λιμπρέτο βασιζόταν σε κάποιο φεουδαρχικό γιαπωνέζικο δράμα. Πρωταγωνιστής είναι ένα παιδί που σε μια σχολικήν εκδρομή αρρωσταίνει και βάζει σε κίνδυνο τους συμμαθητές του. Σύμφωνα με μιαν «αρχαία μεγάλη συνήθεια», ο άρρωστος δέχεται να τον ρίξουν στον γκρεμό, για να γλιτώσουν οι άλλοι.
            Τα παιδιά που έπαιξαν και είδαν την όπερα διαμαρτυρήθηκαν, λέγοντας στον Μπρεχτ πως το δίλημμα ήταν πλαστό. Ταυτόχρονα, το έργο προκάλεσε ενθουσιασμό σε αντιδραστικούς κύκλους του Βερολίνου, οι οποίοι το θεώρησαν υπόδειγμα τάχα χριστιανικής είτε βουδιστικής αρετής ή μάλλον ενσάρκωση του πρωσικού ιδανικού υπακοής, πειθαρχίας και αυτοθυσίας.
            Παρευθύς ο Μπρεχτ έκατσε και ξανάγραψε το λιμπρέτο της όπερας, σύμφωνα με πιο ρεαλιστικά και σύγχρονα δεδομένα, και την τιτλοφόρησε: Αυτός που λέει όχι! Τελειώνω, μεταφράζοντας περικοπές από την απόκριση του παιδιού προς εκείνους που τον πιέζουν να πει «ναι» στην απάνθρωπη και παράλογη «αρχαία μεγάλη συνήθεια», επικαλούμενοι την καταφατική απάντηση που τους είχε δώσει όταν, πριν ξεκινήσουν, τον είχαν ρωτήσει αν συμφωνεί με όλους τους όρους συμμετοχής στην εκδρομή:
 
Η απάντηση που έδωσα ήταν ψεύτικη, μα η ερώτησή σας ήταν πιο ψεύτικη. Όποιος λέει Α, δεν είναι υποχρεωμένος να πει Β. Μπορεί και να διαπιστώσει πως το Α ήταν ψεύτικο… Και όσον αφορά την αρχαία μεγάλη συνήθεια, δεν βλέπω δα να έχει καμιά λογική βάση. Μάλλον χρειάζομαι μια νέα μεγάλη συνήθεια, που να την εφαρμόσουμε αμέσως τώρα — εννοώ: την συνήθεια, σε κάθε κατάσταση, να ξανασκεφτόμαστε με νέο τρόπο.


Περιλαμβάνεται στο Εφήμερον Σπέρμα, 1978, 17-24 (βλ. αρ. 345) και στα Μικρά Καβαφικά, Α΄, 1985, 155-165 (βλ. και αρ. 433).