Γκομπινώ. ― εφ. Eλεύθερον Bήμα, 28 Δεκεμβρίου 1936.Δημαράς Κ. Θ.
Εκτύπωση
Ο Aρθούρος ντε Γκομπινώ, τον οποίον ένα πρόσφατο βιβλίο εθύμισε στο ελληνικό κοινό, υπήρξε ασφαλώς μία από τις πιο παράδοξες φυσιογνωμίες μέσα στον πνευματικό κόσμο της Γαλλίας του περασμένου αιώνα. Εξίσου παράδοξη, άλλωστε, είναι και η ιστορία της υστεροφημίας του, η οποία συνάπτει γύρω σ' εκείνον και στο έργο του έναν αμφίβολο φωτοστέφανο που πρώτος αυτός θ' απεκήρυσσε αν μπορούσε να τον γνωρίσει.
    Δεν θα μιλήσω εδώ για τις σχέσεις του με την Ελλάδα, οι οποίες υπήρξαν πολλές και ανώμαλες, από τον καιρό που, εικοσιπέντε ετών, έγραψε στα 1841 την μελέτη του για τον Καποδίστρια, ώς τα 1878 όπου εδημοσίευσε την άλλη του μελέτη για την Ελλάδα, «το Βασίλειον της Ελλάδος». Το πέρασμά του από τον τόπο μας, αυτού του πραγματικού φιλέλληνος, άφησε στον τύπο, στην ιστορία και στην ποίηση ακόμη, την μνήμη ενός ασπόνδου μας εχθρού. Αλλά τούτο δεν είναι η μόνη φορά όπου στο ρεύμα της ζωής του έτυχε να παρερμηνευθούν ενέργειές του, να παραμορφωθούν αισθήματά του.
    Θα ήθελα ιδίως να δείξω τον άνθρωπο μέσα στο έργο του Γκομπινώ, να τον παρουσιάσω σαν παράδειγμα των λόγων του Πασκάλ «περιμένει κανείς να βρει ένα συγγραφέα και βρίσκει έναν άνθρωπο»· να αποκαλύψω μέσα στις αλλεπάλληλες μεταβολές και τις ποικιλίες των ενδιαφερόντων του, την βαθιά του ενότητα, κάτω από τον θώρακα της υπερηφανείας και της σκληρότητος που εφορούσε, μια καρδιά πονεμένη και μιαν απογοήτευση που απαρνιέται τον εαυτό της· να πω ακόμη την μυστική γοητεία που πηγάζει από το έργο του, γοητεία που σε κάνει όσο και αν διαφωνείς με τις ιδέες του, και αγανακτείς με τις προκλήσεις του, να τον αγαπάς και να συνδέεσαι μαζί του σαν προσωπικά.
    Υπάρχει μέσα στη λέξη «ερασιτέχνης» ένα νόημα διπλό και αντίθετο: από την μια μεριά είναι ο άνθρωπος που αγαπάει την ομορφιά σε κάθε της εκδήλωση, που την γνωρίζει και ώρες ώρες νομίζει πως θα μπορέσει να την φτάσει· είναι το νόημα που ενέπνευσε το ομώνυμο σονέττο στον Πολυλά. Από την άλλη μεριά, ερασιτέχνης είναι ο άνθρωπος που πολλά αγγίζει, με πολλά καταπιάνεται, μα χωρίς να φθάσει στο βάθος κανενός, χωρίς να εξαντλήσει τίποτε. Κατεξοχήν ερασιτέχνης στην πρώτη σημασία, υπήρξε ο Γκομπινώ· ευγενική φύσις, τεταμένη προς τα ιδανικά, εζούσε στην σφαίρα όπου οι εμορφιές ενώνονται όλες μαζί σε μιαν αρμονία και συναντώνται με την συνείδηση του αληθινού και του αγαθού. Δεν θα μπορούσε κανείς εύκολα να τον κατατάξει σ' ένα είδος: έγραφε μυθιστορήματα, ποιήματα, αρχαιολογία, ιστορία, φιλοσοφία, θρησκειολογία, κοινωνιολογία, πολιτικές μελέτες, ασχολήθηκε με την γλυπτική, ενδιαφέρθηκε για μουσική, ενώ ταυτοχρόνως υπηρετούσε την πατρίδα του ως διπλωμάτης. Όμως σε όλες του αυτές τις εκδηλώσεις, ενιαία είταν η δύναμη που τον ωθούσε προς την δημιουργία και ενιαίος ο σκοπός προς τον οποίον έτεινε. Στο βάθος όλου του έργου του Γκομπινώ, δεν υπάρχει μία διέπουσα μοναδική σκέψις, αλλά ένα αίσθημα μοναδικό: θα το ονόμαζα «νοσταλγία», όσο και αν η λέξις έχει συχνά παρεξηγηθεί, τον ετράβηξαν τα μακρινά σε τόπο και σε χρόνο, εκεί όπου πιο ελεύθερη η φαντασία του μπορούσε να πλάσει τον κόσμο όπως τον ήθελε, έναν κόσμο ομορφιάς, δύναμης και ιεραρχίας. Ο πόθος της τελειότητας που τον κατείχε, αντί να τον συγκρατήσει σε κάτι καθορισμένο θυμίζοντάς του πως κι αυτή «η μεγαλοφυΐα είναι ζήτημα μακράς υπομονής», αντιθέτως τον έριχνε όλο και σε νέες αναζητήσεις, απαράσκευον από πολλές απόψεις.
    Aλλ' αυτή ακριβώς η δυσκολία της κατατάξεως την οποίαν παρουσιάζει, σ' ένα κόσμο όπως ο δικός μας όπου η τυποποίησις και ο τίτλος αποτελούν την προϋπόθεση της υπάρξεως, γίνεται η αφορμή της τραγικής παρεξηγήσεως που τον κατεδίωξε ώς τον τάφο: ο άνθρωπος εκείνος που ό,τι κι αν δοκίμαζε το έκανε με μανία πραγματική, θεωρήθηκε από τους συγχρόνους του ερασιτέχνης στη δευτέρα σημασία της λέξεως: ποιητής για τους πολιτικούς, διπλωμάτης για τους λογοτέχνες, λογοτέχνης για τους επιστήμονες, για τους τεχνίτες άνθρωπος των σαλονιών, ο Γκομπινώ είδε γύρω στο έργο του, παρεκτός στο καθαυτό επιστημονικό όπου τέτοιες παραχωρήσεις δεν περνούν, είδε να αναπτύσσεται το ιδιαίτερο αυτό είδος των επαίνων που επιφυλάσσουν οι επαγγελματίαι για τους ερασιτέχνες· δεν είναι περιφρόνησις, αλλά δεν είναι και παραδοχή μέσα στην συντεχνία· είναι σαν ένας ευγενικός χαιρετισμός, που καμιά πραγματική σχέση δεν δημιουργεί μεταξύ δύο ανθρώπων. Με τον υπερήφανο χαρακτήρα που είχε, δεν έδειξε ποτέ πόσο του εκόστιζε η στάσις αυτή του διανοουμένου κοινού απέναντι του έργου του· αλλά όμως διαβλέπουμε μέσα σ' αυτό την αντίδρασή του, μια πικρία και μία ακαμψία που συμπληρώνουν μαζί με την νοσταλγία τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του έργου του. Έτσι σχηματίζεται το βάθρο του έργου του Γκομπινώ· αν για κάθε συγγραφέα αρμόζει να πούμε ότι οι ιδέες του βγαίνουν από την καρδιά, κατεξοχήν μια τέτοια κρίση αρμόζει για τον συγγραφέα των «Πλειάδων» και της «Αναγεννήσεως». Και περνά ο Γκομπινώ μέσα στον κόσμο του πνεύματος, βαρύθυμος νοσταλγός ενός καλυτέρου κόσμου, όπου η δύναμις βασιλεύει και η αξία αναγνωρίζεται. Περνά και χάνεται... Μερικοί μεγάλοι, ο Βάγκνερ, ο Νίτσε τον προσέχουν, αλλά των άλλων, του κοινού των διανοουμένων, η κρίσις ετοιμάζεται να τον ρίξει στην λησμοσύνη.
    Επί δέκα, επί είκοσι έτη μετά τον θάνατό του, από τα 1882, δηλαδή, ή περίπου στα 1900, η Γαλλία κι αν δεν πούμε πως τον αγνοεί, πάντως τον παραγνωρίζει απολύτως: δύο ή τρία άρθρα γι' αυτόν, είναι το άπαντο μέσα σε μια εικοσαετία. Αλλά η Γερμανία, υπό την επίδραση του Βάγκνερ, ανακαλύπτει σιγά-σιγά στον Γκομπινώ έναν πνευματικό της ηγέτη, ένα κήρυκα της γερμανικής φυλετικής υπεροχής. Στα 1894, ιδρύεται η «Ένωσις Γκομπινώ» που αποβλέπει στην γερμανική μετάφραση των έργων του και στην διάδοση των αρχών του, όπως ιδίως αυτές εκφράζονται μέσα στο δοκίμιό του «Περί της ανισότητος των ανθρωπίνων φυλών»· και βρίσκεται ο Γκομπινώ πρόδρομος όλων των σημερινών δήθεν επιστημονικών γερμανικών θεωριών περί της υπεροχής των βορείων επάνω στις δικές μας, μεσημβρινές φυλές. H κίνηση αυτή, που μπορούσε ν' αποβεί ολεθρία στην μνήμη του, πραγματικώς την έσωσε: από τους Γερμανούς τον παρέλαβαν οι Γάλλοι, τον εμελέτησαν, έμαθαν να τον εκτιμούν, και αμελώντας τις αδύνατες πλευρές του έργου του, τον ετοποθέτησαν στην λαμπρά σειρά που κατέχει σήμερα μεταξύ των συγγραφέων του αιώνος του. Οι μελέτες γύρω στον Γκομπινώ, βιογραφικές και κριτικές, διαδέχονται η μία την άλλη, από το 1903 που δημοσιεύθηκε η πρώτη μεγάλη γαλλική εργασία περί αυτού από τον Σεάιζ, έως σήμερα.
    Για το έργο του, όσο και αν κάποτε υπήρξα θερμός θαυμαστής του, διατηρώ πολλές επιφυλάξεις· αλλά ο άνθρωπος και το δίδαγμα της εγκαρτερήσεως και της αξιοπρεπείας που μας δίνει ανάμικτο με την συμπάθεια γιατί δεν εγνώρισε την δόξα που τόσο ελαχτάρησε, μου γίνονται όσο πάει και πιο αγαπητά. Η μεταθανάτιος δόξα, ικανοποιεί ίσως το αίσθημα της δικαιοσύνης και συντηρεί την αυτοπεποίθηση των επιγιγνομένων· αλλά φωτίζει χωρίς να θερμαίνει. Και, αναλογίζεται κανείς τα ψυχρά γηρατεία του ανθρώπου αυτού που είταν πάντα όλος φλόγα, πίστη και λαχτάρα της ζωής, το τραγικό κυνήγημα της υγείας του από χώρα σε χώρα και από πολιτεία σε πολιτεία· ήθελε, είχε ανάγκη να ζήσει ακόμη, γιατί τον κατείχε ο πόθος της δημιουργίας, ο πόθος της δόξης. Είπα στην αρχή του άρθρου μου αυτού πόσο ο Γκομπινώ αγαπιέται και είναι περίεργο ότι σ' αυτόν, όπως και στον Νίτσε με τον οποίον τον ενώνουν πολλές ομοιότητες, εκείνα που αγαπούμε είναι ακριβώς τα σημεία εκείνα τα οποία εμίσησαν το περισσότερον στον άνθρωπο: η αδυναμία και δυστυχία. Τόσο είναι βέβαιο πως επάνω από κάθε ανισότητα και κάθε «αρία» σκληρότητα, καλύτερα εγνώρισε τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, εκείνος που βγαλμένος από την γενιά του Ισραήλ εκήρυξε πιο δυνατές την ισότητα και την αγάπη.


Σύμμικτα, A΄, Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού, 2000



Aναδημοσιεύεται στον τόμο Σύμμικτα, A΄. Aπό την παιδεία στην λογοτεχνία, Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού, 2000, 332-334.