«Βίοι Παράλληλοι» [φωτομηχανική επανέκδοση του έργου του Aν. Γούδα]. ― εφ. Το Bήμα, 15 Σεπτεμβρίου 1972Δημαράς Κ. Θ.
Εκτύπωση
Ανάμεσα στα πολλά βιβλία, παλαιότερα και νεότερα, που βάζω κατά μέρος για τα σημειώματά μας αυτά, ξεχωρίζω τους Παραλλήλους Βίους του Αναστασίου Γούδα, επειδή έχω πρόσφατα διατυπώσει κάποιες γενικές αρχές αναφορικά με το «είδος» της βιογραφίας και την σημασία του στην Ελλάδα. Τυπική από την άποψη αυτήν είναι η περίπτωση που θα μας απασχολήσει σήμερα, και νομίζω ότι πρέπει να επαινέσουμε θερμά τον εκδοτικό οίκο Γρηγοριάδη, ο οποίος είχε την καλή έμπνευση να επανεκδώσει το έργο, και μάλιστα φωτομηχανικά, με τρόπο, δηλαδή, που και κρατεί της αρχικής μορφής τα χαρακτηριστικά, και εξασφαλίζει την πιστότητα. Ο Γούδας το είχε απαρχής προγραμματίσει δωδεκάτομο· ακέριος ο μακρόσυρτος τίτλος του, κατά τα έθιμα της εποχής Βίοι παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών· ο κάθε τόμος θα συγκέντρωνε βιογραφίες οπωσδήποτε ομοειδείς, «Κλήρος», «Παιδεία», και τα λοιπά, παρουσίαση που εδικαιολογούσε αμυδρά τον πλουτάρχειο τίτλο, ο οποίος, ας σημειωθεί κιόλας, έγινε σ' εκείνα τα χρόνια αντικείμενο πολλών επικρίσεων. Μα τώρα, όλα αυτά επέρασαν, και μας μένει το μνημείο, διπλά σημαντικό, με τις δύο του, δηλαδή σημασίες, για το περιεχόμενό του και για την μαρτυρία την οποία μας φέρνει ως προς το πνεύμα της ελληνικής ιστοριογραφίας σε μία αποφασιστική καμπή της ιστορίας μας.

Τα χρόνια στα οποία αναφέρομαι, βρίσκονται, συγκεκριμένα, επάνω στον άξονα του 1870: ο πρώτος τόμος του έργου εβγήκε το 1869, και ο όγδοος και τελευταίος στα 1876. Δεν μπόρεσα ώς σήμερα να εξακριβώσω τι εδημιουργούσε τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες στις οποίες προσέκρουσε πολύ γλήγορα η έκδοση, και οι οποίες επροκάλεσαν τελικά την διακοπή της: είχε την συμπαράσταση της Πολιτείας, την συναντίληψη της κοινωνίας, αφού, για τους πρώτους τουλάχιστον τόμους γνωρίζουμε ότι ετύπωνε περισσότερα από τρεις χιλιάδες αντίτυπα, είχε κατά καιρούς, χορηγούς διαφόρους, και τέλος έτυχε πολλές φορές να ενισχυθεί από τους απογόνους των βιογραφουμένων. H κριτική είταν γενικά πολύ ευνοϊκή στον συγγραφέα· δεν μιλώ για τον Μιστριώτη, ο οποίος σε στιγμή έντονης πολεμικής εναντίον του Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, έκρινε τον Γούδα ανώτερο από αυτόν ως προς την πρωτοτυπία, αλλά αναφέρομαι στην επιδοκιμασία του Τύπου, παρεκτός από σπάνιες εξαιρέσεις. Βεβαίως δεν έλειψαν και οι επικρίσεις, αλλά θα ενόμιζε κανείς ότι με την συγκέντρωση όλων αυτών των ενισχύσεων τις οποίες απαρίθμησα, το έργο θα έπρεπε να είχε φθάσει σε αίσιο τέλος.
    Και του άξιζε, άλλωστε. Ο Γούδας δεν είταν φιλόλογος· πολύ νέος εδίδαξε τα μικρά παιδιά στην Ήπειρο, την πατρίδα του· όταν ήρθε στην Aθήνα για σπουδές, φαίνεται να αμφιταλαντεύθηκε ανάμεσα στα γράμματα και την ιατρική· όμως η τελευταία αυτή υπερίσχυσε στην κρίση του, και έτσι έγινε ιατρός, ο πρώτος, μάλιστα, που ετιμήθηκε με διδακτορικό δίπλωμα από την Ιατρική Σχολή. Εξάσκησε με επιτυχία, μετεκπαιδεύθηκε αργότερα, το 1850, στην Γαλλία, εσυνέχισε και κατόπιν την ιατρική του σταδιοδρομία, αλλά είναι φανερό ότι τούτο δεν αρκούσε στον δυναμισμό του. Έτσι, αναμίχθηκε στις αντιοθωνικές κινήσεις προς το τέλος της πρώτης Δυναστείας, εκαταδιώχθηκε, φυλακίσθηκε έναν ολόκληρο χρόνο, διέφυγε στο Εξωτερικό, συνέγραψε πολιτικά φυλλάδια και πριν και ύστερα από την μεταπολίτευση. Εδοκίμασε και να πολιτευθεί, αλλά απέτυχε στις εκλογές. Ύστερα από όλα αυτά, είναι φανερό ότι είχε πια εγκαταλείψει την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος. Τότε ξεκινάει την μεγάλη του συγγραφική προσπάθεια, με την σύνταξη των Παραλλήλων Βίων.
    Πάντοτε λέω ότι η μελέτη των φυσικών επιστημών αποτελεί καλή προπόνηση για τις ιστορικοφιλολογικές επιστήμες. Στον Γούδα, τα πράγματα μπλέκουν ολίγο, γιατί η εποχή του και η διάθεσή του τον κινούν προς κάποιον διδακτισμό και κάποιαν ρητορικότητα. Αλλά η θετική του προπαίδεια είναι αισθητή στο μεγάλο του έργο: θέλει να εξακριβώνει, επιδιώκει την αυτοψία και την αυτηκοΐα, τεκμηριώνει τις βεβαιώσεις του με μαρτυρίες και με έγγραφα. Έτσι μπορούμε να θεωρούμε ότι οι βιογραφίες τις οποίες μας άφησε δεν αποτελούν απλώς βοηθήματα για τους μεταγενεστέρους, αλλά είναι αυτόχρημα, σε μεγάλο ποσοστό, και πηγές. Όταν διέκοψε την έκδοσή τους, έλεγε ότι είχε συντάξει την ύλη και των τεσσάρων υπολοίπων τόμων· έκανα κατά καιρούς απόπειρες να αναζητήσω το αρχείο του, τα χειρόγραφά του, χωρίς επιτυχία. Αν καταπιασθεί κάποιος αυτήν την δουλειά και επιτύχει, θα είναι πολύ καλά.
    Μα έλεγα αρχίζοντας ότι και από άλλην άποψη το έργο του φέρνει χρήσιμη μαρτυρία: τα ενδιαφέροντά του είναι ζωντανά και κοντά στην πραγματικότητα του τότε ελληνισμού· οι λύσεις προς τις οποίες έλκεται εκφράζουν ζωηρά τους προβληματισμούς των ρωμαντικών της μεταβατικής εποχής η οποία φέρνει από την μία στην άλλην δυναστεία. Οι πρόλογοι τους οποίους προτάσσει στους οκτώ δημοσιευμένους τόμους των Βίων του, είναι γεμάτοι σκέψεις, διαπιστώσεις και υποδείξεις για την οικονομική, την κοινωνική, την παιδευτική πολιτική του τόπου. Ο βιογράφος του λέει ότι απέθανε «σχεδόν λησμονημένος» ― είταν στα 1882, σε ηλικία εξήντα έξι ετών. Νομίζω ότι η επανέκδοση των Βίων του θα επιτρέψει μια καινούρια αποτίμηση της προσφοράς του, αποτίμηση, που αν είναι άχρηστη για εκείνον, θα σταθεί ασφαλώς χρήσιμη σ' εμάς.


Σύμμικτα, A΄, Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού, 2000




Aναδημοσιεύεται στον τόμο Σύμμικτα, A΄. Aπό την παιδεία στην λογοτεχνία, Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού, 2000, 184-186.